Scrutatio

Domenica, 5 maggio 2024 - Beato Nunzio Sulprizio ( Letture di oggi)

Primo libro di Samuele 20


font
BIBBIA TINTORIGREEK BIBLE
1 David, fuggito da Naiot che è in Ramata, giunse dinanzi a Gionata e gli disse: «Che ho fatto io? Qual'è la mia iniquità e il mio peccato contro tuo padre, perch'egli cerchi la mia vita? »1 Και εφυγεν ο Δαβιδ εκ Ναυιωθ της εν Ραμα, και ηλθε και ειπεν ενωπιον του Ιωναθαν, Τι επραξα; τι το αδικημα μου και τι το αμαρτημα μου εμπροσθεν του πατρος σου, δια το οποιον ζητει την ψυχην μου;
2 Gionata gli rispose: « Non sia mai: tu non sarai ucciso: mio padre non farà nulla, grande o piccolo che sia, senza farmelo sapere. Perchè dunque dovrebbe celare questa cosa soltanto: Questo non sarà mai ».2 Ο δε ειπε προς αυτον, Μη γενοιτο? συ δεν θελεις αποθανει ιδου, ο πατηρ μου δεν θελει καμει ουδεν, ειτε μεγα ειτε μικρον, το οποιον να μη φανερωση εις εμε? και δια τι ο πατηρ μου ηθελε κρυψει το πραγμα τουτο απ' εμου; δεν ειναι ουτω.
3 E giurò di nuovo a David. Ma David disse: « Tuo padre sa che io ho trovato grazia negli occhi tuoi, e dirà: Non lo sappia Gionata, chè non si rattristi. Ma come vive il Signore, e come vive l'anima tua, non c'è che un sol passo (per dir così) tra me e la morte ».3 Και ωμοσεν ο Δαβιδ ετι και ειπεν, Ο πατηρ σου εξευρει βεβαιως οτι εγω ευρηκα χαριν ενωπιον σου? οθεν λεγει, Ας μη εξευρη τουτο ο Ιωναθαν, μηποτε λυπηθη. Αλλα, ζη Κυριος και ζη η ψυχη σου, δεν ειναι παρα εν βημα μεταξυ εμου και του θανατου.
4 Gionata disse a David: « Io farò per te tutto quello che l'anima tua mi dirà ».4 Τοτε ειπεν ο Ιωναθαν προς τον Δαβιδ, Ο, τι επιθυμει η ψυχη σου θελω καμει εις σε.
5 E David disse a Gionata: « Ecco, domani è il primo del mese, ed io, secondo il solito, dovrei sedere presso il re a mangiare: lascia che io mi nasconda alla campagna, fino alla sera del terzo giorno.5 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Ιωναθαν, Ιδου, αυριον ειναι νεομηνια, καθ' ην εγω συνειθιζω να καθωμαι μετα του βασιλεως να συντρωγω? αφες με λοιπον να υπαγω, δια να κρυφθω εν τω αγρω μεχρι της εσπερας της τριτης ημερας.
6 Se tuo padre, guardando, cercherà di me, tu gli risponderai: David mi ha chiesto di fargli fare una scappata a Betlemme sua città, perchè vi è un sacrifizio solenne per tutti quelli della sua tribù.6 εαν ο πατηρ σου περιβλεπων με ζητηση, τοτε ειπε, Ο Δαβιδ εζητησεν ενθερμως παρ' εμου να τρεξη εις Βηθλεεμ την πολιν αυτου. διοτι γινεται εκει ετησιος θυσια υφ' ολης της συγγενειας αυτου?
7 S'egli dice: Va bene, il tuo servo avrà pace; ma s'egli si adira, sappi che la sua malizia è al colmo.7 εαν ειπη ουτω, Καλως? θελει εισθαι ειρηνη εις τον δουλον σου? εαν ομως οργισθη πολυ, εξευρε οτι το κακον ειναι αποφασισμενον παρ' αυτου?
8 Usa dunque misericordia al tuo servo, giacché hai fatto fare a me tuo servo l'alleanza del Signore con te: se vi è in me qualche colpa, dammi tu la morte, ma non mi presentare a tuo padre ».8 θελεις λοιπον καμει ελεος προς τον δουλον σου? διοτι εις συνθηκην Κυριου εισηγαγες τον δουλον σου μετα σεαυτου? εαν ομως ηναι αδικια εν εμοι, θανατωσον με συ? και δια τι να με φερης εως του πατρος σου;
9 Gionata disse: « Non ci pensare nemmeno, perchè non è possibile che, ove conosca con certezza che il mal animo di mio padre contro di te è giunto al colmo, io non te lo faccia sapere ».9 Και ειπεν ο Ιωναθαν, Μη γενοιτο ποτε τουτο εις σε? διοτι, εαν τω οντι γνωρισω οτι το κακον ειναι αποφασισμενον παρα του πατρος μου να ελθη επι σε, βεβαιως θελω σοι απαγγειλει τουτο.
