Scrutatio

Lunedi, 29 aprile 2024 - Santa Caterina da Siena ( Letture di oggi)

Secondo libro di Samuele 17


font
BIBBIA RICCIOTTIGREEK BIBLE
1 - Disse ancora Achitofel ad Absalom: «Io mi sceglierò dodicimila uomini e partirò questa stessa notte per inseguire Davide1 Και ο Αχιτοφελ ειπε προς τον Αβεσσαλωμ, Ας εκλεξω τωρα δωδεκα χιλιαδας ανδρων και σηκωθεις, ας καταδιωξω οπισω του Δαβιδ την νυκτα?
2 e piombare sopra di lui e mentre è così stanco e con le mani fiacche, lo percuoterò. Messo in fuga poi tutto il popolo che è con lui, darò addosso al re desolato2 και θελω επελθει κατ' αυτου, ενω ειναι αποκαμωμενος και εκλελυμενος τας χειρας, και θελω κατατρομαξει αυτον? και πας ο λαος ο μετ' αυτου θελει φυγει, και θελω παταξει τον βασιλεα μεμονωμενον?
3 e poi ridurrò tutto il popolo come un sol uomo; dal momento che tu non chiedi che la vita di un uomo solo, e tutto il popolo sarà in pace».3 και θελω επιστρεψει παντα τον λαον προς σε? διοτι ο ανηρ, τον οποιον συ ζητεις, ειναι ως εαν παντες επεστρεφον? πας δε ο λαος θελει εισθαι εν ειρηνη.
4 Piacque il consiglio ad Absalom e a tutti gli anziani d'Israele.4 Και ηρεσεν ο λογος εις τον Αβεσσαλωμ και εις παντας τους πρεσβυτερους του Ισραηλ.
5 Ma Absalom disse: «Chiamate Cusai l'Arachita, e sentiamo che cosa egli dica».5 Τοτε ειπεν ο Αβεσσαλωμ, Καλεσον τωρα και Χουσαι τον Αρχιτην, και ας ακουσωμεν τι λεγει και αυτος.
6 Venuto Cusai da Absalom, questi gli disse: «Questo è il discorso proferito da Achitofel; dobbiamo attenervici o no? Che consiglio tu dai?».6 Και οτε εισηλθεν ο Χουσαι προς τον Αβεσσαλωμ, ειπε προς αυτον ο Αβεσσαλωμ, λεγων, Ο Αχιτοφελ ελαλησε κατα τουτον τον τροπον? πρεπει να καμωμεν κατα τον λογον αυτου η ουχι; λαλησον συ.
7 Cusai rispose ad Absalom: «Non è buono il consiglio suggerito questa volta da Achitofel».7 Και ειπεν ο Χουσαι προς τον Αβεσσαλωμ, Δεν ειναι καλη η συμβουλη, την οποιαν εδωκεν ο Αχιτοφελ ταυτην την φοραν.
8 Poi Cusai soggiunse: «Tu conosci tuo padre e sai quanto forti siano gli uomini che stanno con lui e quanto abbiano l'animo esacerbato, al pari di un'orsa che si arrovella nel bosco perchè le furon rapiti i piccoli. Ma anche il padre tuo è uomo di guerra e non resterà col popolo.8 Και ειπεν ο Χουσαι, συ εξευρεις τον πατερα σου και τους ανδρας αυτου, οτι ειναι δυνατοι και καταπικροι την ψυχην, ως αρκτος στερηθεισα των τεκνων αυτης εν τη πεδιαδι και ο πατηρ σου ειναι ανηρ πολεμιστης και δεν θελει μεινει την νυκτα μετα του λαου?
9 A quest'ora forse trovasi nascosto in qualche antro o in qualche altro luogo, e se da principio cadesse alcuno dei tuoi, quando lo si venisse a sapere chiunque direbbe: - C'è stata una strage tra la gente che seguiva Absalom -9 ιδου, τωρα ειναι κεκρυμμενος εν λακκω τινι η εν αλλω τινι τοπω? και εαν πεσωσι τινες εξ αυτων εις την αρχην, πας οστις ακουση θελει ειπει, θραυσις εγεινεν εις τον λαον, τον ακολουθουντα τον Αβεσσαλωμ?
10 e i più forti il cui cuore è quasi di leone, saranno colti da spavento. Tutto il popolo d'Israele sa bene che tuo padre è forte e valorosi sono tutti quelli che stanno con lui.10 τοτε και ο ανδρειος, του οποιου η καρδια ειναι ως η καρδια του λεοντος, θελει πανταπασι νεκρωθη? διοτι πας ο Ισραηλ εξευρει, οτι ο πατηρ σου ειναι δυνατος? και οι μετ' αυτου, ανδρες δυναμεως?
