Scrutatio

Sabato, 4 maggio 2024 - San Ciriaco ( Letture di oggi)

Giudici 8


font
BIBBIA TINTORIGREEK BIBLE
1 Gli uomini di Efraim dissero a Gedeone: « Che hai inteso di fare col non invitarci andando a combattere contro Madian? » E contesero aspramente con lui, quasi fino alla violenza.1 Και ειπον προς αυτον οι ανδρες Εφραιμ, Τι ειναι το πραγμα τουτο, το οποιον εκαμες εις ημας, οτι δεν εκαλεσας ημας οτε υπηγες να πολεμησης εναντιον του Μαδιαμ; και ελογομαχησαν σφοδρα μετ' αυτου.
2 Ma egli rispose loro: « E che ho potuto fare io di simile a quello che voi avete fatto? Non vai forse più un grappolo d'Efraim, che le vendemmie di Abiezer?2 Ο δε ειπε προς αυτους, Τι εκαμα τωρα ως προς εσας; δεν ειναι καλητερον το αποτρυγημα του Εφραιμ παρα τον τρυγητον του Αβι-εζερ;
3 Il Signore vi ha dato nelle mani i principi di Madian, Oreb e Zeb: ed io che ho potuto fare di simile a quello che voi avete fatto? » Dette queste parole, si calmò lo spirito da cui erano animati contro di lui.3 παρεδωκεν ο Θεος εις τας χειρας σας τους αρχηγους του Μαδιαμ, τον Ωρηβ και τον Ζηβ? και τι ηδυναμην να καμω ως προς εσας; Τοτε το πνευμα αυτων ησυχασε προς αυτον, οτε ελαλησε τον λογον τουτον.
4 Or Gedeone, giunto al Giordano, lo passò con i trecento uomini che erano con lui; ma per la stanchezza non potevano inseguire i fuggiaschi.4 Και ελθων ο Γεδεων εις τον Ιορδανην, διεβη, αυτος και οι τριακοσιοι ανδρες οι μετ' αυτου, αποκαμωμενοι, ομως καταδιωκοντες.
5 Allora egli disse alla gente di Soccot: « Date, vi prego, del pane agli uomini che son con me, chè sono molto stanchi, affinchè possiamo inseguire Zebee e Salmana, re di Madian ».5 Και ειπε προς τους ανθρωπους της Σοκχωθ, Δοτε, παρακαλω, αρτους τινας εις τον λαον τον ακολουθουντα με? διοτι ειναι αποκαμωμενος, και εγω καταδιωκω οπισω του Ζεβεε και του Σαλμανα, των βασιλεων του Μαδιαμ.
6 Ma i principi di Soccot risposero: « Hai forse già in mano i pugni di Zebee e di Salmana per domandarci dei viveri pel tuo esercito? ».6 Και απεκριθησαν οι αρχηγοι της Σοκχωθ, Μηπως αι χειρες του Ζεβεε και του Σαλμανα ειναι τωρα εις την χειρα σου, ωστε να δωσωμεν αρτους εις το στρατευμα σου;
7 Gedeone rispose loro: « Ebbene, quando il Signore avrà dato nelle mie mani Zebee e Salmana, io vi farò lacerar le carni colle spine e coi triboli del deserto ».7 Και ειπεν ο Γεδεων, Δια τουτο, αφου παραδωση ο Κυριος τον Ζεβεε και τον Σαλμανα εις την χειρα μου, τοτε εγω θελω καταξανει τας σαρκας σας με τας ακανθας της ερημου και με τους τριβολους.
8 Poi di là salito a Fanuel, parlò nella stessa guisa agli uomini di quel luogo, i quali gli risposero come quelli di Soccot.8 Και ανεβη εκειθεν εις Φανουηλ και ελαλησεν ωσαυτως προς αυτους? και απεκριθησαν οι ανδρες της Φανουηλ προς αυτον καθως απεκριθησαν οι ανδρες της Σοκχωθ.
9 E a loro disse: « Quando in pace tornerò dalla vittoria, distruggerò questa torre ».9 Ο δε ειπε και προς τους ανδρας της Φανουηλ, λεγων, Οταν επιστρεψω εν ειρηνη, θελω κατασκαψει τον πυργον τουτον.
10 Intanto Zebee e Salmana prendevano riposo con tutta la loro gente, coi quindici mila rimasti di tutte le schiere dei popoli d'oriente; gli altri centoventimila combattenti che menavan la spada, eran già stati fatti a pezzi.10 Ο Ζεβεε δε και ο Σαλμανα ησαν εν Καρκορ και τα στρατευματα αυτων μετ' αυτων, ως δεκαπεντε χιλιαδες, παντες οι εναπολειφθεντες ολου του στρατευματος των κατοικων της ανατολης? διοτι επεσον εκατον εικοσι χιλιαδες ανδρων συροντων ρομφαιαν.
11 Or Gedeone, salendo per la via di coloro che abitavano sot­to le tende, dalla parte orientale di Nobe e di Iegbaa, percosse il campo dei nemici che se ne stavano sicuri e senza alcun sospet­to.11 Και ανεβη ο Γεδεων απο της οδου των κατοικουντων εν σκηναις, απο ανατολων της Νοβα και της Ιογβεα, και επαταξε το στρατοπεδον? ητο δε το στρατοπεδον εν αφοβια.
