Scrutatio

Sabato, 27 aprile 2024 - Santa Zita ( Letture di oggi)

Isaia 29


font
NOVA VULGATAGREEK BIBLE
1 Vae Ariel, Ariel, civitas,
quam circumdedit David!
Addite annum ad annum,
sollemnitates evolvantur;
1 Ουαι εις την Αριηλ, την Αριηλ, την πολιν οπου κατωκησεν ο Δαβιδ? προσθεσατε ενιαυτον επι ενιαυτον? ας σφαζωσιν εορταστικας θυσιας.
2 et circumvallabo Ariel,
et erit maeror et maestitia,
et erit mihi quasi Ariel.
2 Αλλ' εγω θελω στενοχωρησει την Αριηλ, και εκει θελει εισθαι βαρος και θλιψις? και εις εμε θελει εισθαι ως Αριηλ.
3 Et circumdabo te quasi sphaeram
et iaciam contra te aggerem
et munimenta ponam in obsidionem tuam.
3 Και θελω στρατοπεδευσει εναντιον σου κυκλω, και θελω στησει πολιορκιαν κατα σου με χαρακωμα, και θελω ανεγειρει φρουρια εναντιον σου.
4 Humiliaberis, de terra loqueris,
et de pulvere vix audietur eloquium tuum,
et erit quasi pythonis de terra vox tua,
et de humo eloquium tuum mussitabit.
4 Και θελεις ριφθη κατω, θελεις λαλει απο του εδαφους και η λαλια σου θελει εισθαι ταπεινη εκ του χωματος, και η φωνη σου εκ του εδαφους θελει εισθαι ως του εγγαστριμυθου και η λαλια σου θελει ψιθυριζει εκ του χωματος.
5 Et erit sicut pulvis tenuis multitudo superborum tuorum,
et sicut palea volans multitudo fortium.
Eritque repente confestim,
5 Το δε πληθος των εχθρων σου θελει εισθαι ως κονιορτος και το πληθος των φοβερων ως αχυρον φερομενον υπο ανεμου? ναι, τουτο θελει γεινει αιφνιδιως εν μια στιγμη.
6 a Domino exercituum visitaberis
in tonitruo et commotione terrae,
magno fragore, turbine et tempestate
et flamma ignis devorantis.
6 Θελει γεινει εις σε επισκεψις παρα του Κυριου των δυναμεων, μετα βροντης και μετα σεισμου και φωνης μεγαλης, μετα ανεμοζαλης και ανεμοστροβιλου και φλογος πυρος κατατρωγοντος.
7 Et erit sicut somnium visionis nocturnae
multitudo omnium gentium, quae dimicant contra Ariel,
et omnes, qui pugnant contra eam et contra munimenta eius et oppressores eius;
7 Και το πληθος παντων των εθνων των πολεμουντων εναντιον της Αριηλ, παντες βεβαιως οι μαχομενοι εναντιον αυτης και των οχυρωματων αυτης και οι στενοχωρουντες αυτην θελουσιν εισθαι ως ονειρον νυκτερινου οραματος.
8 Et sicut somniat esuriens, et ecce comedit,
cum autem fuerit expergefactus, vacua est anima eius;
et sicut somniat sitiens, et ecce bibit
et, postquam fuerit expergefactus, lassus adhuc sitit,
et anima eius vacua est,
sic erit multitudo omnium gentium
dimicantium contra montem Sion.
8 Καθως μαλιστα ο πεινων ονειρευεται οτι ιδου, τρωγει? πλην εξεγειρεται και η ψυχη αυτου ειναι κενη? η καθως ο διψων ονειρευεται οτι ιδου, πινει? πλην εξεγειρεται και ιδου, ειναι ητονημενος και η ψυχη αυτου διψα? ουτω θελουσιν εισθαι τα πληθη παντων των εθνων των πολεμουντων εναντιον του ορους Σιων.
9 Obstupescite et admiramini,
excaecamini et caeci estote,
inebriamini et non a vino,
vacillate et non ab ebrietate.
9 Στητε και θαυμασατε? αναβοησατε και ανακραξατε? ουτοι μεθυουσιν αλλ' ουχι υπο οινου? παραφερονται αλλ' ουχι υπο σικερα.
10 Quoniam miscuit vobis Dominus spiritum soporis,
clausit oculos vestros
et capita vestra operuit.
10 Διοτι ο Κυριος εξεχεεν εφ' υμας πνευμα βαθεος υπνου και εκλεισε τους οφθαλμους υμων? περιεκαλυψε τους προφητας και τους αρχοντας υμων, τους βλεποντας ορασεις.
11 Et erit vobis visio omnis sicut verba libri signati; quem cum dederintscienti litteras dicentes: “ Lege istum ”, respondebit: “ Non possum,signatus est enim ”.11 Και πασα ορασις θελει εισθαι εις εσας ως λογια εσφραγισμενου βιβλιου, το οποιον ηθελον δωσει εις τινα εξευροντα να αναγινωσκη, λεγοντες, Αναγνωθι τουτο, παρακαλω? και εκεινος λεγει, Δεν δυναμαι, διοτι ειναι εσφραγισμενον?