11 Ma questo mi sembra un buon consiglio: Si raccolga intorno a te tutto Israele, da Dan fino a Bersabee, numeroso come la rena ch'è sul lido del mare: tu mettiti in mezzo ad essi11 δια ταυτα εγω συμβουλευω να συναχθη προς σε πας ο Ισραηλ, απο Δαν εως Βηρ-σαβεε, ως η αμμος η παρα την θαλασσαν κατα το πληθος, και να υπαγης προσωπικως να πολεμησης?
12 e piomberemo sopra di lui, in qualsiasi luogo esso si trovi, e cadremo sopra di lui, come suol cadere la rugiada sul suolo e non lasceremo di tutti quelli che sono con lui neppure uno solo.12 ουτω θελομεν επελθει κατ' αυτου εις οντινα τοπον ευρεθη, και θελομεν πεσει επ' αυτον ως πιπτει η δροσος επι την γην? ωστε εξ αυτου και εκ παντων των ανθρωπων των μετ' αυτου δεν θελει μεινει ουδε εις?
13 Che se egli si sarà rifugiato in qualche città, tutto Israele circonderà quella città colle funi, e la trascineremo nel torrente e di essa non resterà neppure una pietra».13 εαν δε καταφυγη εις πολιν τινα, τοτε πας ο Ισραηλ θελει φερει κατα της πολεως εκεινης σχοινια, και θελομεν συρει αυτην εως του χειμαρρου, ωστε να μη μεινη εκει ουδε λιθαριον.
14 Absalom e tutti gli uomini d'Israele dissero: «Il consiglio di Cusai l'Arachita è migliore del consiglio di Achitofel». Così dunque a un cenno di Dio venne sventato il consiglio utile di Achitofel perchè il Signore facesse cadere la sciagura sopra Absalom.14 Και ειπεν ο Αβεσσαλωμ και παντες οι ανδρες Ισραηλ, Καλητερα ειναι η συμβουλη του Χουσαι του Αρχιτου παρα την συμβουλην του Αχιτοφελ. Διοτι ο Κυριος διεταξε να διασκεδαση την καλην συμβουλην του Αχιτοφελ, δια να επιφερη ο Κυριος το κακον επι τον Αβεσσαλωμ.
15 Cusai allora disse ai Sacerdoti Sadoc e Abiatar: «Achitofel ha dato questo consiglio ad Absalom e agli anziani d'Israele; ed io ho dato loro quest'altro consiglio.15 Και ειπεν ο Χουσαι προς τον Σαδωκ και προς τον Αβιαθαρ, τους ιερεις, Ουτω και ουτω συνεβουλευσεν ο Αχιτοφελ τον Αβεσσαλωμ και τους πρεσβυτερους του Ισραηλ, και ουτω και ουτω συνεβουλευσα εγω?
16 Or dunque mandate tosto qualcuno ad informare Davide e ditegli: - Non restare questa notte nella pianura del deserto, ma senza ritardo passa oltre affinchè il re e il popolo che è con lui non siano sopraffatti -».16 τωρα λοιπον αποστειλατε ταχεως και αναγγειλατε προς τον Δαβιδ, λεγοντες, Μη μεινης την νυκτα ταυτην εν ταις πεδιασι της ερημου, αλλα σπευσον να διαπερασης, δια να μη καταποθη ο βασιλευς και πας ο λαος ο μετ' αυτου.
17 Gionata poi e Achimaas se ne stavano presso la fontana di Rogel. Avvertiti da una serva, partirono per riferire al re Davide il messaggio, poichè essi non potevano essere visti rientrare in città.17 Ο δε Ιωναθαν και ο Αχιμαας ισταντο πλησιον της Εν-ρωγηλ, διοτι δεν ετολμων να φανωσιν οτι εισηρχοντο εις την πολιν? και υπηγε παιδισκη τις και απηγγειλε προς αυτους το πραγμα? οι δε υπηγαν και απηγγειλαν προς τον βασιλεα Δαβιδ.
18 Se non che un fanciullo li vide e ne informò Absalom. Essi però s'affrettavano a entrare in casa di un certo uomo di Baurim, che aveva un pozzo nel suo cortile e discesero in quello.18 Νεος τις δε ιδων αυτους, απηγγειλε προς τον Αβεσσαλωμ? πλην και οι δυο υπηγαν ταχεως και εισηλθον εις την οικιαν τινος εν Βαουρειμ, οστις ειχε φρεαρ εν τη αυλη αυτου, και κατεβησαν εκει.
19 Una donna poi prese e distese sopra la bocca del pozzo una coperta, quasi per far seccare del grano pesto, e così la cosa rimase occulta.19 Και η γυνη λαβουσα καλυμμα εξηπλωσεν επι το στομιον του φρεατος, και εχυσεν επ' αυτο κοπανισμενον σιτον? ωστε δεν εγνωσθη το πραγμα.