10 David disse a Gionata: « Chi me lo dirà, se per disgrazia tuo padre ti risponde duramente a mio riguardo? »10 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Ιωναθαν, Τις θελει μοι απαγγειλει εαν ο πατηρ σου αποκριθη εις σε σκληρα;
11 Allora Gionata disse a David: « Vieni, andiamo fuori alla campagna ». Quando furono tutti due alla campagna,11 Και ειπεν ο Ιωναθαν προς τον Δαβιδ, Ελθε, και ας εξελθωμεν εις τον αγρον. Και εξηλθον αμφοτεροι εις τον αγρον.
12 Gionata disse rivolto a David: « Signore Dio d'Israele! Se io domani o doman l'altro, scoprendo quello che pensa mio padre, ed essendovi qualche cosa di buono per David, non manderò subito da te, e non te lo farò sapere,12 Και ειπεν ο Ιωναθαν προς τον Δαβιδ, Κυριε Θεε του Ισραηλ? οταν ποτε περι την αυριον η την μετα την αυριον, εξιχνιασω τον πατερα μου, και ιδου, ειναι τι καλον περι του Δαβιδ, εαν δεν αποστειλω τοτε προς σε να σοι το απαγγειλω,
13 il Signore faccia a Gionata questo e peggio. Se poi durasse il mal animo di mio padre contro di te, io te lo confiderò e ti lascerò andare in pace, e il Signore sia con te come fu con mio padre.13 ουτω να καμη ο Κυριος εις τον Ιωναθαν και ουτω να προσθεση? εαν δε ο πατηρ μου απεφασισε το κακον εναντιον σου, θελω σοι απαγγειλει τουτο και σε εξαποστειλει, και θελεις υπαγει εν ειρηνη? και ο Κυριος ας ηναι μετα σου, καθως εσταθη μετα του πατρος μου?
14 E se io vivrò, userai verso di me la misericordia del Signore; se poi morissi,14 και ουχι μονον ενοσω ζω, θελεις δειξει προς εμε το ελεος του Κυριου, δια να μη αποθανω?
15 in perpetuo non ritirerai la tua misercordia dalla mia casa, quando il Signore sterminerà l'un dopo l'altro dal mondo i nemici di David: tolga il Signore Gionata dalla sua casa e faccia vendetta dei nemici di David ».15 αλλα και δεν θελεις αποκοψει το ελεος σου απο του οικου μου εις τον αιωνα? ουχι, ουδε οταν ο Κυριος αφανιση τους εχθρους του Δαβιδ εκαστον απο προσωπου της γης.
16 Così Gionata strinse alleanza colla casa di David e Signore fece vendetta dei nemici di David.16 Και εκαμεν ο Ιωναθαν συνθηκην μετα του οικου του Δαβιδ, επιλεγων, Και ο Κυριος να εκζητηση λογον παρα των εχθρων του Δαβιδ.
17 Gionata aggiunse questo altro giuramento a David, perchè l'amava, l'amava come l'anima propria.17 Και εκαμεν ετι ο Ιωναθαν τον Δαβιδ να ομοση εις την αγαπην αυτου την προς αυτον? διοτι ηγαπα αυτον καθως ηγαπα την ιδιαν αυτου ψυχην.
18 Poi Gionata disse a David: « Essendo domani il primo del mese, tu sarai cercato18 Και ειπε προς αυτον ο Ιωναθαν, Αυριον ειναι νεομηνια? και θελεις ζητηθη, διοτι η καθεδρα σου θελει εισθαι κενη?
19 e sarà domandato del tuo posto fino a domanl'altro. Allora tu, scendendo in fretta, verrai al luogo dove tu devi star nascosto nel giorno in cui si può lavorare, e ti porrai vicino alla pietra chiamata Ezel.19 και αφου σταθης τρεις ημερας, θελεις καταβη μετα σπουδης και ελθει εις τον τοπον, οπου εκρυφθης την ημεραν της πραξεως, και θελεις καθισει πλησιον της πετρας Εζηλ?
20 Io tirerò tre frecce verso di essa, scoccandole come per esercitarmi al tiro a segno.20 και εγω θελω τοξευσει τρια βελη εις το πλαγιον αυτης, ως τοξευων εις σημειον?
21 Manderò poi un servo a cui dirò: Va, riportami le frecce ».21 και ιδου, θελω αποστειλει τον υπηρετην, λεγων, Υπαγε, ευρε τα βελη? εαν ρητως ειπω εις τον υπηρετην, Ιδου, τα βελη ειναι εδωθεν απο σου, λαβε αυτα? τοτε ελθε, διοτι ειναι ειρηνη εις σε, και ουδεμια βλαβη, ζη Κυριος?