12 Et dabitur liber nescienti litteras diceturque ei: “Lege ”, et respondebit: “ Nescio litteras ”.12 και διδουσι το βιβλιον εις μη εξευροντα να αναγινωσκη και λεγουσιν, Αναγνωθι τουτο, παρακαλω? και εκεινος λεγει, δεν εξευρω να αναγινωσκω.
13 Et dixit Dominus:
“ Eo quod appropinquat populus iste ore suo
et labiis suis glorificat me,
cor autem eius longe est a me,
et est timor eorum erga me
velut mandatum hominum perceptum,
13 Δια τουτο ο Κυριος λεγει, Επειδη ο λαος ουτος με πλησιαζει δια του στοματος αυτου και με τιμα δια των χειλεων αυτου, αλλ' η καρδια αυτου απεχει μακραν απ' εμου, και με σεβονται, διδασκοντες διδασκαλιας, ενταλματα ανθρωπων?
14 ideo ecce ego addam ut admirationem faciam
populo huic miraculo grandi et stupendo:
peribit sapientia sapientium eius,
et prudentia prudentium eius abscondetur ”.
14 δια τουτο, ιδου, θελω προσθεσει να καμω θαυμαστον εργον μεταξυ τουτου του λαου, θαυμαστον εργον και εξαισιον? διοτι η σοφια των σοφων αυτου θελει χαθη και η συνεσις των συνετων αυτου θελει κρυφθη.
15 Vae, qui profunde a Domino
consilium abscondunt,
quorum sunt in tenebris opera, et dicunt:
“ Quis videt nos, et quis novit nos? ”.
15 Ουαι εις τους σκαπτοντας βαθεως δια να κρυψωσι την βουλην αυτων απο του Κυριου, και των οποιων τα εργα ειναι εν τω σκοτει, και λεγουσι, Τις βλεπει ημας; και τις εξευρει ημας;
16 Perversa cogitatio vestra!
Numquid quasi lutum reputabitur figulus,
ut dicat opus factori suo:
“ Non fecisti me ”;
et figmentum dicat fictori suo:
“ Non intellegis ”?
16 Ω διεστραμμενοι, ο κεραμευς θελει νομισθη ως πηλος; το πλασμα θελει ειπει περι του πλασαντος αυτο, ουτος δεν με επλασεν; η το ποιημα θελει ειπει περι του ποιησαντος αυτο, Ουτος δεν ειχε νοησιν;
17 Nonne adhuc in modico et in brevi convertetur Libanus in hortum,
et hortus in saltum reputabitur?
17 Δεν θελει εισθαι ετι πολυ ολιγος καιρος και ο Λιβανος θελει μεταβληθη εις καρποφορον πεδιαδα, και η καρποφορος πεδιας θελει λογισθη ως δασος;
18 Et audient in die illa surdi verba libri,
et de tenebris et caligine oculi caecorum videbunt.
18 Και εν εκεινη τη ημερα οι κωφοι θελουσιν ακουσει τους λογους του βιβλιου, και οι οφθαλμοι των τυφλων θελουσιν ιδει, ελευθερωθεντες εκ του σκοτους και εκ της ομιχλης.
19 Et addent mites in Domino laetitiam,
et pauperrimi hominum in Sancto Israel exsultabunt;
19 Και οι πραεις θελουσιν επαυξησει την χαραν αυτων εν Κυριω, και οι πτωχοι των ανθρωπων θελουσιν ευφρανθη δια τον Αγιον του Ισραηλ.
20 quoniam defecit, qui praevalebat,
consummatus est illusor,
et succisi sunt omnes, qui vigilabant super iniquitatem,
20 Διοτι ο τρομερος εξελιπε και ο χλευαστης εξωλοθρευθη και παντες οι παραφυλαττοντες την ανομιαν εξηλειφθησαν?
21 qui peccare faciebant homines in verbo
et arguentem in porta supplantabant
et deiecerunt inanibus verbis iustum.
21 οιτινες καμνουσι τον ανθρωπον πταιστην δια ενα λογον, και στηνουσι παγιδα εις τον ελεγχοντα εν τη πυλη, και με ψευδος διαστρεφουσι το δικαιον.
22 Propter hoc haec dicit Dominus
ad domum Iacob, qui redemit Abraham:
“ Non modo confundetur Iacob,
nec modo vultus eius erubescet;
22 Οθεν ο Κυριος ο λυτρωσας τον Αβρααμ ουτω λεγει περι του οικου Ιακωβ? ο Ιακωβ δεν θελει πλεον αισχυνθη, και το προσωπον αυτου δεν θελει πλεον ωχριασει.
23 sed, cum viderit opera manuum mearum,
in medio sui sanctificabunt nomen meum
et sanctificabunt Sanctum Iacob
et Deum Israel pavebunt,
23 Αλλ' οταν ιδη τα τεκνα αυτου, το εργον των χειρων μου, εν μεσω αυτου, θελουσιν αγιασει το ονομα μου και θελουσιν αγιασει τον Αγιον του Ιακωβ και θελουσι φοβεισθαι τον Θεον του Ισραηλ.
24 et scient errantes spiritu sapientiam,
et mussitatores discent doctrinam ”.
24 Οι δε πλανωμενοι κατα το πνευμα θελουσιν ελθει εις συνεσιν, και οι γογγυζοντες θελουσι μαθει διδασκαλιαν.