12 Zebee e Salmana fuggirono; ma Gedeone li inseguì e li prese dopo avere messo in scompiglio tutto il loro esercito.12 Ο δε Ζεβεε και ο Σαλμανα εφευγον, και αυτος κατεδιωκεν οπισω αυτων, και συνελαβε τους δυο βασιλεις του Μαδιαμ, τον Ζεβεε και τον Σαλμανα, και απαν το στρατοπεδον κατετροπωσε.
13 Tornando dalla battaglia prima del levar del sole, Gedeo­ne,13 Και επεστρεψεν ο Γεδεων ο υιος του Ιωας εκ της μαχης απο της αναβασεως της Αρες.
14 preso un fanciullo della gente di Soccot, gli domandò i nomi dei principi e dei seniori di Soccot, e prese nota di settantasette persone.14 Και συλλαβων νεον τινα εκ των ανδρων της Σοκχωθ, ηρωτησεν αυτον? ο δε περιεγραψε προς αυτον τους αρχηγους της Σοκχωθ και τους πρεσβυτερους αυτης, εβδομηκοντα επτα ανδρας.
15 Andato poi a Soccot, disse loro: « Eccovi Zebee e Salmana, riguardo ai quali mi scherniste col dire: I pugni di Zebee e di Salmana son già nelle tue mani, da domandarci dei viveri per la tua gente stanca e sfinita? »15 Και ηλθεν ο Γεδεων προς τους ανδρας της Σοκχωθ και ειπεν, Ιδου, ο Ζεβεε και ο Σαλμανα, δια τους οποιους με ωνειδισατε, λεγοντες, Μηπως αι χειρες του Ζεβεε και του Σαλμανα ηναι τωρα εις την χειρα σου, ωστε να δωσωμεν αρτους εις τους ανθρωπους σου, τους αποκαμωμενους;
16 Presi poi i seniori della città e quegli uomini di Soccot, con spine del deserto e triboli li fece lacerare e sbranare.16 Και ελαβε τους πρεσβυτερους της πολεως και τας ακανθας της ερημου και τους τριβολους, και επαιδευσε με αυτα τους ανδρας της Σοκχωθ.
17 Abbattè pure la torre di Fanuel, dopo avere uccisi gli abitanti della città.17 Και τον πυργον της Φανουηλ κατεσκαψε και εθανατωσε τους ανδρας της πολεως.
18 E disse a Zebee e a Salmana: « Come erano quegli uomini che voi uccideste sul Tabor? » Risposero: « Somigliavano a te, e uno di essi pareva figlio di re ».18 Τοτε ειπε προς τον Ζεβεε και τον Σαλμανα, Οποιοι ησαν οι ανθρωποι τους οποιους εθανατωσατε εν Θαβωρ; Οι δε ειπον, Οποιος συ, τοιουτοι ησαν? εκαστος ωμοιαζεν υιον βασιλεως.
19 Gedeone disse loro: « Erano miei fratelli, figli di mia madre. Viva il Signore; se voi aveste lasciato loro la vita, io non vi ucciderei ».19 Ο δε ειπεν, Αδελφοι μου, υιοι της μητρος μου ησαν? ζη Κυριος, εαν ηθελετε φυλαξει την ζωην αυτων, εγω δεν ηθελον σας θανατωσει.
20 E disse a Ieter suo primogenito: « Levati e uccidili ». Ma egli non trasse fuori la spada, perchè aveva paura, essendo ancor giovane.20 Και ειπε προς τον Ιεθερ τον πρωτοτοκον αυτου, Σηκωθεις θανατωσον αυτους? αλλ' ο νεος δεν εσυρε την ρομφαιαν αυτου, διοτι εφοβειτο, επειδη ητο ετι παιδιον.
21 Allora Zebee e Salmana dissero: « Levati su tu stesso e ammazzaci, chè la forza è proporzionata all'età ». Gedeone si levò e uccise Zebee e Salmana, e prese gli ornamenti e le borchie con cui suole essere ornato il collo dei cammelli reali.21 Τοτε ειπεν ο Ζεβεε και ο Σαλμανα, Σηκωθητι συ και πεσον εφ' ημας? διοτι κατα τον ανθρωπον και η δυναμις αυτου. Και σηκωθεις ο Γεδεων εθανατωσε τον Ζεβεε και τον Σαλμανα, και ελαβε τους μηνισκους τους περι τον τραχηλον των καμηλων αυτων.
22 Or tutti gli uomini d'Israele dissero a Gedeone: « Sii tu il nostro signore, tu, il tuo figlio e il figlio del tuo figlio, giacché ci hai liberati dalla mano di Madian ».22 Και ειπον οι ανδρες Ισραηλ προς τον Γεδεων, Γενου αρχων εφ' ημας, και συ και ο υιος σου και ο υιος του υιου σου, διοτι εσωσας ημας απο της χειρος του Μαδιαμ.
