Scrutatio

Martedi, 7 maggio 2024 - Santa Flavia ( Letture di oggi)

Primo libro di Samuele 23


font
BIBBIA TINTORIGREEK BIBLE
1 Essendo venuti alcuni a riferire e a dire a David: « Ecco, i Filistei attaccano Ceila e saccheggiano le aie »,1 Απηγγειλαν δε προς τον Δαβιδ, λεγοντες, Ιδου, οι Φιλισταιοι πολεμουσιν εν Κεειλα και διαρπαζουσι τα αλωνια.
2 David consultò il Signore, dicendo: « Devo andare? Batterò questi Filistei? » Il Signore rispose a David: « Va pure: batterai i Filistei e salverai Ceila ».2 Και ηρωτησεν ο Δαβιδ τον Κυριον, λεγων, Να υπαγω και να παταξω τους Φιλισταιους τουτους; Και ειπεν ο Κυριος προς τον Δαβιδ, Υπαγε και παταξον τους Φιλισταιους και σωσον την Κεειλα.
3 Ma gli uomini che eran con David gli dissero: « Ecco abbiamo paura a star nella Giudea quanto più se andremo a Ceda, contro le schiere dei Filistei? »3 Και ειπον οι ανδρες του Δαβιδ προς αυτον, Ιδου, ημεις ενταυθα εν τη Ιουδαια φοβουμεθα? ποσω δε μαλλον, εαν υπαγωμεν εις Κεειλα εναντιον των στρατευματων των Φιλισταιων;
4 David consultò di nuovo il Signore, il quale gli rispose e gli disse: « Levati e va a Ceila, chè io darò i Filistei nelle tue mani ».4 Και ηρωτησε παλιν ο Δαβιδ εκ δευτερου τον Κυριον. Και απεκριθη προς αυτον ο Κυριος και ειπε, Σηκωθητι, καταβα εις Κεειλα? διοτι θελω παραδωσει τους Φιλισταιους εις την χειρα σου.
5 Allora David andò coi suoi uomini a Ceda, combattè contro i Filistei, menò via il loro bestiame, e, dando adessi una grande sconfitta, salvò gli abitanti di Ceda.5 Τοτε ηλθεν ο Δαβιδ και οι ανδρες αυτου εις Κεειλα, και επολεμησε προς τους Φιλισταιους και ελαβε τα κτηνη αυτων και επαταξεν αυτους εν σφαγη μεγαλη. Και εσωσεν ο Δαβιδ τους κατοικους της Κεειλα.
6 Or quando Abiatar, figlio di Achimelec, fuggì presso David a Ceda, v'andò portando seco l'efod.6 Οτε δε Αβιαθαρ ο υιος του Αχιμελεχ εφυγε προς τον Δαβιδ εις Κεειλα, αυτος ειχε καταβη με εφοδ εν τη χειρι αυτου.
7 Fu riferito a Saul che David era andato a Ceda. Saul disse: « Dio lo ha dato nelle mie mani: egli è già preso, essendo entrato in una città che ha porte e serrature ».7 Και απηγγελθη προς τον Σαουλ οτι ηλθεν ο Δαβιδ εις Κεειλα. Και ειπεν ο Σαουλ, Ο Θεος παρεδωκεν αυτον εις την χειρα μου? διοτι απεκλεισθη, εισελθων εις πολιν εχουσαν πυλας και μοχλους.
8 Poi Saul comandò a tutto il popolo di scendere verso Ceila, per combattere e assediare David e i suoi uomini.8 Και συνεκαλεσεν ο Σαουλ παντα τον λαον εις πολεμον, δια να καταβη εις Κεειλα, να πολιορκηση τον Δαβιδ και τους ανδρας αυτου.
9 Ma David, avendo saputo che Saul gli tramava questo male, disse al sacerdote Abiatar: « Porta qua l'efod ».9 Και εμαθεν ο Δαβιδ οτι ο Σαουλ εμηχανευετο κακον εναντιον αυτου? και ειπε προς τον Αβιαθαρ τον ιερεα, Φερε ενταυθα το εφοδ.
10 E David disse: « Signore Dio d'Israele, il tuo servo ha sentito dire che Saul si dispone a venire contro Ceda, per distrugger la città a causa mia.10 Και ειπεν ο Δαβιδ, Κυριε Θεε του Ισραηλ, μετα βεβαιοτητος ηκουσεν ο δουλος σου οτι ο Σαουλ ζητει να ελθη εις Κεειλα, δια να εξολοθρευση την πολιν εξ αιτιας μου?
