Scrutatio

Domenica, 28 aprile 2024 - San Luigi Maria Grignion da Montfort ( Letture di oggi)

Secondo libro di Samuele 5


font
BIBBIA RICCIOTTIGREEK BIBLE
1 - Tutte le tribù di Israele vennero a Davide in Ebron e gli dissero: «Eccoci, noi siamo tue ossa e tua carne.1 Και ηλθον πασαι αι φυλαι του Ισραηλ προς τον Δαβιδ εις Χεβρων και ειπον, λεγοντες, Ιδου, οστουν σου και σαρξ σου ειμεθα ημεις?
2 Già in passato, quando Saul era nostro re, tu conducevi e riconducevi Israele; ora il Signore ti ha detto: - Tu pascerai il mio popolo d'Israele e sarai il duce di Israele -».2 και προτερον ετι, οτε ο Σαουλ εβασιλευεν εφ' ημας, συ ησο ο εξαγων και εισαγων τον Ισραηλ? και προς σε ειπεν ο Κυριος, Συ θελεις ποιμανει τον λαον μου τον Ισραηλ, και συ θελεις εισθαι ηγεμων επι τον Ισραηλ.
3 Vennero anche gli anziani di Israele dal re in Ebron e il re strinse con essi un'alleanza dinanzi al Signore ed essi unsero Davide come re d'Israele.3 Και ηλθον παντες οι πρεσβυτεροι του Ισραηλ προς τον βασιλεα εις Χεβρων? και εκαμεν ο βασιλευς Δαβιδ συνθηκην μετ' αυτων εις Χεβρων ενωπιον του Κυριου? και εχρισαν τον Δαβιδ βασιλεα επι τον Ισραηλ.
4 Davide aveva trent'anni quando cominciò a regnare e regnò quarant'anni.4 Τριακοντα ετων ητο ο Δαβιδ οτε εγεινε βασιλευς, και εβασιλευσε τεσσαρακοντα ετη?
5 In Ebron regnò sette anni e sei mesi sopra Giuda, e in Gerusalemme regnò trentatrè anni sopra tutto Israele e Giuda.5 εν μεν Χεβρων εβασιλευσεν επι τον Ιουδαν επτα ετη και εξ μηνας? εν δε Ιερουσαλημ εβασιλευσε τριακοντα τρια ετη επι παντα τον Ισραηλ και Ιουδαν.
6 Il re con tutta la gente che era con lui marciò sopra Gerusalemme contro i Jebusei abitanti del paese. Essi avevano detto a Davide: «Non entrerai qua se non leverai i ciechi e gli zoppi»; volendo con ciò dire: «Davide non c'entrerà mai».6 Και υπηγεν ο βασιλευς και οι ανδρες αυτου εις Ιερουσαλημ, προς τους Ιεβουσαιους, τους κατοικουντας την γην? οιτινες ελαλησαν προς τον Δαβιδ, λεγοντες, Δεν θελεις εισελθει ενταυθα, εαν δεν εκβαλης τους τυφλους και χωλους? λεγοντες οτι ο Δαβιδ δεν ηθελε δυνηθη να εισελθη εκει.
7 Ma Davide prese la cittadella di Sion, che è la città di Davide.7 Ο Δαβιδ ομως εκυριευσε το φρουριον Σιων? αυτη ειναι η πολις Δαβιδ.
8 Perocchè egli in quel giorno aveva proposto un premio a chi avesse battuto i Jebusei e raggiunto le scanalature dei tetti e tolti i ciechi e gli zoppi, che odiavano la vita di Davide. E perciò si dice in proverbio: «Il cieco e lo zoppo non entreranno nel tempio».8 Και ειπεν ο Δαβιδ την ημεραν εκεινην, Οστις φθαση εις τον οχετον και παταξη τους Ιεβουσαιους, και τους χωλους και τους τυφλους, τους μισουμενους υπο της ψυχης του Δαβιδ, θελει εισθαι αρχηγος. Δια τουτο λεγουσι, Τυφλος και χωλος δεν θελουσιν εισελθει εις τον οικον.
9 Davide si stabilì nella fortezza e la chiamò " Città di Davide "; e vi fece attorno delle costruzioni cominciando da Mello e nell'interno.9 Και κατωκησεν ο Δαβιδ εν τινι φρουριω και ωνομασεν αυτο, Η πολις Δαβιδ. Και εκαμεν ο Δαβιδ οικοδομας κυκλω απο Μιλλω και εσω.
10 Per tal modo Davide si veniva facendo sempre più forte e il Signore, Dio degli eserciti, era con lui.10 Και προεχωρει ο Δαβιδ και εμεγαλυνετο, και Κυριος ο Θεος των δυναμεων ητο μετ' αυτου.
11 Iram, re di Tiro, mandò anche egli messaggeri a Davide e legname di cedro e carpentieri e muratori, i quali edificarono una casa a Davide.11 Και απεστειλεν ο Χειραμ, βασιλευς της Τυρου, πρεσβεις προς τον Δαβιδ, και ξυλα κεδρινα και ξυλουργους και κτιστας, και ωκοδομησαν οικον εις τον Δαβιδ.