23 E Gedeone: « Non io sarò il vostro signore, nè lo sarà il mio figlio; ma soltanto il Signore comanderà a voi ».23 Ο δε Γεδεων ειπε προς αυτους, Δεν θελω γεινει αρχων εφ' υμας εγω, αλλ' ουδε ο υιος μου θελει γεινει αρχων εφ' υμας? ο Κυριος θελει εισθαι αρχων εφ' υμας.
24 Gedeone disse loro: « Io vi chiedo soltanto che mi diate gli orecchini che avete predati ». Gli Ismaeliti solevano portare orecchini d'oro.24 Και ειπεν ο Γεδεων προς αυτους, θελω ζητησει απο σας ζητημα? να μοι δωσητε εκαστος τα ενωτια εκ των λαφυρων αυτου? διοτι οι εχθροι ειχον ενωτια χρυσα, οντες Ισμαηλιται.
25 Ed essi risposero: « Te li daremo molto volentieri ». E steso per terra un mantello, vi gettarono sopra gli orecchini predati.25 Και απεκριθησαν, Θελομεν δωσει αυτα μετα χαρας. Και ηπλωσαν φορεμα και ερριπτεν εκει εκαστος τα ενωτια εκ των λαφυρων αυτου.
26 Il peso degli orecchini richiesti fu di mille settecento sicli d'oro, senza gli ornamenti, i monili, le vesti di porpora, che solevano usare i re di Madian, e senza i collari d'oro dei cammelli.26 Και το βαρος των χρυσων ενωτιων, τα οποια εζητησεν, ητο χιλιοι και επτακοσιοι σικλοι χρυσοι? εκτος των μηνισκων και των περιδεραιων και των πορφυρων, τα οποια ησαν επι τους βασιλεις του Μαδιαμ, και εκτος των περιλαιμιων, τα οποια ησαν εις τους τραχηλους των καμηλων αυτων.
27 Gedeone ne fece un Efod, e lo pose nella sua città di Efra. E tutto Israele peccò a causa di questo Efod, che divenne una rovina per Gedeone e per tutta la sua casa.27 Και εκαμεν ο Γεδεων εφοδ εξ αυτων και εθεσεν αυτο εν τη πολει αυτου, εν Οφρα? και επορνευσε πας ο Ισραηλ οπισω αυτου εκει? και εγεινε παγις εις τον Γεδεων και εις τον οικον αυτου.
28 Essendo stati così umiliati dinanzi ai figli d'Israele, i Madianiti non poteron più alzare la testa, e il paese ebbe riposo per quarantanni nei quali governò Gedeone.28 Και εταπεινωθη ο Μαδιαμ εμπροσθεν των υιων Ισραηλ, και δεν εσηκωσε πλεον την κεφαλην αυτου. Και ανεπαυθη η γη τεσσαρακοντα ετη εν ταις ημεραις του Γεδεων.
29 Ierobaal figlio di Gioas se ne tornò ad abitare in casa sua.29 Τοτε υπηγεν ο Ιεροβααλ υιος του Ιωας και κατωκησεν εν τω οικω αυτου.
30 Egli ebbe settanta figli nati da lui e dalle molte mogli che aveva.30 Ειχε δε Γεδεων εβδομηκοντα υιους εξελθοντας εκ των μηρων αυτου? διοτι ειχε γυναικας πολλας.
31 La sua concubina che aveva in Sichem gli partorì un figlio chiamato Abimelec.31 Και η παλλακη αυτου, η εν Συχεμ, και αυτη εγεννησεν εις αυτον υιον, τον οποιον αυτος ωνομασεν Αβιμελεχ.
32 E Gedeone figlio di Gioas morì in prospera vecchiaia, e fu sepolto nel sepolcro di Gioas suo padre, in Etra della famiglia di Ezri.32 Και απεθανεν ο Γεδεων ο υιος του Ιωας εν γηρατι καλω και εταφη εν τω ταφω Ιωας του πατρος αυτου, εν τη Οφρα των Αβι-εζεριτων.
33 Ma dopo la morte di Gedeone i figli d'Israele traviarono e fornicarono con Baal. Fecero alleanza con Baal, lo scelsero come loro dio,33 Αποθανοντος δε του Γεδεων, επεστρεψαν οι υιοι Ισραηλ και επορνευσαν κατοπιν των Βααλειμ και εστησαν εις εαυτους τον Βααλ-βεριθ δια Θεον.
34 senza ricordarsi del Signore Dio loro, che li aveva liberati dalle mani di tutti i nemici d'ogni intorno.34 Και δεν ενεθυμηθησαν οι υιοι Ισραηλ Κυριον τον Θεον αυτων, τον σωσαντα αυτους εκ της χειρος παντων των εχθρων αυτων κυκλοθεν.
35 Essi non ebbero gratitudine alcuna verso la famiglia di Ierobaal, o Gedeone, in proporzione del grande bene che egli aveva fatto a Israele.35 Και δεν εκαμον ελεος εις τον οικον του Ιεροβααλ Γεδεων, αναλογως προς παντα τα αγαθα, τα οποια εκαμεν εις τον Ισραηλ.