Scrutatio

Lunedi, 29 aprile 2024 - Santa Caterina da Siena ( Letture di oggi)

Vangelo secondo Luca 9


font
BIBBIA MARTINIGREEK BIBLE
1 E convocati i dodici Apostoli, diede loro virtù, e potere sopratutti i demonj, e di curare le malattie.1 Συγκαλεσας δε τους δωδεκα μαθητας αυτου, εδωκεν εις αυτους δυναμιν και εξουσιαν κατα παντων των δαιμονιων και να θεραπευωσι νοσους?
2 E mandogli a predicare il regno di Dio, e a render agli infermi la sanità.2 και απεστειλεν αυτους δια να κηρυττωσι την βασιλειαν του Θεου και να ιατρευωσι τους ασθενουντας,
3 E disse loro: Non porterete nulla pel viaggio, né bastone, né bisaccia, né pane, né denaro, né avrete due vestiti.3 και ειπε προς αυτους? Μη βασταζετε μηδεν εις την οδον, μητε ραβδους μητε σακκιον μητε αρτον μητε αργυριον μητε να εχητε ανα δυο χιτωνας.
4 E in qualunque casa sarete entrati, ivi restate, e non la lasciate.4 Και εις ηντινα οικιαν εισελθητε, εκει μενετε και εκειθεν εξερχεσθε.
5 E dovunque non vi ricevano: uscendo da quella città, scuotete anche la polvere de' vostri piedi in testimonianza contro di essi.5 Και οσοι δεν σας δεχθωσιν, εξερχομενοι απο της πολεως εκεινης αποτιναξατε και τον κονιορτον απο των ποδων σας δια μαρτυριαν κατ' αυτων.
6 Ed essi si partirono, a andavan girando di castello in castello, evangelizzando, e facendo guarigioni per ogni dove.6 Εξερχομενοι δε διηρχοντο απο κωμης εις κωμην, κηρυττοντες το ευαγγελιον και θεραπευοντες πανταχου.
7 E giunse a notizia di Erode tetrarca tutto quel, che facevasi da Gesù, ed egli stava con l'animo sospeso, perché alcuni dicevano:7 Ηκουσε δε Ηρωδης ο τετραρχης παντα τα γινομενα υπ' αυτου, και ητο εν απορια, διοτι ελεγετο υπο τινων οτι ο Ιωαννης ανεστη εκ νεκρων?
8 Che Giovanni era risuscitato da morte: altri poi: Che era comparso Elia: altri: Che uno degli antichi profeti era risorto.8 υπο τινων δε οτι ο Ηλιας εφανη, υπ' αλλων δε, οτι ανεστη εις των αρχαιων προφητων.
9 Ed Erode diceva: A Giovanni feci io tagliare la testa. Ma chi è costui, del quale sento dire sì fatte cose? E cercava di vederlo.9 Και ειπεν ο Ηρωδης? Τον Ιωαννην εγω απεκεφαλισα? τις δε ειναι ουτος, περι του οποιου εγω ακουω τοιαυτα; και εζητει να ιδη αυτον.
10 E ritornati gli Apostoli, raccontarono a lui tutto quello, che avevano fatto: ed egli, presili seco, si ritirò a parte in un luogo deserto del territorio di Betsaida.10 Και υποστρεψαντες οι αποστολοι, διηγηθησαν προς αυτον οσα επραξαν. Και παραλαβων αυτους απεσυρθη κατ' ιδιαν εις τοπον ερημον πολεως τινος ονομαζομενης Βηθσαιδα.
11 La qual cosa risaputasi dalle turbe, gli tenner dietro: ed egli le accolse, e parlava loro del regno di Dio, e risanava quei, che ne avevan bisogno.11 Οι δε οχλοι νοησαντες ηκολουθησαν αυτον, και δεχθεις αυτους ελαλει προς αυτους περι της βασιλειας του Θεου, και τους εχοντας χρειαν θεραπειας ιατρευεν.
12 E il giorno principiava a declinare. E accostatisi a lui i dodici gli dissero: Licenzia le torbe, affinchè andando po' castelli, e pe' villaggi all'intorno, cerchino alloggio, e si trovino da mangiare: perché qui siamo in luogo deserto.12 Η δε ημερα ηρχισε να κλινη? και προσελθοντες οι δωδεκα, ειπον προς αυτον? Απολυσον τον οχλον, δια να υπαγωσιν εις τας περιξ κωμας και τους αγρους και να καταλυσωσι και να ευρωσι τροφας, διοτι εδω ειμεθα εν ερημω τοπω.
