Scrutatio

Martedi, 30 aprile 2024 - San Pio V ( Letture di oggi)

Primo libro dei Re 2


font
BIBBIA MARTINIGREEK BIBLE
1 Frattanto avvicinandosi per Davidde il dì della morte, diede egli questi ordini a Salomone suo figliuolo, e disse:1 Επλησιασαν δε αι ημεραι του Δαβιδ να αποθανη? και παρηγγειλε προς τον Σολομωντα τον υιον αυτου, λεγων,
2 Io sto per giungere al termine co­mune di tutti gli uomini: armati di for­tezza, e di petto virile;2 Εγω υπαγω την οδον πασης της γης? συ δε ισχυε και εσο ανηρ?
3 E osserva i precetti del Signore Dio tuo, camminando nelle sue vie, mettendo in pratica le sue ceremonie, e i comandamenti, e le leggi, e gli inse­gnamenti, come sta scritto nella legge di Mosè: affinchè qualunque cosa tu facci, e in qualunque parte ti volga, tu operi con saggezza.3 και φυλαττε τας εντολας Κυριου του Θεου σου, περιπατων εις τας οδους αυτου, φυλαττων τα διαταγματα αυτου, τα προσταγματα αυτου και τας κρισεις αυτου και τα μαρτυρια αυτου, ως ειναι γεγραμμενον εν τω νομω του Μωυσεως, δια να ευημερης εις παντα οσα πραττεις και πανταχου οπου αν στραφης?
4 Affinchè il Signore confermi le pa­role dette da lui in mio favore, quando disse: Se i tuoi figliuoli vogheranno sopra iloro andamenti, e cammineranno dinanzi a me nella verità con tutto il cuore, e con tutta l'anima loro, non resterà mai il soglio d'Israele senza uno dei tuoi, che vi segga.4 δια να στηριξη ο Κυριος τον λογον αυτου, τον οποιον ελαλησε περι εμου, λεγων, Εαν οι υιοι σου προσεχωσιν εις την οδον αυτων ωστε να περιπατωσιν ενωπιον μου εν αληθεια, εξ ολης της καρδιας αυτων και εξ ολης της ψυχης αυτων, βεβαιως δεν θελει εκλειψει εις σε ανηρ επανωθεν του θρονου του Ισραηλ.
5 Tu pur sai quello, che fece a me Gioab figliuolo di Sarvia, e quello, ch'ei fece ai due principi dell'esercito d'Israele, Abner figliuolo di Ner, e Ama­sa figliuolo di Jether, i quali egli am­mazzo, spargendo in tempo di pace il sangue, come si fa in guerra, e aven­done macchiata la bandoliera, che ave­va ai suoi fianchi, e le scarpe, che aveva ai piedi.5 Και ετι συ εξευρεις οσα εκαμεν εις εμε Ιωαβ ο υιος της Σερουιας, τι εκαμεν εις τους δυο αρχηγους των στρατευματων του Ισραηλ, εις τον Αβενηρ τον υιον του Νηρ, και εις τον Αμασα τον υιον του Ιεθερ, τους οποιους εφονευσε, και εχυσε το αιμα του πολεμου εν ειρηνη και εβαλε το αιμα του πολεμου εις την ζωνην αυτου, την περι την οσφυν αυτου, και εις τα υποδηματα αυτου τα εις τους ποδας αυτου.
6 Tu farai adunque secondo la tua saggezza, e non aspetterai, che la sua vecchiaia lo meni tranquillamente al sepolcro.6 Καμε λοιπον κατα την σοφιαν σου, και η πολια αυτου ας μη καταβη εις τον αδην εν ειρηνη.
7 A' figliuoli poi di Berzellai Galaadite mostrerai riconoscenza, e mange­ranno alla tua mensa: perocché mi ven­nero incontro, quand'io fuggiva dalla presenza di Assalonne tuo fratello.7 προς τους υιους ομως του Βαρζελλαι του Γαλααδιτου καμε ελεος, και ας ηναι εκ των εσθιοντων επι της τραπεζης σου? διοτι ουτως επλησιασαν προς εμε, οτε εφευγον απο προσωπου του Αβεσσαλωμ του αδελφου σου.