22 Se io dirò al servo: Bada che le frecce son di qua da te, prendile, allora vieni pure, perchè per te c'la pace e niente di male. Il Signore vive! Ma se io dirò al servo: Bada che le frecce son di là da te, vattene in pace; il Signore ti fa partire.22 εαν ομως ειπω ουτω προς τον νεον, Ιδου, τα βελη ειναι επεκεινα απο σου? υπαγε την οδον σου, διοτι σε εξαπεστειλεν ο Κυριος?
23 Quanto poi alle parole che abbiamo dette io e te, il Signore sia tra me e te in eterno ».23 περι δε του λογου, τον οποιον ωμιλησαμεν εγω και συ, ιδου, ο Κυριος ας ηναι μαρτυς μεταξυ εμου και σου εις τον αιωνα.
24 David si nascose adunque nella campagna, e venuto il primo del mese, il resi assise a mensa.24 Εκρυφθη λοιπον ο Δαβιδ εν τω αγρω? και οτε ηλθεν η νεομηνια, ο βασιλευς εκαθισεν εις την τραπεζαν δια να φαγη.
25 Postosi a sedere il re sulla sua solita seggiola vicina al muro, e restando ritto Gionata, Abner si assise accanto a Saul. Allora apparve vuoto il posto di David.25 Και ο βασιλευς εκαθισεν επι της καθεδρας αυτου, ως αλλοτε, επι καθεδρας πλησιον του τοιχου? και ο Ιωναθαν εσηκωθη και εκαθισεν ο Αβενηρ πλησιον του Σαουλ, ο δε τοπος του Δαβιδ ητο κενος.
26 Ma Saul non disse nulla in quel giorno, perchè penava che forse a David fosse accaduto di non esser mondo nè purificato.26 Ο Σαουλ ομως δεν ελαλησεν ουδεν την ημεραν εκεινην? διοτι ειπε καθ' εαυτον, Τιποτε συνεβη εις αυτον ωστε να μη ηναι καθαρος? βεβαιως δεν ειναι καθαρος.
27 Ma anche il giorno dopo apparve di nuovo vuoto il posto il David. Allora Saul disse a suo figlio Gionata: « Per qual motivo il figlio d'Isai non è venuto a mangiare, nè ieri, nè oggi?27 Και το πρωι, την δευτεραν του μηνος, ο τοπος του Δαβιδ ητο κενος? και ειπεν ο Σαουλ προς Ιωναθαν τον υιον αυτου, Δια τι δεν ηλθεν ο υιος του Ιεσσαι εις την τραπεζαν, ουτε χθες ουτε σημερον;
28 E Gionata rispose a Saul: « Mi ha pregato instantemente di lasciarlo andare a Betlem,28 Και απεκριθη ο Ιωναθαν προς τον Σαουλ, Ο Δαβιδ εζητησεν ενθερμως παρ' εμου να υπαγη εως Βηθλεεμ,
29 dicendomi: Lasciami andare, perchè vi è un sacrificio solcenne nella mia città, uno dei miei fratelli mi ha invitato: or dunque se ho trovato grazia agli occhi tuoi, andrò in fretta a rivedere i miei fratelli. Per questo egli non è venuto alla mensa del re ».29 και ειπεν, Ας υπαγω, παρακαλω, διοτι η συγγενεια ημων καμνει θυσιαν εν τη πολει? και ο αδελφος μου αυτος παρηγγειλεν εις εμε να παρευρεθω? τωρα λοιπον, εαν ευρηκα χαριν εις τους οφθαλμους σου, αφες με, παρακαλω, να υπαγω και να ιδω τους αδελφους μου? δια τουτο δεν ηλθεν εις την τραπεζαν του βασιλεως.
30 Ma Saul, adiratosi contro Gionata, gli disse: « Figlio d'una donna corrotta, non so forse che tu ami il figlio d'Isai per tua confusione e per confusione dell'indegna tua madre?30 Τοτε εξηφθη η οργη του Σαουλ κατα του Ιωναθαν, και ειπε προς αυτον, Υιε διεφθαρμενης και αποστατιδος, δεν εξευρω οτι συ εξελεξας τον υιον του Ιεσσαι δι' αισχυνην σου και δι' αισχυνην της γυμνωσεως της μητρος σου;
31 Finché sarà vivo il figlio d'Isai sopra la terra, non ci sarà sicurezza nè per te nè per il tuo regno. Or dunque manda a prenderlo e menamelo. perchè egli è un figlio di morte »,31 διοτι ενοσω ο υιος του Ιεσσαι ζη επι της γης, συ δεν θελεις στερεωθη ουδε η βασιλεια σου? τωρα λοιπον πεμψον και φερε αυτον προς εμε? διοτι εξαπαντος θελει αποθανει.