13 Ed egli disse loro: Date voi lor da mangiare. Ed essi risposero: Non abbiamo altro, che cinque pani, e due pesci: se per sorte non andiamo noi a comperare il vivere per tutta questa turba.13 Και ειπε προς αυτους? Δοτε σεις εις αυτους να φαγωσιν. Οι δε ειπον? ημεις δεν εχομεν πλειοτερον παρα πεντε αρτους και δυο ιχθυας, εκτος εαν υπαγωμεν ημεις και αγορασωμεν τροφας δι' ολον τον λαον τουτον?
14 Imperocché erano quasi cinque mila uomini. Ed egli disse a' suoi discepoli: Fateli sedere a truppe di cinquanta uomini l'una.14 διοτι ησαν ως πεντακισχιλιοι ανδρες? και ειπε προς τους μαθητας αυτου? Καθισατε αυτους κατα αθροισματα ανα πεντηκοντα.
15 E fecer cosi, e li fecero tutti sedere.15 Και επραξαν ουτω, και εκαθησαν απαντας.
16 E presi i cinque pani, e i due pesci, alzò gli occhi al cielo, e gli benedisse: e gli spezzò, e li distribuì a' suoi discepoli, perché li ponessero davanti alle turbe.16 Λαβων δε τους πεντε αρτους και τους δυο ιχθυας, ανεβλεψεν εις τον ουρανον και ευλογησεν αυτους και κατεκοψε, και εδιδεν εις τους μαθητας δια να βαλλωσιν εμπροσθεν του οχλου.
17 E mangiaron tutti, e si saziarono. E di quel, che loro avanzò, furono raccolti dodici panieri di frammenti.17 Και εφαγον και εχορτασθησαν παντες, και εσηκωθη το περισσευσαν εις αυτους εκ των κλασματων δωδεκα κοφινια.
18 E avvenne, che essendosi egli appartato per fare orazione, avendo seco i suoi discepoli, domandò loro: Chi dicon le turbe, ch'io mi sia?18 Και ενω αυτος προσηυχετο καταμονας, ησαν μετ' αυτου οι μαθηται, και ηρωτησεν αυτους λεγων? τινα με λεγουσιν οι οχλοι οτι ειμαι;
19 E quelli risposero, e dissero: Giovanni Batista: altri poi Elia: altri, che uno degli antichi profeti è risuscitato.19 οι δε αποκριθεντες ειπον? Ιωαννην τον Βαπτιστην, αλλοι δε Ηλιαν, αλλοι δε οτι ανεστη τις των αρχαιων προφητων.
20 Ed egli disse loro: E voi chi dite che io sia? Simon Pietro rispose, e disse: Il Cristo di Dio.20 Ειπε δε προς αυτους? Σεις δε τινα με λεγετε οτι ειμαι; και αποκριθεις ο Πετρος ειπε? Τον Χριστον του Θεου.
21 Ma Gesù sgridandogli, comandò loro di non dir questo a nessuno.21 Ο δε προσεταξεν αυτους σφοδρως και παρηγγειλε να μη ειπωσιν εις μηδενα τουτο,
22 Dicendo: Fa d'uopo, che il figliuolo dell'uomo patisca molto, e sia riprovato dagli anziani, e dai principi de' sacerdoti, e dagli Scribi, e sia ucciso, e risusciti il terzo giorno.22 ειπων οτι πρεπει ο Υιος του ανθρωπου να παθη πολλα και να καταφρονηθη απο των πρεσβυτερων και αρχιερεων και γραμματεων, και να θανατωθη και τη τριτη ημερα να αναστηθη.
23 Diceva poi a tutti: Se alcuno vuole tenermi dietro, rinneghi se stesso, e prenda dì per dì la sua croce, e mi seguiti.23 Ελεγε δε προς παντας? Εαν τις θελη να ελθη οπισω μου, ας απαρνηθη εαυτον και ας σηκωση τον σταυρον αυτου καθ' ημεραν και ας με ακολουθη.
24 Imperocché chi vorrà salvare l'anima sua, la perderà: e chi perderà l'anima sua per causa mia, la salverà.24 Διοτι οστις θελει να σωση την ζωην αυτου, θελει απολεσει αυτην? και οστις απολεση την ζωην αυτου ενεκεν ομου, ουτος θελει σωσει αυτην.