8 Tu hai ancora presso di te Semei figliuolo di Gera, figliuolo di Jemini di Bahurim, il quale vomitò contro di me orrende maledizioni, quand'io andava agli alloggiamenti; ma perchè egli venne ad incontrarmi, quand'io ripassai il Giordano, io gli feci giuramento pel Signore, e dissi: Non ti farò morire di spada:8 Και ιδου, μετα σου Σιμει ο υιος του Γηρα, ο Βενιαμιτης, απο Βαουρειμ, οστις με κατηρασθη καταραν οδυνηραν καθ' ην ημεραν επορευομην εις Μαχαναιμ? κατεβη ομως προς απαντησιν μου εις τον Ιορδανην, και ωμοσα προς αυτον εις τον Κυριον, λεγων, Δεν θελω σε θανατωσει δια ρομφαιας.
9 Tu non permettere che resti impunito il suo peccato. Or tu se' saggio per conoscere quel, che tu debba fargli, e vecchio com' è, lo farai scendere nel sepolcro con morte violenta.9 Τωρα λοιπον μη αθωωσης αυτον? διοτι εισαι ανηρ σοφος και εξευρεις τι πρεπει να καμης εις αυτον, και να καταβιβασης την πολιαν αυτου με αιμα εις τον αδην.
10 Davidde adunque andò a riposare co' padri suoi, e fu sepolto nella città di David.10 Και εκοιμηθη ο Δαβιδ μετα των πατερων αυτου και εταφη εν τη πολει Δαβιδ.
11 La durata del regno di Davidde sopra Israele fu di quarant' anni. In Hebron regnò sette anni, in Gerusa­lemme trentatrè.11 Αι ημεραι δε, τας οποιας εβασιλευσεν ο Δαβιδ επι τον Ισραηλ, εγειναν τεσσαρακοντα ετη? επτα ετη εβασιλευσεν εν Χεβρων και τριακοντα τρια εβασιλευσεν εν Ιερουσαλημ.
12 E Salomone succedette nel trono di Davidde suo padre, e il suo regno fu stabilmente assicurato.12 Και εκαθησεν ο Σολομων επι του θρονου Δαβιδ του πατρος αυτου? και εστερεωθη η βασιλεια αυτου σφοδρα.
13 Ma Adonia figliuolo di Haggith andò a trovar Bethsabea madre di Sa­lomone, la quale gli disse: Se' tu apportator di pace? Ed egli rispose: Io porto pace.13 Αδωνιας δε ο υιος της Αγγειθ ηλθε προς την Βηθ-σαβεε, την μητερα του Σολομωντος. Η δε ειπεν, Ερχεσαι εν ειρηνη; Και ειπεν, Εν ειρηνη.
14 E soggiunse: Ho da parlare con te. E quella rispose: Parla. Ed egli:14 Επειτα ειπεν, Εχω λογον τινα να ειπω προς σε. Η δε ειπε, Λαλησον.
15 Tu ben sai, disse, come mio era il regno, e come tutto Israele mi avea preeletto per suo ré; ma il regno è stato trasferito, e fatto passare al mio fratello: perocché a lui è stato dato dal Signore.15 Και ειπε, Συ εξευρεις οτι εις εμε ανηκεν η βασιλεια και εις εμε ειχε στησει πας ο Ισραηλ το προσωπον αυτου, δια να βασιλευσω? η βασιλεια ομως εστραφη και εγεινε του αδελφου μου? διοτι παρα Κυριου εγεινεν εις αυτον?
16 Or io una sola preghiera fo a te: tu non rigettarla. Ed ella gli disse: Parla.16 τωρα λοιπον ζητω μιαν αιτησιν παρα σου? μη αρνηθης ταυτην εις εμε. Η δε ειπε προς αυτον, Λαλει.
17 Ed egli disse: Io ti prego di dire al re Salomone (il quale nulla a te può negare), che mi dia per moglie Abisag Sunamite.17 Και ειπεν, Ειπε, παρακαλω, προς τον Σολομωντα τον βασιλεα, διοτι δεν θελει σοι αρνηθη τουτο, να δωση εις εμε την Αβισαγ την Σουναμιτιν δια γυναικα.
18 E Bethsabea disse: Bene sta; io parlerò al re in tuo favore.18 Και ειπεν η Βηθ-σαβεε, Καλως? εγω θελω λαλησει περι σου προς τον βασιλεα.
19 Bethsabea pertanto andò a trovare il re Salomone, per parlargli in favor di Adonia: e il re si alzò, e le andò in­contro, e se le inchinò, e si pose a se­dere sul suo trono: e fu posto un trono per la madre del re, la quale si assise alla sua destra.19 Και εισηλθεν η Βηθ-σαβεε προς τον βασιλεα Σολομωντα, δια να λαληση προς αυτον περι του Αδωνιου. Και εσηκωθη ο βασιλευς εις απαντησιν αυτης και προσεκυνησεν αυτην? επειτα εκαθησεν επι τον θρονον αυτου, και ετεθη θρονος εις την μητερα του βασιλεως? και εκαθησεν εις τα δεξια αυτου.