20 Venuti i servi di Absalom alla casa chiesero alla donna: «Dove sono Achimaas e Gionata?». La donna rispose: «Passarono in tutta fretta dopo aver bevuto un poco d'acqua». E quelli che andavano alla loro ricerca, non avendoli trovati, fecero ritorno a Gerusalemme.20 Και ελθοντες οι δουλοι του Αβεσσαλωμ εις την οικιαν προς την γυναικα, ειπον, Που ειναι ο Αχιμαας και ο Ιωναθαν; Η δε γυνη ειπε προς αυτους, Διεβησαν το ρυακιον του υδατος. Και αφου εζητησαν και δεν ευρηκαν αυτους, επεστρεψαν εις Ιερουσαλημ.
21 Quando essi se ne furono andati, i due uscirono dal pozzo e continuando la strada vennero ad annunziare al re Davide e a dire: «Sorgete e passate tosto il fiume, poichè Achitofel ha suggerito contro di voi un consiglio in questo e questo modo».21 Αφου δε εκεινοι ανεχωρησαν, ανεβησαν εκ του φρεατος και υπηγαν και απηγγειλαν προς τον βασιλεα Δαβιδ και ειπον προς τον Δαβιδ, Σηκωθητε και περασατε ταχεως το υδωρ? διοτι ουτω συνεβουλευσεν εναντιον σας ο Αχιτοφελ.
22 Davide adunque e tutto il popolo che era con lui si levò e passò il Giordano sino al far del giorno e neppure uno vi fu che non passasse il fiume.22 Τοτε εσηκωθη ο Δαβιδ και πας ο λαος ο μετ' αυτου και διεβησαν τον Ιορδανην? μεχρι του χαραγματος της ημερας δεν ελειψεν ουδε εις εξ αυτων, οστις δεν διεβη τον Ιορδανην.
23 Frattanto Achitofel, visto che non era stato eseguito il suo consiglio, sellò il suo asino e levatosi andò a casa nella sua città e disposte le cose sue s'impiccò; egli fu sepolto nella tomba del padre suo.23 Ο δε Αχιτοφελ, ιδων οτι η συμβουλη αυτου δεν εξετελεσθη, εσαμαρωσε τον ονον αυτου και σηκωθεις, ανεχωρησε προς τον οικον αυτου, εις την πολιν αυτου? και αφου διεταξε τα του οικου αυτου, εκρεμασθη και απεθανε και εταφη εν τω ταφω του πατρος αυτου.
24 Davide invece giunse all'accampamento e Absalom passò egli pure il Giordano, insieme con tutti gli uomini d'Israele.24 Και ο Δαβιδ ηλθεν εις Μαχαναιμ? ο δε Αβεσσαλωμ διεβη τον Ιορδανην, αυτος και παντες οι ανδρες Ισραηλ μετ' αυτου.
25 Absalom poi costituì duce dell'esercito Amasa in luogo di Joab. Amasa era figlio di un uomo di Jezrael chiamato Jetra, il quale l'aveva avuto da Abigail figlia di Naas, sorella di Sarvia, la madre di Joab.25 Και κατεστησεν ο Αβεσσαλωμ αρχιστρατηγον τον Αμασα αντι του Ιωαβ. Ητο δε ο Αμασα υιος ανδρος ονομαζομενου Ιθρα, Ισραηλιτου, οστις εισηλθε προς την Αβιγαιαν, θυγατερα του Ναας, αδελφην Σερουιας, της μητρος του Ιωαβ.
26 Israele si accampò insieme con Absalom nella terra di Galaad.26 Και εστρατοπεδευσαν ο Ισραηλ και ο Αβεσσαλωμ εν γη Γαλααδ.
27 Arrivato Davide all'accampamento, Sobi figlio di Naas di Rabba dei figli di Ammon e Machir figlio di Ammiel di Lodabar e Berzellai Galaadite di Rogelim,27 Οτε δε ηλθεν ο Δαβιδ εις Μαχαναιμ, Σωβει, ο υιος του Ναας απο Ραββα εκ των υιων Αμμων, και Μαχειρ, ο υιος του Αμμηλ απο Λο-δεβαρ, και Βαρζελλαι ο Γαλααδιτης απο Ρωγελλιμ,
28 gli offersero letti, tappeti, vasi di terra, frumento, orzo, farina, grano tosto, fave, lenticchie, ceci tostati,28 εφεραν κλινας και λεκανας και σκευη πηλινα και σιτον και κριθην και αλευρον και σιτον πεφρυγανισμενον και κυαμους και φακην και οσπρια πεφρυγανισμενα,
29 miele, burro, pecore e pingui vitelli; li diedero in cibo a Davide e al popolo che era con lui, pensando che il popolo soffrisse la fame e la sete nel deserto.29 και μελι και βουτυρον και προβατα και τυρους βοος προς τον Δαβιδ και προς τον λαον τον μετ' αυτου, δια να φαγωσι διοτι ειπον, Ο λαος ειναι πεινασμενος και εκλελυμενος και διψασμενος εν τη ερημω.