25 Imperocché che giova all'uomo il guadagnare tutto il mondo, ove perda se stesso, e di se faccia scapito?25 Επειδη τι ωφελειται ο ανθρωπος, εαν κερδηση τον κοσμον ολον, εαυτον δε απολεση η ζημιωθη;
26 Imperocché chi si vergognerà di me, e delle mie parole: si vergognerà di lui il Figliuolo dell'uomo, quando verrà con la maestà sua, e del Padre, e de' santi Angeli.26 Διοτι οστις επαισχυνθη δι' εμε και τους λογους μου, δια τουτον ο Υιος του ανθρωπου θελει επαισχυνθη, οταν ελθη εν τη δοξη αυτου και του Πατρος και των αγιων αγγελων.
27 Vi dico però veracemente, che vi sono alcuni qui presenti, che non gusteranno la morte, fino a tanto che veggano il regno di Dio.27 Λεγω δε προς εσας αληθως, Ειναι τινες των εδω ισταμενων, οιτινες δεν θελουσι γευθη θανατον, εωσου ιδωσι την βασιλειαν του Θεου.
28 E avvenne, che circa otto giorni dopo dette queste parole, prese seco Pietro, e Giacomo, e Giovanni, e salì sopra un monte per orare.28 Μετα δε τους λογους τουτους παρηλθον εως οκτω ημεραι, και παραλαβων τον Πετρον και Ιωαννην και Ιακωβον, ανεβη εις το ορος δια να προσευχηθη.
29 E mentre era in orazione, l'aria del suo volto divenne tutt' altra: e il suo vestito divenne bianco, e risplendente.29 Και ενω προσηυχετο, ηλλοιωθη η οψις του προσωπου αυτου και τα ιματια αυτου εγειναν λευκα εξαστραπτοντα.
30 Ed ecco che due uomini parlavano con lui. E questi erano Mosé, ed Elia,30 και ιδου, ανδρες δυο συνελαλουν μετ' αυτου, οιτινες ησαν Μωυσης και Ηλιας,
31 I quali apparsi con gloria discorrevano della sua partenza, la quale egli stava per eseguire in Gerusalemme.31 οιτινες φανεντες εν δοξη, ελεγον τον θανατον αυτου, τον οποιον εμελλε να εκπληρωση εν Ιερουσαλημ.
32 Ma Pietro, e i suoi compagni erano aggravati dal sonno. Ma svegliatisi videro la maestà di lui, e i due personaggi, che stavano con esso.32 Ο δε Πετρος και οι μετ' αυτου ησαν βεβαρημενοι υπο του υπνου? και οτε εξυπνησαν, ειδον την δοξαν αυτου και τους δυο ανδρας τους ισταμενους μετ' αυτου.
33 E nel mentre, che questi si separavan da lui, Pietro disse a Gesù: Maestro, è buona cosa per noi lo star qui: facciamo tra padiglioni, uuo per te, uno per Mosè, e uno per Elia: non sapendo egli quel che si dicesse.33 Και ενω αυτοι εχωριζοντο απ' αυτου, ειπεν ο Πετρος προς τον Ιησουν? Επιστατα, καλον ειναι να ημεθα εδω? και ας καμωμεν τρεις σκηνας, μιαν δια σε και δια τον Μωυσην μιαν και μιαν δια τον Ηλιαν, μη εξευρων τι λεγει.
34 Ma nel tempo, ch'egli diceva questo, si levò una nuvola, dalla quale quelli furono involti: ed essi si intimorirono, quando quegli entrarono nella nuvola.34 Ενω δε αυτος ελεγε ταυτα, ηλθε νεφελη και επεσκιασεν αυτους? και εφοβηθησαν οτε εισηλθον εις την νεφελην?
35 E dalla nuvola usci una voce, che disse: Questi è il mio Figliuolo diletto, ascoltatelo.35 και εγεινε φωνη εκ της νεφελης, λεγουσα? Ουτος ειναι ο Υιος μου ο αγαπητος? αυτου ακουετε.
36 E dopo quella voce Gesù rimase solo. Ed essi si tacquero, e non dissero in quella stagione a nissuno niente di quel, che avevano veduto.36 Και αφου εγεινεν η φωνη, ευρεθη ο Ιησους μονος? και αυτοι εσιωπησαν και προς ουδενα ειπον εν εκειναις ταις ημεραις ουδεν εξ οσων ειδον.
37 Il di seguente scesi che furono dal monte, si fece loro incontro una gran turba.37 Την δε ακολουθον ημεραν, οτε κατεβησαν απο του ορους, υπηντησεν αυτον οχλος πολυς.
