Scrutatio

Sabato, 4 maggio 2024 - San Ciriaco ( Letture di oggi)

Vangelo secondo Marco 14


font
BIBBIA MARTINIGREEK BIBLE
1 Or di lì a due giorni era la pasqua, e gli azzimi: e i principi de' sacerdoti, e gli Scribi cercavano il modo di prenderlo per inganno, e ucciderlo.1 Μετα δε δυο ημερας ητο το πασχα και τα αζυμα. Και εζητουν οι αρχιερεις και οι γραμματεις πως να συλλαβωσιν αυτον με δολον και να θανατωσωσιν.
2 Ma dicevano: Non il dì di festa, perché il popolo non si levi a tumulto.2 Ελεγον δε, Μη εν τη εορτη, μηποτε γεινη θορυβος του λαου.
3 E trovandosi Gesù a Befania in casa di Simone il lebbroso, ed essendo a mensa: venne una donna, che aveva un alabastro d'unguento di nardo di spigo di gran pregio, e rotto l'alabastro, glielo sparse sulla testa.3 Και ενω αυτος ητο εν Βηθανια εν τη οικια Σιμωνος του λεπρου, και εκαθητο εις την τραπεζαν, ηλθε γυνη εχουσα αλαβαστρον μυρου ναρδου καθαρας πολυτιμου, και συντριψασα το αλαβαστρον, εχυσε το μυρον επι της κεφαλης αυτου.
4 Ed eranvi alcuni, che ciò soffrivano di mal cuore dentro di se, e dicevano: A che fine si è fatto questo scialacquamento d'unguento?4 Ησαν δε τινες αγανακτουντες καθ' εαυτους και λεγοντες? Δια τι εγεινεν η απωλεια αυτη του μυρου;
5 Imperocché potea questo vendersi più di trecento denari, e darsi a' poveri. E fremevano contro di lei.5 διοτι ηδυνατο τουτο να πωληθη υπερ τριακοσια δηναρια και να δοθωσιν εις τους πτωχους? και ωργιζοντο κατ' αυτης.
6 Ma Gesù disse: Lasciatela stare: perché la inquietate voi? Ella ha fatto una buona opera verso di me.6 Αλλ' ο Ιησους ειπεν? Αφησατε αυτην? δια τι ενοχλειτε αυτην; καλον εργον επραξεν εις εμε.
7 Imperocché avete sempre con voi de' poveri, e potete far loro del bene, quando a voi piacerà: me poi non mi avete sempre.7 Διοτι τους πτωχους παντοτε εχετε μεθ' εαυτων, και οταν θελητε, δυνασθε να ευεργετησητε αυτους? εμε ομως παντοτε δεν εχετε.
8 Ella ha fatto quel, che poteva: ha anticipato a ungere il mio corpo per la sepoltura.8 Ο, τι ηδυνατο αυτη επραξε? προελαβε να αλειψη με μυρον το σωμα μου δια τον ενταφιασμον.
9 In verità vi dico: In qualunque luogo sarà predicato questo Vangelo pel mondo tutto, sarà ancor raccontato quel, che ella ha fatto in sua ricordanza.9 Αληθως σας λεγω, Οπου αν κηρυχθη το ευαγγελιον τουτο εις ολον τον κοσμον, και εκεινο το οποιον επραξεν αυτη θελει λαληθη εις μνημοσυνον αυτης.
10 E Giuda Iscariote uno de' dodici andò dai principi de' sacerdoti per darlo nelle loro mani.10 Τοτε ο Ιουδας ο Ισκαριωτης, εις των δωδεκα, υπηγε προς τους αρχιερεις, δια να παραδωση αυτον εις αυτους.
11 E questi, uditolo, si rallegrarono: e promisero di dargli del denaro. E cercava occasione favorevole per tradirlo.11 Εκεινοι δε ακουσαντες εχαρησαν και υπεσχεθησαν να δωσωσιν εις αυτον αργυρια? και εζητει πως να παραδωση αυτον εν ευκαιρια.
