Scrutatio

Lunedi, 6 maggio 2024 - San Pietro Nolasco ( Letture di oggi)

Primo libro dei Re 13


font
BIBBIA MARTINIGREEK BIBLE
1 Quand'ecco, che un uomo di Dio si portò da Giuda a Bethel per ordine del Signore, mentre Geroboam stava all'altare, e vi gettava l'incenso.1 Και ιδου, ηλθεν ανθρωπος του Θεου εξ Ιουδα εις Βαιθηλ με λογον του Κυριου? ο δε Ιεροβοαμ ιστατο επι του θυσιαστηριου, δια να θυμιαση.
2 E a nome del Signore sclamò verso l'altare: Altare, altare, queste cose dice il Signore: Ecco, che nascerà alla famiglia di Davidde un figliuolo per nome Giosia, e questi immolerà sopra di te i sacerdoti de' luoghi eccelsi, i quali sopra di te bruciano adesso gl'incensi, ed ei farà bruciare sopra di te le ossa degli uomini;2 Και εφωνησε προς το θυσιαστηριον με λογον του Κυριου, και ειπε, Θυσιαστηριον, θυσιαστηριον, ουτω λεγει Κυριος? Ιδου, υιος θελει γεννηθη εις τον οικον του Δαβιδ, Ιωσιας το ονομα αυτου, και θελει θυσιασει επι σε τους ιερεις των υψηλων τοπων, τους θυμιαζοντας επι σε, και οστα ανθρωπων θελουσι καυθη επι σε.
3 E ne diede allor questa prova, dicendo: Che il Signore sia quegli, che parla, da questo il vedrete; ecco, che l'altare si squarcerà, e la cenere, che vi è sopra, si spanderà.3 Και εδωκε σημειον την αυτην ημεραν, λεγων, Τουτο ειναι το σημειον, το οποιον ελαλησεν ο Κυριος? Ιδου, το θυσιαστηριον θελει διασχισθη, και η στακτη η επ' αυτου θελει εκχυθη.
4 Ma il re udite le parole dell'uomo di Dio, dette ad alta voce contro l'altare di Bethel, stese la mano sua dall'altare, dicendo: Prendete costui E la mano, ch'egli avea stesa contro di lui, si seccò, né potè egli ritrarla a se.4 Και οτε ηκουσεν ο βασιλευς Ιεροβοαμ τον λογον του ανθρωπου του Θεου, τον οποιον εφωνησε προς το θυσιαστηριον εν Βαιθηλ, εξετεινε την χειρα αυτου απο του θυσιαστηριου, λεγων, Συλλαβετε αυτον. Και εξηρανθη η χειρ αυτου, την οποιαν εξετεινεν επ' αυτον, ωστε δεν ηδυνηθη να επιστρεψη αυτην προς εαυτον.
5 E si spaccò ancora l'altare, e la cenere dell'altare si disperse; la qual cosa era stata predetta in prova dall'uomo di Dio a nome del Signore.5 Και διεσχισθη το θυσιαστηριον και εξεχυθη η στακτη απο του θυσιαστηριου, κατα το σημειον το οποιον εδωκεν ο ανθρωπος του Θεου δια του λογου του Κυριου.
6 E il re disse all'uomo di Dio: Prega il Signore Dio tuo, e fa orazione per me, affinchè siami renduta la mia mano. E l'uomo di Dio fece orazione al Signore, e il re riebbe la sua mano, la quale tornò qual era prima.6 Και απεκριθη ο βασιλευς και ειπε προς τον ανθρωπον του Θεου, Δεηθητι, παρακαλω, Κυριου του Θεου σου και προσευχηθητι υπερ εμου, δια να επιστρεψη η χειρ μου προς εμε. Και εδεηθη ο ανθρωπος του Θεου προς τον Κυριον, και επεστρεψεν η χειρ του βασιλεως προς αυτον και αποκατεσταθη ως το προτερον.