11 Gli uomini diCeda mi daranno nelle sue mani? Saul scenderà, come il tuo servo ha sentito dire? Signore Dio d'Israele, fallo sapere al tuo servo ». Il Signore rispose: « Egli scenderà ».11 θελουσι με παραδωσει εις αυτον οι ανδρες της Κεειλα; θελει καταβη ο Σαουλ, καθως ηκουσεν ο δουλος σου; Κυριε Θεε του Ισραηλ, φανερωσον, δεομαι, προς τον δουλον σου. Και ειπεν ο Κυριος, Θελει καταβη.
12 E David chiese: « Gli uomini di Ceda daranno me e la mia gente nelle mani di Saul? » Il Signore rispose: « Vi daranno ».12 Ειπε παλιν ο Δαβιδ, Θελουσι παραδωσει οι ανδρες της Κεειλα εμε και τους ανδρας μου εις την χειρα του Σαουλ; Και ειπεν ο Κυριος, Θελουσι παραδωσει.
13 Allora David se ne andò con i suoi uomini che eran circa seicento, e partiti da Ceda erravano qua e là senza luogo stabile. Saul, essendogli riportato che David era fuggito da Ceda e si era messo in salvo, finse di non partire.13 Τοτε ο Δαβιδ και οι ανδρες αυτου, εως εξακοσιοι, εσηκωθησαν και εξηλθον απο Κεειλα και υπηγον οπου ηδυναντο. Και απηγγελθη προς τον Σαουλ, οτι διεσωθη ο Δαβιδ απο Κεειλα? οθεν απεσχε του να εξελθη.
14 Intanto David se ne stava nel deserto, in luoghi inespugnabili, e si fermò sulla montagna del deserto di Zif, montagna ombrosa: Saul era tutti i giorni a cercarlo; ma il Signore non lo diede nelle sue mani.14 Ο δε Δαβιδ εκαθησεν εν τη ερημω, εν τοποις οχυροις, και εμενεν επι τινος ορους εν τη ερημω Ζιφ. Και αυτον εζητει ο Σαουλ πασας τας ημερας? ο Θεος ομως δεν παρεδωκεν αυτον εις την χειρα αυτου.
15 David, saputo che Saul era uscito per cercar la sua vita, se ne stava nel deserto di Zif, nella foresta.15 Και ειδεν ο Δαβιδ οτι εξηλθεν ο Σαουλ δια να ζητη την ζωην αυτου και ητο ο Δαβιδ εν τη ερημω Ζιφ, εντος του δασους.
16 Ma Gionata, figlio di Saul, levatosi, ando a trovar David nella foresta, e, confortate le sue mani in Dio, gli disse:16 Τοτε εσηκωθη Ιωναθαν, ο υιος του Σαουλ, και υπηγε προς τον Δαβιδ εις το δασος, και ενισχυσε την χειρα αυτου εν τω Θεω.
17 « Non temere: la mano di Saul mio padre non ti potrà raggiungere: tu regnerai sopra Israele, e io sarò il secondo dopo di te: questo lo sa bene anche Saul mio padre ».17 Και ειπε προς αυτον, Μη φοβου? διοτι δεν θελει σε ευρει η χειρ Σαουλ του πατρος μου? και συ θελεις βασιλευσει επι τον Ισραηλ, και εγω θελω εισθαι δευτερος σου? μαλιστα και Σαουλ ο πατηρ μου εξευρει τουτο.
18 Fecero allora tutt'e due alleanza dinanzi al Signore; e David restò nella selva, e Gionata tornò a casa sua.18 Και εκαμον αμφοτεροι συνθηκην ενωπιον του Κυριου? και εκαθητο ο Δαβιδ εντος του δασους, ο δε Ιωναθαν ανεχωρησεν εις τον οικον αυτου.
19 Ma gli Zifei, andati da Saul in Gabaa, gli dissero: « Non sai che David è nascosto presso di noi, nei luoghi più forti della foresta, sul colle d'Achila, che sta a mezzodi del deserto?19 Ανεβησαν δε οι Ζιφαιοι προς τον Σαουλ εις Γαβαα, λεγοντες, Δεν ειναι κεκρυμμενος ο Δαβιδ εις ημας εν οχυρωμασι εντος του δασους, επι του βουνου Εχελα, του προς τα δεξια Γεσιμων;
20 Or dunque vieni nel modo che desideri venire, chè starà a noi darlo nelle mani del re ».20 τωρα λοιπον, βασιλευ, καταβα, καθ' ολην την επιθυμιαν της ψυχης σου εις το να καταβης? και ημων εργον θελει εισθαι να παραδωσωμεν αυτον εις την χειρα του βασιλεως.