12 E il primo gramo degli azzimi, quando immolavan la pasqua, dissero a lui i discepoli: Dove vuoi tu, che andiamo ad apparecchiare pel mangiamento della pasqua?12 Και τη πρωτη ημερα των αζυμων, οτε εθυσιαζον το πασχα, λεγουσι προς αυτον οι μαθηται αυτου? Που θελεις να υπαγωμεν και να ετοιμασωμεν δια να φαγης το πασχα;
13 Ed ei mandò due de' suoi discepoli, e disse loro: Andate in città: e incontrerete un uomo portante una secchia d'acqua; andategli dietro:13 Και αποστελλει δυο των μαθητων αυτου και λεγει προς αυτους? Υπαγετε εις την πολιν, και θελει σας απαντησει ανθρωπος βασταζων σταμνιον υδατος? ακολουθησατε αυτον,
14 E in qualunque luogo entri dite al padrone della casa: il maestro dice: Dov' è il mio refettorio, ove io mangi la pasqua co' miei discepoli?14 και οπου εισελθη, ειπατε προς τον οικοδεσποτην οτι ο Διδασκαλος λεγει? Που ειναι το καταλυμα, οπου θελω φαγει το πασχα μετα των μαθητων μου;
15 Ed egli vi farà vedere un cenacolo grande, messo in ordine: e quivi apparecchiate per noi.15 Και αυτος θελει σας δειξει ανωγεον μεγα εστρωμενον ετοιμον? εκει ετοιμασατε εις ημας.
16 E i discepoli andarono, e giunti in città trovarono, conforme avea loro detto, e prepararon la pasqua.16 Και εξηλθον οι μαθηται αυτου και ηλθον εις την πολιν, και ευρον καθως ειπε προς αυτους, και ητοιμασαν το πασχα.
17 E fattosi sera, v' andò egli con i dodici.17 Και οτε εγεινεν εσπερα, ερχεται μετα των δωδεκα?
18 E mentre erano a mensa, e mangiavano, disse Gesù: In verità vi dico, che uno di voi, il quale mangia con meco, mi tradirà.18 και ενω εκαθηντο εις την τραπεζαν και ετρωγον, ειπεν ο Ιησους? Αληθως σας λεγω οτι εις εξ υμων θελει με παραδωσει, οστις τρωγει μετ' εμου.
19 Ma essi cominciarono a rattristarsi, e a dirgli uno dopo l'altro: Son forse io?19 Οι δε ηρχισαν να λυπωνται και να λεγωσι προς αυτον εις εκαστος? Μηπως εγω; και αλλος? Μηπως εγω;
20 Ed egli disse loro: Uno de' dodici, il quale intigne la mano nel piatto con me.20 Ο δε αποκριθεις ειπε προς αυτους? Εις εκ των δωδεκα, ο εμβαπτων μετ' εμου εις το πινακιον την χειρα.
21 E il Figliuolo dell'uomo se ne va, come è stato scritto di lui: ma guai a quell'uomo, per cui il Figliuolo dell'uomo sarà tradito. Meglio era per un uomo tale il non esser mai nato.21 Ο μεν Υιος του ανθρωπου υπαγει, καθως ειναι γεγραμμενον περι αυτου? ουαι δε εις τον ανθρωπον εκεινον, δια του οποιου ο Υιος του ανθρωπου παραδιδεται? καλον ητο εις τον ανθρωπον εκεινον, αν δεν ηθελε γεννηθη.
22 E mentre quelli mangiavano, Gesù prese del pane: e benedettolo, lo spezzò, e lo dette loro, e disse: Prendete: questo o il mio Corpo.22 Και ενω ετρωγον, λαβων ο Ιησους αρτον ευλογησας εκοψε και εδωκεν εις αυτους και ειπε? λαβετε, φαγετε? τουτο ειναι το σωμα μου.
