Scrutatio

Martedi, 7 maggio 2024 - Santa Flavia ( Letture di oggi)

Primo libro di Samuele 11


font
BIBBIA TINTORIGREEK BIBLE
1 Or, dopo circa un mese, Naas Am; monita salì a combattere contro Iabes Galaad. Tutti gli uomini di Iabes dissero a Naas: « Prendici come alleati, e noi ti serviremo ».1 Ανεβη δε Ναας ο Αμμωνιτης και εστρατοπεδευσεν εναντιον της Ιαβεις-γαλααδ? και ειπον παντες οι ανδρες της Ιαβεις εις τον Ναας, Καμε συνθηκην προς ημας, και θελομεν σε δουλευει.
2 Ma Naas Ammonita rispose loro: « Ecco l'alleanza che farò con voi: vi caverò a tutti l'occhio destro e vi renderò l'obbrobrio ditutto Israele ».2 Και ειπε προς αυτους Ναας ο Αμμωνιτης, Με τουτο θελω καμει συνθηκην προς εσας, να εξορυξω παντας τους δεξιους οφθαλμους σας, και να βαλω τουτο ονειδος επι παντα τον Ισραηλ.
3 Allora gli anziani di Iabes gli dissero: « Accordaci sette giorni, per mandare ambasciatori in tutti i confini d'Israele, e se non ci sarà chi ci difenda, noi ci arrenderemo ».3 Και ειπον προς αυτον οι πρεσβυτεροι της Ιαβεις, Δος εις ημας επτα ημερων αναβολην, δια να αποστειλωμεν μηνυτας εις παντα τα ορια του Ισραηλ? και τοτε, εαν δεν ηναι τις να μας σωση, θελομεν εξελθει προς σε.
4 Essendo pertanto arrivati gli ambasciatori a Gabaa di Saul, dissero queste parole dinanzi al popolo, il quale tutto ad alte strìda pianse.4 Ηλθον λοιπον οι μηνυται εις Γαβαα του Σαουλ και ειπον τους λογους εις τα ωτα του λαου? και υψωσαν πας ο λαος την φωνην αυτων και εκλαυσαν.
5 Ed ecco Saul tornare dal campo dietro ai buoi, e dire: « Che ha il popolo da piangere? » E gli riferirono le parole degli uomini di Iabes.5 Και ιδου, ο Σαουλ ηρχετο κατοπιν της αγελης εκ του αγρου? και ειπεν ο Σαουλ, Τι εχει ο λαος και κλαιει; Και διηγηθησαν προς αυτον τους λογους των ανδρων της Ιαβεις.
6 Allora lo Spirito del Signore investì Saul, che, udite queste parole, acceso di grande e furibonda ira,6 Και επηλθεν επι τον Σαουλ πνευμα Θεου, οτε ηκουσε τους λογους εκεινους? και εξηφθη η οργη αυτου σφοδρα.
7 prese i due buoi, li tagliò in pezzi, e li mandò per mezzo degli ambasciatori in tutto il territorio d'Israele, dicendo: «Chiunque non uscirà e non seguirà Saul e Samuele, avrà i suoi buoi trattati in questa maniera ». Allora il timor del Signore invase il popolo che uscì come un sol uomo.7 Και ελαβε ζευγος βοων, και κατακοψας αυτους εις τμηματα, απεστειλεν αυτα κατα παντα τα ορια του Ισραηλ δια χειρος μηνυτων, λεγων, Οστις δεν εξελθη κατοπιν του Σαουλ και κατοπιν του Σαμουηλ, ουτω θελει γεινει εις τους βοας αυτου. Και επεπεσε φοβος Κυριου επι τον λαον, και εξηλθον ως εις ανθρωπος.
8 Saul ne fece la rassegna a Bezec: i figli d'Israele eran trecento mila; gli uomini di Giuda trenta mila.8 Και οτε απηριθμησεν αυτους εν Βεζεκ, οι υιοι Ισραηλ ησαν τριακοσιαι χιλιαδες και οι ανδρες Ιουδα τριακοντα χιλιαδες.
9 Dissero poi agli ambasciatori che eran venuti: « Così direte agli uomini di Iabes Galaad: Domani, quando il sole scalderà, sarete salvi ». Gli ambasciatori andarono a portar la nuova agli uomini di Iabes che ne furon pieni di gioia,9 Και ειπον προς τους ελθοντας μηνυτας, Ουτω θελετε ειπει προς τους ανδρας της Ιαβεις-γαλααδ? Αυριον, καθως ο ηλιος θερμανη, θελει εισθαι εις εσας σωτηρια. Και ηλθον οι μηνυται και ανηγγειλαν προς τους ανδρας της Ιαβεις? και υπερεχαρησαν.
10 e dissero: « Domani verremo a voi, e voi ci farete tutto quello che vi piacerà ».10 Και ειπον οι ανδρες της Ιαβεις, Αυριον θελομεν εξελθει προς εσας, και θελετε καμει εις ημας παν ο, τι σας φαινεται καλον.
11 Ma il giorno dopo, Saul, disposto il popolo in tre schiere, entrò nel mezzo del campo alla vigilia del mattino e percosse Ammon finché il giorno non divenne caldo, e quelli che scamparono furono dispersi in modo che non ne restò due insieme.11 Και την επαυριον διηρεσεν ο Σαουλ τον λαον εις τρια ταγματα? και εισηλθον εις το μεσον του στρατοπεδου, εν τη πρωινη φυλακη, και επαταξαν τους Αμμωνιτας εωσου θερμανη η ημερα? και οι εναπολειφθεντες διεσκορπισθησαν, ωστε ουδε δυο εξ αυτων δεν εμειναν ηνωμενοι.
12 Allora il popolo disse a Samuele: « Chi è che ha detto: Potrà regnare Saul sopra di noi? Dateci questi uomini, che li faremo morire ».12 Και ειπεν ο λαος προς τον Σαμουηλ, Τις ειναι εκεινος οστις ειπεν, Ο Σαουλ θελει βασιλευσει εφ' ημας; παραδωσατε τους ανδρας, δια να θανατωσωμεν αυτους.
13 Ma Saul disse: « Non sarà messo a morte nessuno in questo giorno; perchè oggi il Signore ha salvato Israele ».13 Και ειπεν ο Σαουλ, Δεν θελει θανατωθη ουδεις την ημεραν ταυτην? διοτι σημερον εκαμεν ο Κυριος σωτηριαν εν τω Ισραηλ.
14 E Samuele disse al popolo: « Venite, andiamo a Galgala, per rinnovarvi il regno ».14 Τοτε ειπεν ο Σαμουηλ προς τον λαον, Ελθετε, και ας υπαγωμεν εις Γαλγαλα και ας εγκαινισωμεν εκει την βασιλειαν.
15 Allora tutto il popolo andò a Galgala, e costituirono Saul re davanti al Signore in Galgala, ove immolarono nel cospetto del Signore vittime pacifiche. E Saul e tutti gli uomini d'Israele ivi s'abbandonaron alla più grande gioia.15 Και υπηγε πας ο λαος εις Γαλγαλα? και εκει εκαμον τον Σαουλ βασιλεα ενωπιον του Κυριου εν Γαλγαλοις? και εκει εθυσιασαν θυσιας ειρηνικας ενωπιον του Κυριου? και εκει ευφρανθησαν ο Σαουλ και παντες οι ανδρες Ισραηλ σφοδρα.