7 E il re disse all'uomo di Dio: Vieni meco a casa a desinare, e io ti regalerò.7 Και ειπεν ο βασιλευς προς τον ανθρωπον του Θεου, Εισελθε μετ' εμου εις τον οικον και λαβε τροφην, και θελω σοι δωσει δωρα.
8 Ma l'uomo di Dio rispose al re: Quando tu mi dessi la meta della tua casa, non verrò io con te, e non mangerò pane, né berò acqua in questo luogo:8 Αλλ' ο ανθρωπος του Θεου ειπε προς τον βασιλεα, Το ημισυ του οικου σου αν μοι δωσης, δεν θελω εισελθει μετα σου? ουδε θελω φαγει αρτον ουδε θελω πιει υδωρ εν τω τοπω τουτω?
9 Perocché tale è il comando fatto a me dal Signore, che mi ha spedito: Tu non mangerai pane, né berai acqua, e non tornerai per la strada, che farai all'andare.9 διοτι ουτως ειναι προστεταγμενον εις εμε δια του λογου του Κυριου, λεγοντος, Μη φαγης αρτον και μη πιης υδωρ και μη επιστρεψης δια της οδου, δια της οποιας ηλθες.
10 Egli adunque se n' andò per istrada diversa, e non tornò per quella, che avea fatta venendo a Bethel.10 Και ανεχωρησε δι' αλλης οδου και δεν επεστρεψε δια της οδου, δια της οποιας ηλθεν εις Βαιθηλ.
11 Or abitava a Bethel un vecchio profeta, i figliuoli del quale andarono a raccontargli tutto quello, che aveva in quel di fatto a Bethel l'uomo di Dio. e referirono al padre loro le parole, che quegli avea dette al re.11 Κατωκει δε εν Βαιθηλ γερων τις προφητης? και ηλθον οι υιοι αυτου και διηγηθησαν προς αυτον παντα τα εργα, τα οποια εκαμεν ο ανθρωπος του Θεου την ημεραν εκεινην εν Βαιθηλ? διηγηθησαν δε προς τον πατερα αυτων και τους λογους, τους οποιους ελαλησε προς τον βασιλεα.
12 E il padre disse loro: Per qual parte se n' è egli andato? E i suoi figliuoli gli additaron la strada, per cui se n' era andato l'uomo di Dio venuto da Giuda.12 Και ειπε προς αυτους ο πατηρ αυτων, Δια τινος οδου ανεχωρησεν; ειχον δε ιδει οι υιοι αυτου δια τινος οδου ανεχωρησεν ο ανθρωπος του Θεου ο ελθων εξ Ιουδα.
13 Ed egli disse a' suoi figliuoli: Ammannitemi l'asino; e quando fu ammannito, vi sali sopra.13 Και ειπε προς τους υιους αυτου, Ετοιμασατε μοι την ονον. Και ητοιμασαν εις αυτον την ονον? και εκαθησεν επ' αυτην,
14 E andò dietro all'uomo di Dio, e trovollo che sedeva sotto un terebinto, e dissegli: Se' tu l'uomo di Dio venuto da Giuda? Rispose quegli: Son io.14 και υπηγε κατοπιν του ανθρωπου του Θεου και ευρηκεν αυτον καθημενον υπο δρυν? και ειπε προς αυτον, συ εισαι ο ανθρωπος του Θεου ο ελθων εξ Ιουδα; Ο δε ειπεν, Εγω.
15 E quegli disse a lui: Vieni meco a casa a mangiar del pane.15 Και ειπε προς αυτον, Ελθε μετ' εμου εις την οικιαν και φαγε αρτον.
16 E quegli rispose: Non posso tornar indietro, né venir con te, e io non mangerò pane, né berò acqua in quel luogo:16 Ο δε ειπε, Δεν δυναμαι να επιστρεψω μετα σου ουδε να ελθω μετα σου? ουδε θελω φαγει αρτον ουδε θελω πιει υδωρ μετα σου εν τω τοπω τουτω?
