Scrutatio

Sabato, 27 aprile 2024 - Santa Zita ( Letture di oggi)

Isaia 58


font
NOVA VULGATAGREEK BIBLE
1 Clama fortiter, ne cesses;
quasi tuba exalta vocem tuam
et annuntia populo meo scelera eorum
et domui Iacob peccata eorum.
1 Αναβοησον δυνατα, μη φεισθης? υψωσον την φωνην σου ως σαλπιγγα και αναγγειλον προς τον λαον μου τας ανομιας αυτων και προς τον οικον Ιακωβ τας αμαρτιας αυτων.
2 Me etenim de die in diem quaerunt et scire vias meas volunt,
quasi gens, quae iustitiam fecerit
et iudicium Dei sui non dereliquerit.
Rogant me iudicia iustitiae,
appropinquare Deum volunt.
2 Με ζητουσιν ομως καθ' ημεραν και επιθυμουσι να μανθανωσι τας οδους μου, ως εθνος το οποιον εκαμε δικαιοσυνην και δεν εγκατελιπε την κρισιν του Θεου αυτου? ζητουσι παρ' εμου κρισεις δικαιοσυνης? επιθυμουσι να πλησιαζωσιν εις τον Θεον.
3 “ Quare ieiunavimus, et non aspexisti,
humiliavimus animam nostram, et nescisti? ”.
Ecce, in die ieiunii vestri agitis negotia
et omnes operarios vestros opprimitis.
3 Δια τι ενηστευσαμεν, λεγουσι, και δεν ειδες; εταλαιπωρησαμεν την ψυχην ημων και δεν εγνωρισας; Ιδου, εν τη ημερα της νηστειας σας ευρισκετε ηδονην και καταθλιβετε παντας τους μισθωτους σας.
4 Ecce, ad lites et contentiones ieiunatis
et percutitis pugno impie.
Nolite ieiunare sicut hodie,
ut audiatur in excelso clamor vester.
4 Ιδου, νηστευετε δια δικας και εριδας και γρονθιζετε ασεβως? μη νηστευετε, καθως την σημερον, δια να ακουσθη ανωθεν η φωνη σας.
5 Numquid tale est ieiunium, quod elegi,
dies, quo homo affligit animam suam?
Numquid contorquere quasi iuncum caput suum
et saccum et cinerem sternere?
Numquid istud vocabis ieiunium
et diem acceptabilem Domino?
5 Τοιαυτη ειναι η νηστεια, την οποιαν εγω εξελεξα; να ταλαιπωρη ο ανθρωπος την ψυχην αυτου μιαν ημεραν; να κλινη την κεφαλην αυτου ως σπαρτον και να υποστρονη σακκον και στακτην εις εαυτον; νηστειαν θελεις ονομασει τουτο και ημεραν δεκτην εις τον Κυριον;
6 Nonne hoc est ieiunium, quod elegi:
dissolvere vincula iniqua,
solvere funes iugi,
dimittere eos, qui confracti sunt, liberos,
et omne iugum dirumpere?
6 Η νηστεια την οποιαν εγω εξελεξα, δεν ειναι αυτη; το να λυης τους δεσμους της κακιας, το να διαλυης τα βαρεα φορτια και το να αφινης ελευθερους τους καταδεδυναστευμενους και το να συντριβης παντα ζυγον;
7 Nonne frangere esurienti panem tuum,
et egenos, vagos inducere in domum?
Cum videris nudum, operi eum
et carnem tuam ne despexeris.
7 Δεν ειναι το να διαμοιραζης τον αρτον σου εις τον πεινωντα και να εισαγης εις την οικιαν σου τους αστεγους πτωχους; οταν βλεπης τον γυμνον, να ενδυης αυτον, και να μη κρυπτης σεαυτον απο της σαρκος σου;
8 Tunc erumpet quasi aurora lumen tuum,
et sanatio tua citius orietur;
et anteibit faciem tuam iustitia tua,
et gloria Domini colliget te.
8 Τοτε το φως σου θελει εκλαμψει ως η αυγη και η υγιεια σου ταχεως θελει βλαστησει? και η δικαιοσυνη σου θελει προπορευεσθαι εμπροσθεν σου? η δοξα του Κυριου θελει εισθαι η οπισθοφυλακη σου.
9 Tunc invocabis, et Dominus exaudiet;
clamabis, et dicet: “ Ecce adsum ”.
Si abstuleris de medio tui iugum
et desieris extendere digitum
et loqui iniquitatem;
9 Τοτε θελεις κραζει και ο Κυριος θελει αποκρινεσθαι? θελεις φωναζει και εκεινος θελει λεγει, Ιδου, εγω. Εαν εκβαλης εκ μεσου σου τον ζυγον, την ανατασιν του δακτυλου και τους ματαιους λογους?
10 si effuderis esurienti animam tuam
et animam afflictam satiaveris,
orietur in tenebris lux tua,
et caligo tua erit sicut meridies.
10 και ανοιγης την ψυχην σου προς τον πεινωντα και ευχαριστης την τεθλιμμενην ψυχην? τοτε το φως σου θελει ανατελλει εν τω σκοτει και το σκοτος σου θελει εισθαι ως μεσημβρια.
11 Et te ducet Dominus semper,
et satiabit in locis aridis animam tuam
et ossa tua firmabit;
et eris quasi hortus irriguus
et sicut fons aquarum,
cuius non deficient aquae.
11 Και ο Κυριος θελει σε οδηγει παντοτε και χορταινει την ψυχην σου εν ανομβριαις και παχυνει τα οστα σου? και θελεις εισθαι ως κηπος ποτιζομενος και ως πηγη υδατος, της οποιας τα υδατα δεν εκλειπουσι.
12 Et reaedificabit gens tua ruinas antiquas;
fundamenta generationis et generationis suscitabis:
et vocaberis restitutor ruinarum,
instaurator viarum, ut habitentur.
12 Και οι απο σου θελουσιν οικοδομησει τας παλαιας ερημωσεις? θελεις ανεγειρει τα θεμελια πολλων γενεων? και θελεις ονομασθη, Ο επιδιορθωτης των χαλασματων, Ο ανορθωτης των οδων δια τον κατοικισμον.
13 Si averteris a sabbato pedem tuum,
facere negotia tua in die sancto meo,
et vocaveris sabbatum delicias
et diem Domino sacrum gloriosum;
et glorificaveris eum relinquens vias tuas
et negotia tua et sermones tuos,
13 Εαν αποστρεψης τον ποδα σου απο του σαββατου, απο του να καμνης τα θεληματα σου εν τη αγια μου ημερα, και ονομαζης το σαββατον τρυφην, αγιαν ημεραν του Κυριου, εντιμον, και τιμας αυτο, μη ακολουθων τας οδους σου μηδε ευρισκων εν αυτω το θελημα σου μηδε λαλων τους λογους σου,
14 tunc delectaberis super Domino;
et vehi te faciam super altitudines terrae
et cibabo te hereditate Iacob patris tui.
Os enim Domini locutum est.
14 τοτε θελεις εντρυφα εν Κυριω? και εγω θελω σε ιππευσει επι τους υψηλους τοπους της γης και σε θρεψει με την κληρονομιαν του πατρος σου Ιακωβ? διοτι το στομα τον Κυριου ελαλησε.