23 E, preso il calice, rese le grazie, lo dette ad essi: e tutti ne bevvero.23 Και λαβων το ποτηριον, ευχαριστησε και εδωκεν εις αυτους, και επιον εξ αυτου παντες.
24 E disse loro: Questo è il Sangue mio del nuovo testamento, il quale sarà sparso per molti.24 Και ειπε προς αυτους? Τουτο ειναι το αιμα μου το της καινης διαθηκης, το περι πολλων εκχυνομενον.
25 In verità vi dico, che non berrò più di questo frutto della vite sino a quel giorno, in cui lo berrò nuovo nel regno di Dio.25 Αληθως σας λεγω οτι δεν θελω πιει πλεον εκ του γεννηματος της αμπελου εως της ημερας εκεινης, οταν πινω αυτο νεον εν τη βασιλεια του Θεου.
26 E, detto l'inno, andarono al monte degli ulivi.26 Και αφου υμνησαν, εξηλθον εις το ορος των ελαιων,
27 Allora Gesù disse loro: Tutti patirete scandalo a riguardo mio in questa notte; imperocché sta scritto: Percuoterò il pastore, e si dispergeranno le pecorelle.27 Και λεγει προς αυτους ο Ιησους οτι παντες θελετε σκανδαλισθη εν εμοι την νυκτα ταυτην? διοτι ειναι γεγραμμενον, Θελω παταξει τον ποιμενα και θελουσι διασκορπισθη τα προβατα?
28 Ma dopo che io sarò risuscitato, vi anderò innanzi nella Galilea.28 αφου ομως αναστηθω, θελω υπαγει προτερον υμων εις την Γαλιλαιαν.
29 Pietro però gli disse: Quand'anche io tutti si scandalizzassero, non io però.29 Ο δε Πετρος ειπε προς αυτον? Και εαν παντες σκανδαλισθωσιν, εγω ομως ουχι.
30 E Gesù gli disse: In verità ti dico, che tu oggi in questa notte, prima che il gallo abbia cantato la seconda volta, mi negherai tre volte.30 Και λεγει προς αυτον ο Ιησους? Αληθως σοι λεγω οτι σημερον την νυκτα ταυτην, πριν ο αλεκτωρ φωναξη δις, τρις θελεις με απαρνηθη.
31 Ma quegli soggiugneva di più: Quand' anche bisogni con te morire, non ti negherò. E il simil dicevan pur tutti.31 Ο δε ετι μαλλον ελεγεν? Εαν γεινη χρεια να συναποθανω μετα σου, δεν θελω σε απαρνηθη. Ωσαυτως δε και παντες ελεγον.
32 E arrivarono in un luogo chiamato Getsemani ed egli disse a' suoi discepoli: Fermatevi qui, sintantoché io faccia orazione.32 Και ερχονται εις χωριον ονομαζομενον Γεθσημανη, και λεγει προς τους μαθητας αυτου? Καθησατε εδω, εωσου προσευχηθω?
33 E prese seco Pietro, e Giacomo, e Giovanni: e cominciò ad atterrirsi, e rattristarsi.33 και παραλαμβανει τον Πετρον και τον Ιακωβον και Ιωαννην μεθ' εαυτου, και ηρχισε να εκθαμβηται και να αδημονη.
34 E disse loro: l'anima mia è afflitta sino alla morte: trattenetevi qui e vegliate.34 Και λεγει προς αυτους? Περιλυπος ειναι η ψυχη μου εως θανατου? μεινατε εδω και αγρυπνειτε.
35 E avanzatosi al quanto, si prostrò per terra: e pregò, che, se era possibile, si allontanasse da lui quell'ora.35 Και προχωρησας ολιγον, επεσεν επι της γης και προσηυχετο να παρελθη αν ηναι δυνατον απ' αυτου η ωρα εκεινη,
36 E disse: Abba, padre, tutto è possibile a te: allontana da me questo calice; ma non quello, che voglio io, ma quel, che vuoi tu.36 και ελεγεν? Αββα ο Πατηρ, παντα ειναι δυνατα εις σε? απομακρυνον απ' εμου το ποτηριον τουτο. Ουχι ομως ο, τι θελω εγω, αλλ' ο, τι συ.