32 Ma Gionata. rispondendo a Saul suo padre, disse: « Perchè dovrà morire? Che cosa ha fatto? »32 Και απεκριθη ο Ιωναθαν προς τον Σαουλ τον πατερα αυτου και ειπε προς αυτον, Δια τι να θανατωθη; τι επραξε;
33 Saul afferrò la lancia per colpirlo. Allora Gionata capì che era una cosa già determinata da suo padre l'uccisione di David,33 Και ερριψεν ο Σαουλ δορατιον κατ' αυτου, δια να κτυπηση αυτον? τοτε εγνωρισεν ο Ιωναθαν, οτι ητο αποφασισμενον παρα του πατρος αυτου να θανατωση τον Δαβιδ.
34 e si levò da mensa in un eccesso di collera e non toccò cibo in quel secondo giorno del mese, perchè era afflitto a causa di David e perchè suo padre l'aveva oltraggiato.34 Και εσηκωθη ο Ιωναθαν απο της τραπεζης με εξαψιν θυμου και δεν εφαγεν αρτον την δευτεραν ημεραν του μηνος? διοτι ητο λυπημενος δια τον Δαβιδ, επειδη ειχε καταισχυνει αυτον ο πατηρ αυτου.
35 Venuto il mattino, Gionata andò con un piccolo servo alla campagna secondo quello che aveva convenuto con David.35 Και το πρωι εξηλθεν ο Ιωναθαν εις τον αγρον, κατα τον καιρον τον προσδιορισθεντα μετα του Δαβιδ, εχων μεθ' εαυτου μικρον παιδαριον.
36 Gionata disse al servo: « Va, e riportami le frecce che tiro ». Mentre il servo correva, egli tirò un'altra freccia di là da esso.36 Και ειπε προς το παιδαριον αυτου, Τρεξον, ευρε τωρα τα βελη, τα οποια εγω τοξευω. Και καθως ετρεχε το παιδαριον, ετοξευσε το βελος περαν αυτου.
37 Quando il servo giunse al luogo della freccia che Gionata aveva tirata, Gionata gli gridò dietro e gli disse: «Ecco, la freccia è là, al di là di te »,37 Και οτε το παιδαριον ηλθεν εις τον τοπον του βελους, το οποιον ο Ιωναθαν ειχε τοξευσει, εφωναξεν ο Ιωναθαν κατοπιν του παιδαριου και ειπε, Δεν ειναι το βελος περαν απο σου;
38 Gionata gridò ancora al servo: « Sbrigati, non ti trattenere ». Il servo di Gionata, raccolte le frecce, le portò al suo padrone, pignorando completamente di che si trattasse, perchè soltanto Gionata e David sapevano la cosa.38 Και εφωναξεν ο Ιωναθαν κατοπιν του παιδαριου, Ταχυνον, σπευσον, μη σταθης. Και εσυναξε το παιδαριον του Ιωναθαν τα βελη και ηλθε προς τον κυριον αυτου.
39 Poi Gionata diede al servo le sue armi e gli disse: « Va e portale in città » .39 Το παιδαριον ομως δεν ηξευρεν ουδεν? μονος ο Ιωναθαν και ο Δαβιδ ηξευρον την υποθεσιν.
40 Partito il servo, David uscì dal luogo che guardava verso mezzodì e gettandosi bocconi per terra, si prostrò per tre volte. Poi baciandosi l'un l'altro, essi piansero insieme, e David oltremodo.40 Και εδωκεν ο Ιωναθαν τα οπλα αυτου εις το παιδαριον το μεθ' αυτου και ειπε προς αυτο, Υπαγε, φερε αυτα εις την πολιν.
41 Finalmente Gionata disse a David: « Va in pace: resta tutto quello che noi due abbiamo giurato nel nome del Signore, dicendo: Il signore sia tra me e te, e tra la mia discendenza e la tua discendenza in eterno ».41 Καθως δε ανεχωρησε το παιδαριον, εσηκωθη ο Δαβιδ εκ του μεσημβρινου μερους και επεσε κατα προσωπον αυτου εις την γην και προσεκυνησε τρις? και ησπασθησαν αλληλους και εκλαυσαν αμφοτεροι? ο δε Δαβιδ εκαμε κλαυθμον μεγαν.
42 David si mosse e partì, e Gionata tornò in città.42 Και ειπεν ο Ιωναθαν προς τον Δαβιδ, Υπαγε εν ειρηνη, καθως ωμοσαμεν ημεις αμφοτεροι εις το ονομα του Κυριου, λεγοντες, Ο Κυριος ας ηναι μεταξυ εμου και σου, και μεταξυ του σπερματος μου και του σπερματος σου εις τον αιωνα. Και εσηκωθη και ανεχωρησεν? ο δε Ιωναθαν εισηλθεν εις την πολιν.