17 Perocché il Signore mi ha parlato di sua propria bocca, e mi ha detto: Non mangerai colà pane, né berai acqua, e non tornerai per la strada, per cui sarai andato.17 διοτι ελαληθη προς εμε δια του λογου του Κυριου, Μη φαγης αρτον μηδε πιης υδωρ εκει, μηδε επιστρεψης υπαγων δια της οδου δια της οποιας ηλθες.
18 E quegli disse a lui: Io son profeta, come se' tu; e un Angelo ha parlato a me a nome del Signore, e mi ha detto: Rimenalo teco a casa tua, affinchè mangi del pane, e beva dell'acqua. Lo ingannò,18 Ειπε δε προς αυτον, Και εγω προφητης ειμαι, καθως συ? και αγγελος ελαλησε προς εμε δια του λογου του Κυριου, λεγων, Επιστρεψον αυτον μετα σου εις την οικιαν σου, δια να φαγη αρτον και να πιη υδωρ. Εψευσθη δε προς αυτον.
19 E lo ricondusse seco: ed egli mangiò del pane in casa di lui, e bevve dell'acqua.19 Και επεστρεψε μετ' αυτου και εφαγεν αρτον εν τω οικω αυτου και επιεν υδωρ.
20 E mentre ei sedevano a mensa, il Signore parlò al profeta, che avea fatto tornare indietro l'altro.20 Και ενω εκαθηντο εις την τραπεζαν, ηλθεν ο λογος του Κυριου προς τον προφητην τον επιστρεψαντα αυτον?
21 Ed egli sclamò, e disse all'uomo di Dio, venuto da Giuda: Queste cose dice il Signore: Perchè tu non hai ubbidito alla parola del Signore, e non hai adempito quello, che il Signore Dio tuo ti comandò,21 και εφωνησε προς τον ανθρωπον του Θεου τον ελθοντα εξ Ιουδα, λεγων, Ουτω λεγει Κυριος. Επειδη παρηκουσας της φωνης του Κυριου και δεν εφυλαξας την εντολην, την οποιαν Κυριος ο Θεος σου προσεταξεν εις σε,
22 E se' tornato in dietro, ed hai mangiato del pane, e bevuto dell'acqua in un luogo, dov'io ti comandai di non mangiar pane, né bere acqua, il tuo cadavere non sarà portato nel sepolcro de' padri tuoi.22 αλλ' επεστρεψας και εφαγες αρτον και επιες υδωρ εν τω τοπω, περι του οποιου ειπε προς σε, Μη φαγης αρτον μηδε πιης υδωρ? το σωμα σου δεν θελει εισελθει εις τον ταφον των πατερων σου.
23 Or quando il profeta, che egli avea fatto tornar indietro ebbe mangiato, e bevuto, quegli ammannì per lui il suo asino.23 Και αφου εφαγεν αρτον και αφου επιεν, ητοιμασεν εκεινος την ονον εις αυτον, εις τον προφητην τον οποιον επεστρεψε.
24 Ed essendo egli partito, un lione lo incontrò per istrada, e lo uccise, e il suo cadavere restò a giacer sulla strada, e l'asino stava presso di lui, e il lione presso al cadavere.24 Και ανεχωρησεν? ευρε δε αυτον λεων καθ' οδον και εθανατωσεν αυτον? και το σωμα αυτου ητο ερριμμενον εν τη οδω? η δε ονος ιστατο πλησιον αυτου και ο λεων ιστατο πλησιον του σωματος.
25 Or avvenne, che dei passegeri osservarono il cadavere, che giaceva sulla strada, e il lione, che gli stava dappresso: e andarono, e divolgaron la cosa nella città, dove abitava quel vecchio profeta.25 Και ιδου, ανδρες διαβαινοντες ειδον το σωμα ερριμμενον εν τη οδω και τον λεοντα ισταμενον πλησιον του σωματος? και ελθοντες απηγγειλαν τουτο εν τη πολει, οπου κατωκει ο προφητης ο γερων.