38 E a un tratto un uomo di mezzo alla turba esclamò, dicendo: Maestro, di grazia volgi lo sguardo al mio figliuolo, che è l'unico, che io mi abbia:38 Και ιδου, ανθρωπος τις εκ του οχλου ανεκραξε, λεγων? Διδασκαλε, δεομαι σου, επιβλεψον επι τον υιον μου, διοτι μονογενης μου ειναι?
39 E dal vedere, al non vedere lo invade lo spirito, e di repente urla, e lo getta per terra, e lo sconvolge spumante, e appena da lui si ritira dopo di averlo tutto infranto:39 και ιδου, δαιμονιον πιανει αυτον, και εξαιφνης κραζει και σπαραττει αυτον μετα αφρου, και μολις αναχωρει απ' αυτου, συντριβον αυτον?
40 E ho pregato i tuoi discepoli, che lo scacciassero, e non han potuto.40 και παρεκαλεσα τους μαθητας σου δια να εκβαλωσιν αυτο, και δεν ηδυνηθησαν.
41 E Gesù rispose, e disse: O generazione infedele, e perversa fin a quando sarò a voi d'appresso, e vi sopporterò? Conduci qua il tuo figliuolo.41 Αποκριθεις δε ο Ιησους, ειπεν? Ω γενεα απιστος και διεστραμμενη, εως ποτε θελω εισθαι μεθ' υμων και θελω υπομενει υμας; φερε τον υιον σου εδω.
42 E mentre questo si avvicinava, il Demonio gettollo per terra, e lo straziava.42 Και ενω αυτος ετι προσηρχετο, ερριψεν αυτον κατω το δαιμονιον και κατεσπαραξεν? ο δε Ιησους επετιμησε το πνευμα το ακαθαρτον και ιατρευσε το παιδιον και απεδωκεν αυτο εις τον πατερα αυτου.
43 Ma Gesù sgridò lo spirito im mondo, e risanò il fanciullo, e lo rendette a suo padre.43 Εξεπληττοντο δε παντες επι την μεγαλειοτητα του Θεου. Και ενω παντες εθαυμαζον δια παντα οσα εκαμεν ο Ιησους, ειπε προς τους μαθητας αυτου?
44 E tutti restavano stupefatti della grandezza di Dio; e mentre tutti ammiravano tutte le cose, che egli faceva, disse a' suoi discepoli: Ponete in cuor vostro queste parole: Il Figliuolo dell'uomo sta per essere tradito nelle mani degli uomini.44 Βαλετε σεις εις τα ωτα σας τους λογους τουτους? διοτι ο Υιος του ανθρωπου μελλει να παραδοθη εις χειρας ανθρωπων.
45 Ed essi non intendevano nulla di questo fatto, ed era oscuro per essi talmente, che non lo capivano: e non avevano ardire di interrogarlo sopra queste parole.45 Εκεινοι ομως δεν ενοουν τον λογον τουτον, και ητο αποκεκρυμμενος απ' αυτων, δια να μη νοησωσιν αυτον, και εφοβουντο να ερωτησωσιν αυτον περι του λογου τουτου.
46 E vennero a disputare tra di loro, sopra chi fosse il maggiore.46 Εισηλθε δε εις αυτους διαλογισμος, τις ταχα εξ αυτων ητο μεγαλητερος.
47 Ma Gesù vedendo i pensieri del loro cuore, prese per mano un fanciullo, e se lo pose accanto,47 Ο δε Ιησους, ιδων τον διαλογισμον της καρδιας αυτων, επιασε παιδιον και εστησεν αυτο πλησιον εαυτου
48 E disse loro: Chiunque accoglierà un tal fanciullo nel nome mio, accoglie me: e chiunque accoglie me, accoglie colui, che mi ha mandato. Imperocché colui, che è il minimo tra tutti voi, quegli è il maggiore.48 και ειπε προς αυτους? Οστις δεχθη τουτο το παιδιον εις το ονομα μου, εμε δεχεται, και οστις δεχθη εμε, δεχεται τον αποστειλαντα με? διοτι ο υπαρχων μικροτερος μεταξυ παντων υμων ουτος θελει εισθαι μεγας.
49 E Giovanni prese adirgli: Maestro, Abbiamo veduto un tale, che nel nome tuo cacciava i demonj, e glielo abbiamo proibito: imperocché non segue (te) insieme con noi49 Αποκριθεις δε ο Ιωαννης, ειπεν? Επιστατα, ειδομεν τινα εκβαλλοντα τα δαιμονια εν τω ονοματι σου, και ημποδισαμεν αυτον, διοτι δεν ακολουθει μεθ' ημων.