37 E tornò da loro, e trovolli addormentati. E disse a Pietro: Simone, tu dormi? Non hai potuto vegliare una sol ora?37 Και ερχεται και ευρισκει αυτους κοιμωμενους και λεγει προς τον Πετρον? Σιμων, κοιμασαι; δεν ηδυνηθης μιαν ωραν να αγρυπνησης;
38 Vegliate, ed orate per non cadere in tentazione. Lo spirito è pronto, ma la carne è inferma.38 αγρυπνειτε και προσευχεσθε, δια να μη εισελθητε εις πειρασμον? το μεν πνευμα προθυμον, η δε σαρξ ασθενης.
39 E andò nuovamente ad orare, ripetendo le stesse parole.39 Και παλιν υπηγε και προσηυχηθη, ειπων τον αυτον λογον.
40 E tornato li trovò di nuovo addormentati (imperocché i loro occhi erano aggravati) e non sapevano cosa rispondergli.40 Και επιστρεψας ευρεν αυτους παλιν κοιμωμενους? διοτι οι οφθαλμοι αυτων ησαν βεβαρημενοι και δεν ηξευρον τι να αποκριθωσι προς αυτον.
41 E ritornò la terza volta, e disse loro: Su via dormite, e riposatevi. Basta così: l'ora è venuta: ecco che il Figliuolo dell'uomo sarà dato nelle mani de' peccatori.41 Και ερχεται την τριτην φοραν και λεγει προς αυτους? Κοιμασθε το λοιπον και αναπαυεσθε. Αρκει? ηλθεν η ωρα? ιδου, παραδιδεται ο Υιος του ανθρωπου εις τας χειρας των αμαρτωλων.
42 Alzatevi, andiamo. Ecco che colui, che mi tradirà, è vicino.42 Εγερθητε, υπαγωμεν? ιδου, ο παραδιδων με επλησιασε.
43 E non avea finito di dire, quand' eccoti Giuda Iscariote uno dei dodici, e con esso gran gente armata di spade, e di bastoni, spedita da' principi de' Sacerdoti, e dagli Scribi, e dai seniori.43 Και ευθυς, ενω ελαλει ετι, ερχεται ο Ιουδας, εις εκ των δωδεκα, και μετ' αυτου οχλος πολυς μετα μαχαιρων και ξυλων, παρα των αρχιερεων και των γραμματεων και των πρεσβυτερων.
44 E il traditore avea dato loro il segnale, dicendo: Colui, che io bacerò, è desso; prendetelo, e conducetelo con attenzione.44 Ο δε παραδιδων αυτον ειχε δωσει εις αυτους σημειον, λεγων? Οντινα φιλησω, αυτος ειναι? πιασατε αυτον και φερετε ασφαλως.
45 E venuto che fu, accostossi subito a Gesù, e dissegli: Dio ti salvi, Maestro, e lo baciò.45 Και οτε ηλθεν, ευθυς πλησιασας εις αυτον λεγει? Ραββι, Ραββι, και κατεφιλησεν αυτον.
46 Ma coloro gettarongli le mani ad dosso, e lo catturarono.46 Και εκεινοι επεβαλον επ' αυτον τας χειρας αυτων και επιασαν αυτον.
47 E uno degli astanti mise mano alla spada, e ferì un servo del sommo Sacerdote: e gli mozzò un orecchio.47 Εις δε τις των παρεστωτων συρας την μαχαιραν, εκτυπησε τον δουλον του αρχιερεως και απεκοψε το ωτιον αυτου.