26 E quel profeta, che lo avea fatto tornar indietro, avendo udito tal cosa, disse: Egli è l'uomo di Dio, che è stato disubbidiente alla parola del Signore, e il Signore lo ha dato in balia di un leone, il quale lo ha lacerato, e ucciso secondo la parola detta a lui dal Signore.26 Και οτε ηκουσεν ο προφητης ο επιστρεψας αυτον εκ της οδου, ειπεν, Ουτος ειναι ο ανθρωπος του Θεου, οστις παρηκουσε της φωνης του Κυριου? δια τουτο παρεδωκεν αυτον ο Κυριος εις τον λεοντα, και διεσπαραξεν αυτον και εθανατωσεν αυτον, κατα τον λογον του Κυριου, τον οποιον ελαλησε προς αυτον.
27 E disse a' suoi figliuoli: Ammannitemi l'asino: e quando fu ammannito,27 Και ελαλησε προς τους υιους αυτου, λεγων, Στρωσατε εις εμε την ονον. Και εστρωσαν.
28 Egli andò, e trovò il suo cadavere gettato sulla strada, e l'asino, e il lione, che stavan presso al cadavere: il lione non avea mangiato il cadavere, né fatto alcun male all'asino.28 Και υπηγε και ευρηκε το σωμα αυτου ερριμμενον εν τη οδω, και την ονον και τον λεοντα ισταμενους πλησιον του σωματος? ο λεων δεν εφαγε το σωμα ουδε διεσπαραξε την ονον.
29 Il profeta vecchio pertanto prese il cadavere dell'uomo di Dio, e lo pose sull'asino, e tornando indietro lo portò alla sua città per piangerlo.29 Και εσηκωσεν ο προφητης το σωμα του ανθρωπου του Θεου, και επεθεσεν αυτο επι την ονον, και ανεφερεν αυτον? και ηλθεν εις την πολιν ο προφητης ο γερων, δια να πενθηση και να θαψη αυτον.
30 E pose quel cadavere nella sua sepoltura, e lo piansero, dicendo: Ahi, ahi, fratel mio!30 Και εθεσε το σωμα αυτου εν τω ταφω αυτου? και επενθησαν επ' αυτον, λεγοντες, Φευ αδελφε μου
31 E dopo che l'ebber pianto, diss'egli a' suoi figliuoli: quand'io sarò morto, seppellitemi nel sepolcro, in cui giace l'uomo di Dio: accanto alle ossa di lui ponete le ossa mie.31 Και αφου εθαψεν αυτον, ελαλησε προς τους υιους αυτου, λεγων, Αφου αποθανω, θαψατε και εμε εν τω ταφω, οπου εταφη ο ανθρωπος του Θεου? θεσατε τα οστα μου πλησιον των οστεων αυτου?
32 Imperocché si verificherà certamente la parola predetta da lui a nome del Signore contro l'altare, che è a Bethel, e contro tutti gli adoratori de' luoghi eccelsi, che sono nelle città di Samaria.32 διοτι θελει εξαπαντος εκτελεσθη το πραγμα, το οποιον εφωνησε δια του λογου του Κυριου κατα του θυσιαστηριου εν Βαιθηλ και κατα παντων των οικων των υψηλων τοπων, οιτινες ειναι εις τας πολεις της Σαμαρειας.
33 Dopo tali cose Geroboam non si convertì dalla sua pessima vita, ma pel contrario creò sacerdoti de' luoghi eccelsi, uomini infimi del popolo; chiunque voleva, si consagrava, e diventava sacerdote de' luoghi eccelsi.33 Μετα το πραγμα τουτο δεν επεστρεψεν ο Ιεροβοαμ εκ της οδου αυτου της κακης, αλλ' εκαμε παλιν εκ των εσχατων του λαου ιερεις των υψηλων τοπων? οστις ηθελε, καθιερονεν αυτον, και εγινετο ιερευς των υψηλων τοπων.
34 Così la casa di Geroboam peccò, e fu distrutta, e sradicata dalla superficie della terra.34 Και εγεινε το πραγμα τουτο αιτια αμαρτιας εις τον οικον του Ιεροβοαμ, ωστε να εξολοθρευση και να αφανιση αυτον απο προσωπου της γης.