20 Ed ella gli disse: Una piccola grazia ho da domandarti; tu non mi fare arrossire. E il re le disse: Chiedi pure, madre mia: perocché non è do­vere ch'io ti disgusti.20 Και ειπε, Μιαν μικραν αιτησιν ζητω παρα σου? μη αρνηθης ταυτην εις εμε. Και ειπε προς αυτην ο βασιλευς, Ζητησον, μητηρ μου? διοτι δεν θελω σοι αρνηθη.
21 Ed ella disse: Diasi Abisag Su­namite per moglie ad Adonia tuo fra­tello.21 Η δε ειπεν, Ας δοθη η Αβισαγ η Σουναμιτις εις τον Αδωνιαν τον αδελφον σου δια γυναικα.
22 Ma il re Salomone rispose, e disse alla madre: Perchè mai domandi tu Abisag Sunamite per Adonia? chiedi per lui anche il regno: perocché egli è mio fratello maggiore, e ha dalla sua Abiathar Sacerdote, e Gioab figliuolo di Sarvia.22 Και αποκριθεις ο βασιλευς Σολομων ειπε προς την μητερα αυτου, Και δια τι συ ζητεις την Αβισαγ την Σουναμιτιν δια τον Αδωνιαν; ζητησον δι' αυτον και την βασιλειαν, διοτι ειναι μεγαλητερος μου αδελφος? και δι' αυτον και δια τον Αβιαθαρ τον ιερεα και δια τον Ιωαβ τον υιον της Σερουιας.
23 E il re Salomone giurò pel Si­gnore, e disse: Il Signore faccia a me questo, e peggio, s'ei non è vero, che in danno della sua propria vita ha prof­ferite queste parole Adonia.23 Και ωμοσεν ο βασιλευς Σολομων προς τον Κυριον, λεγων, Ουτω να καμη ο Θεος εις εμε και ουτω να προσθεση, εαν ο Αδωνιας δεν ελαλησε τον λογον τουτον κατα της ζωης αυτου?
24 E ora, viva il Signore, il quale mi ha confermato, e collocato sul trono di Davidde mio padre, e ha fondata la mia casa, conforme avea promesso; oggi Adonia sarà ucciso.24 και τωρα, ζη Κυριος, οστις με εστερεωσε και με εκαθισεν επι του θρονου Δαβιδ του πατρος μου, και οστις εκαμεν εις εμε οικον, καθως υπεσχεθη, σημερον θελει θανατωθη ο Αδωνιας.
25 E il re Salomone diede l'ordine a Banaia figliuolo dì Joiada, il quale lo uccìse: così morì Adonia.25 Και εξαπεστειλεν ο βασιλευς Σολομων δια χειρος του Βεναια, υιου του Ιωδαε, και επεσεν επ' αυτον και απεθανε.
26 E ad Abiathar Sacerdote disse il re: Vattene in Anathoth al tuo podere: veramente tu se' degno di morte; ma io oggi non ti farò morire, perchè portasti l'arca del Signore Dio dinanzi al padre mio Davidde, e fosti a parte di tutti i travagli, che sofferse mio padre.26 προς δε τον Αβιαθαρ τον ιερεα ειπεν ο βασιλευς, Εις Αναθωθ υπαγε, εις τους αγρους σου? διοτι εισαι αξιος θανατου? αλλα την ημεραν ταυτην δεν θελω σε θανατωσει, επειδη εσηκωσας την κιβωτον Κυριου του Θεου εμπροσθεν Δαβιδ του πατρος μου και επειδη εκακοπαθησας εις παντα οσα εκακοπαθησεν ο πατηρ μου.
27 Così Salomone discacciò Abiathar, perchè non fosse più sommo Sacerdote del Signore, affinchè fosse adempiuta la parola detta dal Signore in Silo con­tro la casa di Heli.27 Και απεβαλεν ο Σολομων τον Αβιαθαρ απο του να ηναι ιερευς του Κυριου? δια να πληρωθη ο λογος του Κυριου, τον οποιον ελαλησε περι του οικου του Ηλει εν Σηλω.
28 Or questa nuova fu portata, a Gioab, il quale avea seguitato il partito di Adonia, e non quello di Salomone: Gioab pertanto si rifugiò nel taberna­colo del Signore, e si attaccò al corno dell'altare.28 Και η φημη ηλθε μεχρι του Ιωαβ? διοτι ο Ιωαβ εκλινεν οπισω του Αδωνιου, αν και δεν εκλινεν οπισω του Αβεσσαλωμ. Και εφυγεν ο Ιωαβ εις την σκηνην του Κυριου και επιασθη απο των κερατων του θυσιαστηριου.