48 E Gesù prese la parola, e disso loro: Quasi io fossi un assassino, siete venuti con ispade, e bastoni per pigliarmi?48 Και αποκριθεις ο Ιησους ειπε προς αυτους? Ως επι ληστην εξηλθετε μετα μαχαιρων και ξυλων να με συλλαβητε;
49 Ogni giorno io stava tra voi nel tempio, insegnando, né mi pigliaste. Ma debbono le scritture adempiersi.49 καθ' ημεραν ημην πλησιον υμων εν τω ιερω διδασκων, και δεν με επιασατε, πλην τουτο εγεινε δια να πληρωθωσιν αι γραφαι.
50 Allora i suoi discepoli abbandonatolo, tutti fuggirono.50 Και αφησαντες αυτον παντες εφυγον.
51 E un certo giovinetto seguiva: Gesù coperto di una veste di lino su la, nuda carne: e lo pigliarono.51 Και εις τις νεανισκος ηκολουθει αυτον, περιτετυλιγμενος σινδονα εις το γυμνον σωμα αυτου? και πιανουσιν αυτον οι νεανισκοι.
52 Ma egli, lasciata andare la veste, scappò ignudo da loro.52 Ο δε αφησας την σινδονα, εφυγεν απ' αυτων γυμνος.
53 E condusser Gesù dal sommo sacerdote: e si adunarono tutti i sacerdoti, e gli Scribi, e i seniori.53 Και εφεραν τον Ιησουν προς τον αρχιερεα? και συνερχονται προς αυτον παντες οι αρχιερεις και οι πρεσβυτεροι και οι γραμματεις.
54 Pietro però lo seguitò da lungi sindentro al cortile del sommo Sacerdote e sedeva al fuoco con i ministri, e scaldavasi.54 Και ο Πετρος απο μακροθεν ηκολουθησεν αυτον εως ενδον της αυλης του αρχιερεως, και συνεκαθητο μετα των υπηρετων και εθερμαινετο εις το πυρ.
55 Ma i prìncipi de' sacerdoti, e tutto il consesso cercavano testimonianze contro Gesù per farlo morire, e non le trovavano.55 Οι δε αρχιερεις και ολον το συνεδριον εζητουν κατα του Ιησου μαρτυριαν, δια να θανατωσωσιν αυτον, και δεν ευρισκον.
56 Imperocché molti deponevano il falso contro di lui: ma le loro deposizioni non concordavano.56 Διοτι πολλοι εψευδομαρτυρουν κατ' αυτου, αλλ' αι μαρτυριαι δεν ησαν συμφωνοι.
57 E alzatisi alcuni attestavano il falso contro di lui, dicendo:57 Και τινες σηκωθεντες εψευδομαρτυρουν κατ' αυτου, λεγοντες
58 Noi gli abbiamo sentito dire: Io distruggerò questo tempio manofatto, e in tre giorni fabbricheronne un altro non manofatto.58 οτι ημεις ηκουσαμεν αυτον λεγοντα, οτι Εγω θελω χαλασει τον ναον τουτον τον χειροποιητον και δια τριων ημερων αλλον αχειροποιητον θελω οικοδομησει.
59 Ma la loro testimonianza non era concorde.59 Πλην ουδε ουτως ητο συμφωνος μαρτυρια αυτων.
60 E alzatosi in mezzo il sommo sacerdote, interrogò Gesù, dicendo: Non rispondi tu nulla alle cose, che ti sono rinfacciate da costoro?60 Και σηκωθεις ο αρχιερευς εις το μεσον, ηρωτησε τον Ιησουν, λεγων? Δεν αποκρινεσαι ουδεν; τι μαρτυρουσιν ουτοι κατα σου;
61 Ma egli taceva, e non rispose parola. Di nuovo lo interrogò il sommo Sacerdote, e dissegli: Se' tu il Cristo, il figliuol di Dio benedetto?61 Ο δε εσιωπα και δεν απεκριθη ουδεν. Παλιν ο αρχιερευς ηρωτα αυτον, λεγων προς αυτον? Συ εισαι ο Χριστος ο Υιος του Ευλογητου;
62 E Gesù gli disse: Io lo sono: e vedrete il Figliuol dell'uomo scendere alla destra della maestà di Dio, e venir sulle nubi del cielo.62 Ο δε Ιησους ειπεν? Εγω ειμαι? και θελετε ιδει τον Υιον του ανθρωπου καθημενον εκ δεξιων της δυναμεως και ερχομενον μετα των νεφελων του ουρανου.