50 E Gesù dissegli: Non vogliate proibirglielo: imperocché chi non è contro di voi, è per voi.50 Και ειπε προς αυτον ο Ιησους? Μη εμποδιζετε? διοτι οστις δεν ειναι καθ' ημων, ειναι υπερ ημων.
51 E avvenne, che approssimandosi il tempo della sua assunzione, ed egli si mostrò risoluto di andare a Gerusalemme.51 Και οτε συνεπληρουντο αι ημεραι δια να αναληφθη, τοτε αυτος εκαμε στερεαν αποφασιν να υπαγη εις Ιερουσαλημ.
52 E spedì avanti a se i suoi nunzj: e questi andarono, ed entrarono in una città de' Samaritani per preparargli l'ospizio.52 Και απεστειλεν εμπροσθεν αυτου μηνυτας, οιτινες πορευθεντες εισηλθον εις κωμην Σαμαρειτων, δια να καμωσιν ετοιμασιαν εις αυτον.
53 Ma non vollero riceverlo, perché dava a conoscere, che andava a Gerusalemme.53 Και δεν εδεχθησαν αυτον, διοτι εφαινετο οτι επορευετο εις Ιερουσαλημ.
54 E veduto ciò i discepoli di lui, Giacomo, e Giovanni dissero: Signore, vuoi tu, che noi comandiamo, che piova fiamma dal cielo, e li divori?54 Ιδοντες δε οι μαθηται αυτου Ιακωβος και Ιωαννης, ειπον? Κυριε, θελεις να ειπωμεν να καταβη πυρ απο του ουρανου και να αφανιση αυτους, καθως και ο Ηλιας εκαμε;
55 Ma egli rivoltosi a essi gli sgridi, dicendo: Non sapete a quale spirito appartenghiate.55 Στραφεις δε επεπληξεν αυτους και ειπε? δεν εξευρετε ποιου πνευματος εισθε σεις?
56 Il Figliuolo dell'uomo non è venuto per isperdere gii uomini, ma per salvarli. E andarono a un altro borgo.56 διοτι ο Υιος του ανθρωπου δεν ηλθε να απολεση ψυχας ανθρωπων, αλλα να σωση. Και υπηγον εις αλλην κωμην.
57 E avvenne, che mentre facevan sua strada, vi fu uno, che dissegli: Verrò teco, dovunque tu vada.57 Ενω δε επορευοντο, ειπε τις προς αυτον καθ' οδον? Θελω σε ακολουθησει οπου αν υπαγης, Κυριε.
58 E Gesù gli rispose: Le volpi hanno le tane, e gli uccelli dell'aria i nidi: ma il Figliuol dell'Uomo non ha dove posare la testa.58 Και ειπε προς αυτον ο Ιησους? Αι αλωπεκες εχουσι φωλεας και τα πετεινα του ουρανου κατοικιας, ο δε Υιος του ανθρωπου δεν εχει που να κλινη την κεφαλην.
59 Disse poi a un altro: Seguimi: ma questi rispose: Signore, permettimi, che prima io vada, e seppellisca mio padre.59 Ειπε δε προς αλλον? Ακολουθει μοι. Ο δε ειπε? Κυριε, συγχωρησον μοι να υπαγω πρωτον να θαψω τον πατερα μου.
60 Ma Gesù gli rispòse: Lascia, che i morti seppelliscano i loro morti: ma tu va, e annuncia il regno di Dio.60 Και ο Ιησους ειπε προς αυτον? Αφες τους νεκρους να θαψωσι τους εαυτων νεκρους? συ δε απελθων κηρυττε την βασιλειαν του Θεου.
61 E un altro gli disse: Signore, io ti seguirò; ma permetti, che prima io vada a dire addio a que' di mia casa.61 Ειπε δε και αλλος? θελω σε ακολουθησει, Κυριε? πρωτον ομως συγχωρησον μοι να αποχαιρετησω τους εις τον οικον μου.
62 E Gesù rispostigli: Nissuno, che dopo aver messa la mano all'aratro volga indietro lo sguardo, è buono pel regno di Dio.62 Και ειπε προς αυτον ο Ιησους? Ουδεις βαλων την χειρα αυτου επι αροτρον και βλεπων εις τα οπισω ειναι αρμοδιος δια την βασιλειαν του Θεου.