29 E fu riferito al re Salomone, come Gioab si era rifugiato nel tabernacolo del Signore, e si stava presso all'altare. E Salomone mandò Banaia figliuolo di Joiada, e dissegli: Va, e uccidilo.29 Και απηγγελθη προς τον βασιλεα Σολομωντα, Οτι ο Ιωαβ εφυγεν εις την σκηνην του Κυριου? και ιδου, ειναι πλησιον του θυσιαστηριου. Τοτε απεστειλεν ο Σολομων Βεναιαν τον υιον του Ιωδαε, λεγων, Υπαγε, πεσον επ' αυτον.
30 E Banaia andò al tabernacolo del Signore, e disse a Gioab: Il re dice, che tu venga fuora. E quegli rispose: Non verrò, ma qui mi morrò. E Banaia riferì, e disse al re: Questo, e questo mi ha detto, e risposto Gioab.30 Και ηλθεν ο Βεναιας εις την σκηνην του Κυριου και ειπε προς αυτον, ουτω λεγει ο βασιλευς? Εξελθε. Ο δε ειπεν, Ουχι, αλλ' ενταυθα θελω αποθανει. Και ανεφερεν ο Βεναιας αποκρισιν προς τον βασιλεα, λεγων, Ουτως ειπεν ο Ιωαβ και ουτω μοι απεκριθη.
31 E il re gli disse: Fa tu, come egli ha detto, e uccidilo, e dagli sepoltura; e così laverai me, e la casa del padre mio dal sangue innocente, che fu sparso da Gioab.31 Ο δε βασιλευς ειπε προς αυτον, Καμε ως ειπε, και πεσον επ' αυτον και θαψον αυτον? δια να εξαλειψης το αθωον αιμα, το οποιον εχυσεν ο Ιωαβ, απ' εμου και απο του οικου του πατρος μου?
32 E il Signore farà cadere sulla te­sta dì lui il sangue, che egli sparse, avendo egli uccisi due uomini giusti, e migliori di lui (i quali egli trafisse colla sua spada senza saputa del padre mio Davidde). Abner figliuolo di Ner capo delle milizie d'Israele, e Amasa figliuolo di Jether capo dell'esercito di Giuda.32 και ο Κυριος θελει στρεψει το αιμα αυτου κατα της κεφαλης αυτου, οστις επεσεν επι δυο ανδρας δικαιοτερους και καλητερους παρ' αυτον, και εθανατωσεν αυτους δια ρομφαιας, μη ειδοτος του πατρος μου Δαβιδ, τον Αβενηρ τον υιον του Νηρ, τον αρχιστρατηγον του Ισραηλ, και τον Αμασα τον υιον του Ιεθερ, τον αρχιστρατηγον του Ιουδα?
33 E il loro sangue cadrà sulla testa di Gioab, e sopra quella de' suoi discen­denti in eterno. Ma Davidde, e la stirpe di lui, e la sua casa, e il suo trono abbia eterna pace dal Signore.33 και θελουσιν επιστρεψει τα αιματα αυτων κατα της κεφαλης του Ιωαβ και κατα της κεφαλης του σπερματος αυτου, εις τον αιωνα? επι δε τον Δαβιδ και επι το σπερμα αυτου και επι τον οικον αυτου και επι τον θρονον αυτου θελει εισθαι ειρηνη παρα Κυριου εως αιωνος.
34 E Banaia figliuolo di Joiada andò, e lo assalì, e lo uccise: e fu sepolto in casa sua nel deserto.34 Τοτε ανεβη Βεναιας ο υιος του Ιωδαε, και επεσεν επ' αυτον και εθανατωσεν αυτον? και εταφη εν τω οικω αυτου εν τη ερημω.
35 E il re fece in luogo di lui capo dell'esercito Banaia figliuolo di Joiada, e costituì sommo Sacerdote Sadoc in luogo di Abiathar.35 Και κατεστησεν ο βασιλευς αντ' αυτου Βεναιαν τον υιον του Ιωδαε επι του στρατευματος? και Σαδωκ τον ιερεα κατεστησεν ο βασιλευς αντι του Αβιαθαρ.
36 E il re fece parimente chiamare Semei, e dissegli: Fatti una casa in Gerusalemme, e fa qui tua dimora, e non partirne per andare quà, o là.36 Και αποστειλας ο βασιλευς εκαλεσε τον Σιμει και ειπε προς αυτον, Οικοδομησον εις σεαυτον οικον εν Ιερουσαλημ και κατοικει εκει, και μη εξελθης εκειθεν εις ουδεν μερος?