63 E il sommo Sacerdote, stracciatesi le sue vesti, disse: Che bisogno abbiamo più di testimoni?63 Τοτε ο αρχιερευς, διασχισας τα ιματια αυτου, λεγει? Τι χρειαν εχομεν πλεον μαρτυρων;
64 Avete udito la bestemmia. Che ve ne pare? E tutti lo condannarono per reo di morte.64 ηκουσατε την βλασφημιαν? τι σας φαινεται; Οι δε παντες κατεκριναν αυτον οτι ειναι ενοχος θανατου.
65 E cominciarono alcuni a sputargli adosso, e velargli la faccia, e a dargli de' pugni, dicendogli: profetizza: e i ministri lo schiaffeggiavano.65 Και ηρχισαν τινες να εμπτυωσιν εις αυτον και να περικαλυπτωσι το προσωπον αυτου και να γρονθιζωσιν αυτον και να λεγωσι προς αυτον? Προφητευσον? και οι υπηρεται ετυπτον αυτον με ραπισματα.
66 E trovandosi Pietro da basso nel cortile, venne una delle serve del sommo Sacerdote:66 Και ενω ητο ο Πετρος εν τη αυλη κατω, ερχεται μια των θεραπαινιδων του αρχιερεως,
67 E veduto Pietro, che si scaldava, e fissato in lui lo sguardo, disse: Anche tu eri con Gesù Nazareno.67 και οτε ειδε τον Πετρον θερμαινομενον, εμβλεψασα εις αυτον, λεγει? Και συ εσο μετα του Ναζαρηνου Ιησου.
68 Ma egli negò, dicendo: Nè lo conosco, né so quello, che tu ti dica. E uscì fuora davanti al cortile, e il gallo cantò.68 Ο δε ηρνηθη, λεγων? Δεν εξευρω ουδε καταλαμβανω τι συ λεγεις. Και εξηλθεν εξω εις το προαυλιον, και ο αλεκτωρ εφωναξε.
69 E di nuovo avendolo veduto una serva, cominciò a dire agli astanti: Costui è di quelli.69 Και η θεραπαινα ιδουσα αυτον παλιν, ηρχισε να λεγη προς τους παρεστωτας οτι ουτος εξ αυτων ειναι.
70 Ma egli negò di bel nuovo. E di li a poco nuovamente gli astanti dissero a Pietro: Tu se' di quelli sicuramente: imperocché sei anche Galileo.70 Ο δε παλιν ηρνειτο. Και μετ' ολιγον παλιν οι παρεστωτες ελεγον προς τον Πετρον? Αληθως εξ αυτων εισαι? διοτι Γαλιλαιος εισαι και η λαλια σου ομοιαζει.
71 Ma egli principiò a mandarsi delle imprecazioni, e a giurare: Non conosco quest'uomo, di cui parlate.71 Εκεινος δε ηρχισε να αναθεματιζη και να ομνυη οτι δεν εξευρω τον ανθρωπον τουτον, τον οποιον λεγετε.
72 E subito per la seconda volta il gallo cantò. E Pietro si ricordò della parala dettagli da Gesù: Prima che il gallo canti due volte, mi rinnegherai tre volte, e incominciò a piagnere.72 Και ο αλεκτωρ εφωναξεν εκ δευτερου. Και ενεθυμηθη ο Πετρος τον λογον, τον οποιον ειπε προς αυτον ο Ιησους, οτι Πριν ο αλεκτωρ φωναξη δις, θελεις με αρνηθη τρις. Και ηρχισε να κλαιη πικρως.