Scrutatio

Lunedi, 6 maggio 2024 - San Pietro Nolasco ( Letture di oggi)

Primo libro di Samuele 4


font
BIBBIA TINTORIGREEK BIBLE
1 Or avvenne in quei giorni che i Filistei si radunarono per far guerra, e Israele, mossosi contro i Filistei per combatterli, si accampò presso la Pietra del soccorso. Va i Filistei, venuti in Afec,1 Και εγεινε λογος του Σαμουηλ προς παντα τον Ισραηλ. Και εξηλθεν ο Ισραηλ εναντιον των Φιλισταιων εις μαχην, και εστρατοπεδευσαν πλησιον του Εβεν-εζερ? οι δε Φιλισταιοι εστρατοπεδευσαν εν Αφεκ.
2 schierarono l'esercito in faccia a Israele. Appiccatasi poi la battaglia, Israele voltò le spalle ai Filistei che, in quel conflitto, trucidarono qua e là per i campi circa quattro mila uomini.2 Και παρεταχθησαν οι Φιλισταιοι εναντιον του Ισραηλ? και οτε εξηπλωθη η μαχη, εκτυπηθη ο Ισραηλ εμπροσθεν των Φιλισταιων? και εφονευθησαν εν τω πεδιω κατα την συμπλοκην εως τεσσαρες χιλιαδες ανδρων.
3 Il popolo tornò nel campo, e gli anziani d'Israele dissero: « Peichè il Signore ci ha oggi percossi davanti ai Filistei? Portiamo tra noi, da Silo, l'arca dell'alleanza del Signore, facciamola venire in mezzo a noi, affinchè ci salvi dalla mano dei nostri nemici ».3 Οτε δε ηλθεν ο λαος εις το στρατοπεδον, ειπον οι πρεσβυτεροι του Ισραηλ, Δια τι ο Κυριος επαταξεν ημας σημερον εμπροσθεν των Φιλισταιων; ας λαβωμεν προς εαυτους απο Σηλω την κιβωτον της διαθηκης του Κυριου, και ελθουσα εν μεσω ημων θελει σωσει ημας εκ της χειρος των εχθρων ημων.
4 Il popolo mandò adunque in Silo, e di là fu portata l'arca dell'alleanza del Signore degli eserciti, che siede sopra i Cherubini; e i due figli d'Eli, Ofni e Finees, seguiròn l'arca dell'alleanza di Dio.4 Και απεστειλεν ο λαος εις Σηλω, και εσηκωσαν εκειθεν την κιβωτον της διαθηκης του Κυριου των δυναμεων, του καθημενου επι των χερουβειμ? και αμφοτεροι οι υιοι του Ηλει, Οφνει και Φινεες, ησαν εκει μετα της κιβωτου της διαθηκης του Θεου.
5 Or quando l'arca dell'alleanza del Signore arrivò nel campo, tutto Israele emise un gran grido che fece rimbombar la terra.5 Και οτε ηλθεν η κιβωτος της διαθηκης του Κυριου εις το στρατοπεδον, πας ο Ισραηλ ηλαλαξε μετα φωνης μεγαλης, ωστε αντηχησεν η γη.
6 Appena i Filistei sentirono le alte grida, esclamarono: « Che è mai questo rumore di grandi grida nel campo degli Ebrei? » E saputo che era giunta nel campo l'arca del Signore,6 Και ακουσαντες οι Φιλισταιοι την φωνην του αλαλαγμου, ειπον, Τι σημαινει η φωνη του μεγαλου τουτου αλαλαγμου εν τω στρατοπεδω των Εβραιων; Και εμαθον οτι η κιβωτος του Κυριου ηλθεν εις το στρατοπεδον.
7 s'impaurirono ed esclamarono: « Dio è venuto'nel campo! » E dicevan, mandando gemiti:7 Και εφοβηθησαν οι Φιλισταιοι, λεγοντες, Ο Θεος ηλθεν εις το στρατοπεδον. Και ειπον, Ουαι εις ημας. Διοτι δεν εσταθη τοιουτον πραγμα χθες και προχθες?
8 « Guai a noi! Non vi fu tanta allegrezza ieri e ier l'altro: guai a noi! Chi ci salverà dalle mani di questi dèi sublimi? Questi son gli dèi che nel deserto percossero l'Egitto con ogni sorta di piaghe.8 ουαι εις ημας. Τις θελει σωσει ημας εκ της χειρος των θεων τουτων των ισχυρων; ουτοι ειναι οι θεοι, οι παταξαντες τους Αιγυπτιους εν παση πληγη εν τη ερημω?
9 Fatevi animo, o Filistei, e siate uomini, per non servire agli Ebrei, come essi hanno servito a voi: fatevi animo e combattete ».9 ενδυναμωθητε, Φιλισταιοι, και σταθητε ως ανδρες, δια να μη γεινητε δουλοι εις τους Εβραιους, καθως αυτοι εσταθησαν δουλοι εις εσας? σταθητε ως ανδρες, και πολεμησατε αυτους.
10 I Filistei adunque attaccarono battaglia, e Israele fu sconfitto in modo che ciascuno fuggi alla sua tenda, e la rotta fu tanto grande che trenta mila pedoni d'Israele perirono,10 Τοτε οι Φιλισταιοι επολεμησαν? και εκτυπηθη ο Ισραηλ, και εφυγεν εκαστος εις την σκηνην αυτου? και εγεινε σφαγη μεγαλη σφοδρα? και επεσον εκ του Ισραηλ τριακοντα χιλιαδες πεζοι.