37 Ma la prima volta, che uscirai, e passerai il torrente Cedron, sappi, cne tu sarai ucciso: il tuo sangue cadrà sopra la tua testa.37 διοτι καθ' ην ημεραν εξελθης και περασης τον χειμαρρον Κεδρων, εξευρε βεβαιως οτι εξαπαντος θελεις θανατωθη? το αιμα σου θελει εισθαι επι την κεφαλην σου.
38 È Semei disse al re: Questo par­lare è giusto: come ha ordinato il re signor mio, così farà il tuo servo: Semei adunque dimorò assai tempo in Gerusalemme.38 Και ειπεν ο Σιμει προς τον βασιλεα, Καλος ο λογος? καθως ειπεν ο κυριος μου ο βασιλευς, ουτω θελει καμει ο δουλος σου. Και εκαθησεν ο Σιμει εν Ιερουσαλημ ημερας πολλας.
39 Ma di lì a tre anni avvenne, che gli schiavi di Semei si fuggirono presso Achis figliuolo di Maacha re di Geth e fu riferito a Semei, come i suoi servi erano in Geth.39 Και μετα τρια ετη, δυο εκ των δουλων του Σιμει εδραπετευσαν προς τον Αγχους, υιον του Μααχα, τον βασιλεα της Γαθ? και ανηγγειλαν προς τον Σιμει, λεγοντες, Ιδου, οι δουλοι σου ειναι εν Γαθ.
40 E Semei sì mosse, e fatto appa­recchiare il suo asino, andò a trovar Achis in Geth, per ridomandare i suoi schiavi; e rimenolli da Geth.40 Και ο Σιμει εσηκωθη και εστρωσε την ονον αυτου και υπηγεν εις Γαθ προς τον Αγχους, δια να ζητηση τους δουλους αυτου? και υπηγεν ο Σιμει και εφερε τους δουλους αυτου απο Γαθ.
41 E fu riferito a Salomone, come Semei era andato da Gerusalemme a Geth, ed era tornato.41 Και απηγγελθη προς τον Σολομωντα, οτι ο Σιμει υπηγεν απο Ιερουσαλημ εις Γαθ και επεστρεψε.
42 E mandò a chiamarlo, e gli disse «Non ti giurai io pel Signore, e non predissi: Ogni qual volta tu uscirai» per andare in questa, o in quella parte, sappi, che sarai messo a morte? E tu mi rispondesti: Questo parlare, che io ho ascoltato, egli è giusto.42 Και αποστειλας ο βασιλευς εκαλεσε τον Σιμει και ειπε προς αυτον, Δεν σε ωρκισα εις τον Κυριον και διεμαρτυρηθην προς σε, λεγων, Εξευρε βεβαιως, οτι καθ' ην ημεραν εξελθης και περιπατησης εξω οπουδηποτε, εξαπαντος θελεις αποθανει; και συ μοι ειπας, Καλος ο λογος, τον οποιον ηκουσα?
43 Per qual motivo adunque hai tra­sgredito il giuramento fatto al Signore, e il comandamento, ch'io ti feci?43 δια τι λοιπον δεν εφυλαξας τον ορκον του Κυριου και την προσταγην, την οποιαν προσεταξα εις σε;
44 E il re disse a Semei: E' noto a te tutto il male fatto da te a Davidde pa­dre mio, del qual male è consapevole a se stessa la tua coscienza. Il Signore ha fatto cadere la tua malvagità sopra la tua testa.44 Και ειπεν ο βασιλευς προς τον Σιμει, Συ εξευρεις ολην την κακιαν, την οποιαν γνωριζει η καρδια σου, τι επραξας εις τον Δαβιδ τον πατερα μου? δια τουτο ο Κυριος εστρεψε την κακιαν σου κατα της κεφαλης σου?
45 Ma il re Salomone sarà benedet­to, e il trono di Davidde sarà stabile in eterno dinanzi al Signore.45 ο δε βασιλευς Σολομων θελει εισθαι ευλογημενος, και ο θρονος του Δαβιδ εστερεωμενος ενωπιον του Κυριου εως αιωνος.
46 Il re adunque ordinò a Banaia figliuolo di Joiada, di andare ad ucci­derlo. E quegli morì.46 Τοτε ο βασιλευς προσεταξε Βεναιαν τον υιον του Ιωδαε, οστις εξελθων επεσεν επ' αυτον, και απεθανε. Και η βασιλεια εστερεωθη εν τη χειρι του Σολομωντος.