12 E Davide riconobbe che il Signore lo aveva confermato re di Israele e aveva innalzato il suo regno sopra il suo popolo Israele.12 Και εγνωρισεν ο Δαβιδ, οτι ο Κυριος κατεστησεν αυτον βασιλεα επι τον Ισραηλ, και οτι υψωσε την βασιλειαν αυτου δια τον λαον αυτου Ισραηλ.
13 Davide si prese ancora delle concubine e delle mogli di Gerusalemme dopo essere venuto da Ebron; e gli nacquero altri figli e figlie.13 Και ελαβε προσετι ο Δαβιδ παλλακας και γυναικας εκ της Ιερουσαλημ, αφου ηλθεν εκ Χεβρων? και εγεννηθησαν ετι εις τον Δαβιδ υιοι και θυγατερες.
14 Ecco i nomi di coloro che gli nacquero in Gerusalemme: Samua, Sobab, Natan, Salomone.14 ταυτα δε ειναι τα ονοματα των εις αυτον γεννηθεντων εν Ιερουσαλημ? Σαμμουα και Σωβαβ και Ναθαν και Σολομων,
15 Jebaar, Elisua, Nefeg,15 και Ιεβαρ και Ελισουα και Νεφεγ και Ιαφια,
16 Jafia, Elisama, Elioda ed Elifalet.16 και Ελισαμα και Ελιαδα και Ελιφαλετ.
17 Anche i Filistei intesero che Davide era stato unto re d'Israele e ascesero tutti in cerca di lui; e Davide, avendolo saputo, si ritirò nella fortezza.17 Οτε δε ηκουσαν οι Φιλισταιοι οτι εχρισαν τον Δαβιδ βασιλεα επι τον Ισραηλ, ανεβησαν παντες οι Φιλισταιοι να ζητησωσι τον Δαβιδ? και ο Δαβιδ ηκουσε περι τουτου και κατεβη εις το φρουριον.
18 Arrivati i Filistei si diffusero nella valle di Rafaim18 Και ηλθον οι Φιλισταιοι και διεχυθησαν εις την κοιλαδα Ραφαειμ.
19 e Davide si consultò col Signore chiedendo: «Salirò io contro i Filistei? Me li darai tu nelle mani?». E il Signore rispose: «Ascendi pure, chè sicuramente ti darò nelle mani i Filistei».19 Και ερωτησεν ο Δαβιδ τον Κυριον, λεγων, Να αναβω προς τους Φιλισταιους; θελεις παραδωσει αυτους εις την χειρα μου; Και ειπεν ο Κυριος προς τον Δαβιδ, Αναβα? διοτι βεβαιως θελω παραδωσει τους Φιλισταιους εις την χειρα σου.
20 Venne perciò Davide a Baal Farasim ed ivi li sconfisse. Poi disse: «Il Signore ha diviso i miei nemici al mio cospetto come si dividono le acque». Perciò venne chiamato quel luogo "Baal Farasim".20 Και ηλθεν ο Δαβιδ εις Βααλ-φερασειμ, και εκει επαταξεν αυτους ο Δαβιδ και ειπεν, Ο Κυριος διεκοψε τους εχθρους μου εμπροσθεν μου, καθως διακοπτονται τα υδατα. Δια τουτο εκαλεσθη το ονομα του τοπου εκεινου Βααλ-φερασειμ.
21 I Filistei abbandonarono colà i loro idoli che furono da Davide e dai suoi uomini portati via.21 Και εκει κατελιπον τα ειδωλα αυτων, και εσηκωσαν αυτα ο Δαβιδ και οι ανδρες αυτου.
22 Un'altra volta salirono i Filistei e si sparsero nella valle di Rafaim.22 Και ανεβησαν παλιν οι Φιλισταιοι και διεχυθησαν εις την κοιλαδα Ραφαειμ.
23 Davide consultò il Signore: «Salirò io contro i Filistei e me li darai tu nelle mani?». Il Signore gli rispose: «Non salire contro di essi, ma gira alle loro spalle e arriverai contro di essi dalla parte dei peri.23 Και οτε ηρωτησεν ο Δαβιδ τον Κυριον, ειπε, Μη αναβης? στρεψον οπισω αυτων και επιπεσον επ' αυτους απεναντι των συκαμινων.
24 E quando sentirai un rumore di passi sulla cima dei peri allora ingaggerai la battaglia, poichè allora il Signore camminerà innanzi a te per battere l'armata dei Filistei».24 και οταν ακουσης θορυβον διαβασεως επι των κορυφων των συκαμινων, τοτε θελεις σπευσει διοτι τοτε ο Κυριος θελει εξελθει εμπροσθεν σου, δια να παταξη το στρατοπεδον των Φιλισταιων.
25 Davide fece quanto aveva comandato il Signore e battè i Filistei da Gabaa fino a Gezer.25 Και εκαμεν ο Δαβιδ, καθως προσεταξεν εις αυτον ο Κυριος? και επαταξε τους Φιλισταιους απο Γαβαα εως της εισοδου Γεζερ.