11 e fu presa l'arca di Dio, e morirono anche i due figli d'Eli, Ofni e Finees.11 Και η κιβωτος του Θεου επιασθη? και αμφοτεροι οι υιοι του Ηλει, Οφνει και Φινεες, εθανατωθησαν.
12 Nello stesso giorno, un uomo di Beniamino, fuggito dalla battaglia, arrivò a. Silo, colla veste stracciata e la testa coperta di polvere.12 Και εδραμεν εκ της μαχης ανθρωπος τις εκ του Βενιαμιν, και ηλθεν εις Σηλω την αυτην ημεραν, εχων τα ιματια αυτου διεσχισμενα και χωμα επι την κεφαλην αυτου.
13 Eli, quando egli giunse, stava seduto sulla sua sedia, cogli occhi verso la strada, perchè il suo cuore tremava per l'arca di Dio. Quell'uomo, entrato che fu,diede la nuova alla città, che si mise tutta a urlare.13 Και οτε ηλθεν, ιδου, ο Ηλει εκαθητο επι της καθεδρας, κατα το πλαγιον της οδου, σκοπευων? διοτι η καρδια αυτου ετρεμε περι της κιβωτου του Θεου. Και οτε ο ανθρωπος ελθων εις την πολιν ανηγγειλε ταυτα, ανεβοησε πασα η πολις.
14 Ed Eli, sentendo il clamore delle grida, disse: « Che cos'è questo rumore di tumulto? » Allora quell'uomo, affrettatosi, venne ad Eli e gli diede la nuova.14 Και ακουσας ο Ηλει την φωνην της βοης, ειπε, Τι σημαινει η φωνη της βοης ταυτης; Και ο ανθρωπος ηλθε σπευδων και ανηγγειλε προς τον Ηλει.
15 Eli aveva novant'otto anni; i suoi occhi erano ottenebrati e non potevano vedere.15 Ητο δε ο Ηλει ενενηκοντα οκτω ετων? και οι οφθαλμοι αυτου ησαν ημαυρωμενοι, ωστε δεν ηδυνατο να βλεπη.
16 Quell'uomo disse"dunque ad Eli: « Son io che vengo dalla battaglia, io che oggi sono fuggito dal campo ». Eli gli disse: « E che è avvenuto, figlio mio? »16 Και ειπεν ο ανθρωπος προς τον Ηλει, Εγω ειμαι ο ελθων εκ της μαχης, και εφυγον εγω εκ της μαχης σημερον. Και ειπε, Τι εγεινε, τεκνον μου;
17 E quell'uomo che portava la nuova rispose: « Israele è fuggito davanti ai Filistei; è stata fatta una grande strage del popolo, e per di più anche i tuoi figli Ofni e Finees son morti, e l'arca di Dio è stata presa ».17 Και απεκριθη ο μηνυτης και ειπεν, Εφυγεν ο Ισραηλ εμπροσθεν των Φιλισταιων, και ετι μεγαλη σφαγη εγεινεν εις τον λαον? και προσετι αμφοτεροι οι υιοι σου, Οφνει και Φινεες, απεθανον? και η κιβωτος του Θεου επιασθη.
18 Appena egli ebbe nominata l'arca di Dio, Eli cadde dalla sua sedia all'indietro, vicino alla porta, e, rottosi il collo, morì: egli era vecchio decrepito, ed aveva giudicato Israele per quarantanni.18 Και καθως ανεφερε περι της κιβωτου του Θεου, ο Ηλει επεσεν εκ της καθεδρας εις τα οπισθια προς το πλαγιον της πυλης, και συνετριβη ο τραχηλος αυτου, και απεθανε? διοτι ητο γερων ο ανθρωπος και βαρυς. Εκρινε δε αυτος τον Ισραηλ τεσσαρακοντα ετη.
19 E la sua nuora, moglie di Finees, che era gravida e vicina al parto, sentito che l'arca di Dio era stata presa, che il suo suocero e il suo marito erari morti, si piegò e partorì, sopraffatta ad un tratto dai dolori.19 Και η νυμφη αυτου, η γυνη του Φινεες, ουσα εγκυος, ετοιμη να γεννηση, ως ηκουσε την αγγελιαν, οτι η κιβωτος του Θεου επιασθη και οτι ο πενθερος αυτης και ο ανηρ αυτης απεθανον, εκυρτωθη και εγεννησε? διοτι ηλθον εις αυτην οι πονοι.
20 Nel momento in cui essa moriva, quelle che le stavano d'intorno le dissero: « Non temere: hai dato alla luce un figlio maschio ». Ma essa non diede loro risposta, nè vi fece attenzione.20 Και καθ' ον καιρον απεθνησκεν, αι γυναικες αι παρισταμεναι ειπον προς αυτην, Μη φοβου? διοτι εγεννησας υιον. Εκεινη ομως δεν απεκριθη ουδε εβαλεν αυτο εις την καρδιαν αυτης.
21 E chiamò il bambino Icabod, dicendo: « La gloria è stata portata via da Israele! » A causa della perdita dell'arca di Dio, del suo socero e del suo marito,21 Και εκαλεσε το παιδιον Ιχαβωδ, λεγουσα, Η δοξα εφυγεν εκ του Ισραηλ? διοτι η κιβωτος του Θεου επιασθη, και διοτι ο πενθερος αυτης και ο ανηρ αυτης απεθανον.
22 disse: « La gloria è stata poetata via da Israele », perchè l'arca di Dio era stata presa.22 Και ειπεν, Η δοξα εφυγεν εκ του Ισραηλ? διοτι επιασθη η κιβωτος του Θεου.