21 Saul disse: « Siate benedetti dal Signore, che avete avuto pietà della mia sorte!21 Και ειπεν ο Σαουλ, Ευλογημενοι σεις παρα Κυριου, διοτι ελαβετε συμπαθειαν προς εμε?
22 Andate dunque, mi raccomando, preparate la cosa con diligenza, indagate, notate il luogo dove passa, e chi ce l'ha veduto, perchè egli pensa che io gli tenda degli astuti agguati.22 υπαγετε λοιπον, βεβαιωθητε ακριβεστερα και μαθετε και ιδετε τον τοπον αυτου, που κρυπτεται, τις ειδεν αυτον εκει? διοτι μοι ειπον οτι μηχανευεται πανουργιας?
23 Cercate e notate tutti i nascondigli nei quali egli si rifugia, e tornate a me con notizie sicure, affinchè io venga con voi. Quand'anche si fosse cacciato sotto terra, io Io scoverò fra tutte le migliaia di Giuda ».23 ιδετε λοιπον και μαθετε εν τινι εκ παντων των αποκρυφων τοπων ειναι κεκρυμμενος, και επιστρεψατε προς εμε αφου βεβαιωθητε? και θελω υπαγει με σας? και εαν ηναι εν τη γη ταυτη, βεβαιως θελω εξιχνιασει αυτον μεταξυ πασων των χιλιαδων του Ιουδα.
24 Quelli partirono e andarono a Zif avanti Saul. Ma David e i suoi uomini eran già nel deserto di Maon, nella pianura a mezzodì di Iesimon.24 Και εσηκωθησαν και υπηγον εις Ζιφ προ του Σαουλ? ο Δαβιδ ομως και οι ανδρες αυτου ησαν εν τη ερημω Μαων, εν τη πεδιαδι κατα τα δεξια του Γεσιμων.
25 Or Saul andò colla sua gente a cercarlo, ma David, essendogli riferita la cosa, discese subito verso la roccia e andò a dimorare nel deserto di Maon. e Saul, saputolo, inseguì David nel deserto di Maon.25 Υπηγε δε ο Σαουλ και οι ανδρες αυτου να ζητησωσιν αυτον. Και απηγγελθη τουτο προς τον Δαβιδ? οθεν κατεβη εις την πετραν και εκαθητο εν τη ερημω Μαων. Και ακουσας ο Σαουλ, ετρεξε κατοπιν του Δαβιδ εις την ερημον Μαων.
26 Saul costeggiava il monte da una parte, David e i suoi uomini lo costeggiavano dall'altra, e già David disperava di poter fuggire dinanzi a Saul, perchè Saul e la sua gente avevan fatto come un cerchio intorno a David ed ai suoi per prenderli,26 Και ο μεν Σαουλ επορευετο κατα τουτο το μερος του ορους, ο δε Δαβιδ και οι ανδρες αυτου κατ' εκεινο το μερος του ορους? και εσπευσεν ο Δαβιδ να φυγη απο προσωπου του Σαουλ? πλην ο Σαουλ και οι ανδρες αυτου περιεκυκλωσαν τον Δαβιδ και τους ανδρας αυτου, δια να συλλαβωσιν αυτους.
27 quando un messo venne a dire a Saul: « Affrettati a venire, perchè i Filistei si son gettati sul paese».27 Ηλθε δε μηνυτης προς τον Σαουλ, λεγων, Σπευσον και ελθε, διοτι οι Φιλισταιοι εφωρμησαν εις την γην.
28 Allora Saul cessò di perseguitare David e andò contro i Filistei. Per questo quel luogo fu chiamato Roccia di Separazione.28 Οθεν επεστρεψεν ο Σαουλ απο του να διωκη κατοπιν του Δαβιδ, και υπηγεν εις συναντησιν των Φιλισταιων? δια τουτο ωνομασαν εκεινον τον τοπον, Σελα-αμμαλεκωθ.
29 24-1 24-1 Ανεβη δε ο Δαβιδ εκειθεν και εκαθησεν εν οχυροις τοποις της Εν-γαδδι.