Scrutatio

Martedi, 7 maggio 2024 - Santa Flavia ( Letture di oggi)

Giosuè 2


font
BIBBIA TINTORIGREEK BIBLE
1 Giosuè, figlio di Nun, da Setim mandò segretamente due esploratori, dicendo loro: « Andate a esplorare il paese e la città di Gerico ». Ed essi, andati, entrarono in casa d'una donna di mala vita, chiamata Rahab, e vi riposarono.1 Και απεστειλεν Ιησους ο υιος του Ναυη εκ Σιττειμ δυο ανδρας να κατασκοπευσωσι κρυφιως, λεγων, Υπαγετε, ιδετε την γην και την Ιεριχω. Οι δε υπηγον και εισηλθον εις οικιαν γυναικος πορνης, ονομαζομενης Ρααβ, και κατελυσαν εκει.
2 E la nuova fu recata al re di Gerico, al quale fu detto: « Guarda, degli uomini dei figli d'Israele son entrati qua di notte per esplorare il paese ».2 Απηγγειλαν δε προς τον βασιλεα της Ιεριχω, λεγοντες, Ιδου, ηλθον ενταυθα την νυκτα ανδρες εκ των υιων Ισραηλ, δια να κατασκοπευσωσι την γην.
3 Allora il re di Gerico mandò a dire a Rahab: « Fa uscir fuori gli uomini che son venuti da te e son entrati in casa tua, perchè sono spioni venuti ad esplorare tutto il paese ».3 Και απεστειλεν ο βασιλευς της Ιεριχω προς την Ρααβ, λεγων, Εξαγαγε τους ανδρας τους εισελθοντας προς σε, οιτινες εισηλθον εις την οικιαν σου? διοτι ηλθον να κατασκοπευσωσι πασαν την γην.
4 Ma la donna, dopo aver presi e nascosti quegli uomini, disse: « È vero, da me son venuti, ma non sapevo donde fossero,4 Και λαβουσα η γυνη τους δυο ανδρας εκρυψεν αυτους και ειπε, Ναι μεν εισηλθον προς εμε οι ανδρες και δεν εξευρω ποθεν ησαν?
5 e poi al chiudersi della porta, sul far della notte sono usciti, e non so dove siano andati: inseguiteli subito, che li raggiungerete ».5 ενω δε εμελλε να κλεισθη η πυλη, οτε εσκοτασεν, οι ανδρες εξηλθον? δεν εξευρω που υπηγον οι ανδρες? τρεξατε ταχεως κατοπιν αυτων, διοτι θελετε προφθασει αυτους.
6 Essa poi fece salire quegli uomini sulla terrazza della sua casa e li nascose sotto la stoppia di lino che vi si trovava.6 Αυτη ομως ειχεν αναβιβασει αυτους επι το δωμα και σκεπασει αυτους με λινοκαλαμην, την οποιαν ειχεν εστοιβαγμενην επι του δωματος.
7 Or quelli che erano stati mandati l'inseguirono per la strada che mena al guado del Giordano, e appena furono usciti, la porta fu chiusa.7 Και οι ανδρες ετρεξαν κατοπιν αυτων δια της οδου της προς τον Ιορδανην, μεχρι των διαβασεων? και ευθυς αφου ανεχωρησαν οι τρεχοντες κατοπιν αυτων, εκλεισθη η πυλη.
8 Quelli ch'eran nascosti non dormivano ancora, quando la donna salì da loro e disse:8 Και πριν εκεινοι πλαγιασωσιν, αυτη ανεβη προς αυτους επι το δωμα.
9 « So bene che il Signore vi ha dato il paese: il terrore di voi è già caduto sopra di noi, e tutti gli abitanti del paese sono abbattuti.9 Και ειπε προς τους ανδρας, Γνωριζω οτι ο Κυριος εδωκεν εις εσας την γην? και οτι ο τρομος σας επεπεσεν εφ' ημας, και οτι παντες οι κατοικοι της γης ενεκρωθησαν εκ του φοβου σας?
10 Abbiamo udito che il Signore seccò le acque de Mar Rosso, quando vi entraste per uscire dall'Egitto, e come avete trattato i due re degli Amorrei, che eran di là dal Giordano, Sehon ed Og, che voi metteste a morte.10 επειδη ηκουσαμεν πως ο Κυριος εξηρανε τα υδατα της Ερυθρας θαλασσης εμπροσθεν σας, οτε εξηλθετε εξ Αιγυπτου? και τι εκαμετε εις τους δυο βασιλεις των Αμορραιων, τους περαν του Ιορδανου, εις τον Σηων και εις τον Ωγ, τους οποιους εξωλοθρευσατε?
11 Nel sentire queste cose, ci siam perduti di coraggio al vostro arrivo, sapendo che il Signore Dio vostro è Dio lassù in cielo e quaggiù in terra.11 και καθως ηκουσαμεν, διελυθη καρδια ημων, και δεν εμεινε πλεον πνοη εις ουδενα εκ του φοβου σας? διοτι Κυριος ο Θεος σας, αυτος ειναι Θεος εν τω ουρανω ανω και επι της γης κατω.
12 Or dunque giuratemi pel Signore d'usar misericordia colla casa di mio padre, come io l'ho usata con voi, e datemi un segno sicuro12 Και τωρα, ομοσατε μοι, παρακαλω, εις τον Κυριον οτι, καθως εγω εκαμα ελεος εις εσας, θελετε καμει και σεις ελεος εις την οικογενειαν του πατρος μου? και δοτε εις εμε σημειον πιστεως,
13 che risparmierete mio padre e mia madre, i miei fratelli e le mie sorelle, e tutto ciò che loro appartiene, e libererete le nostre anime dalla morte ».13 οτι θελετε φυλαξει την ζωην εις τον πατερα μου και εις την μητερα μου και εις τους αδελφους μου και εις τας αδελφας μου και παντα οσα εχουσι, και θελετε σωσει την ζωην ημων εκ του θανατου.
14 Ed essi le risposero: « Che moriamo noi per voi, se però non ci tradisci: quando il Signore ci avrà dato il paese, useremo verso di te misericordia e fedeltà ».14 Και απεκριθησαν προς αυτην οι ανδρες, Η ζωη ημων εις θανατον ας παραδοθη αντι της ιδικης σας, αν μονον δεν φανερωσητε ταυτην την υποθεσιν ημων, εαν ημεις, οταν ο Κυριος παραδωση εις ημας την γην, δεν δειξωμεν ελεος και πιστιν εις σε.
15 Allora essa li calò con una fune giù dalla finestra, chè la sua casa era attaccata alle mura;15 Τοτε κατεβιβασεν αυτους με σχοινιον δια της θυριδος? διοτι η οικια αυτης ητο εν τω τειχει της πολεως και εν τω τειχει κατωκει.
16 e disse loro: « Andate verso il monte, per non essere in contrati da essi quando ritorneranno, e state lassù nascosti per tre giorni, finché non sian tornati, e poi andrete per la vostra strada ».16 Και ειπε προς αυτους, Απελθετε εις την ορεινην, δια να μη σας συναντησωσιν οι καταδιωκοντες? και κρυφθητε εκει τρεις ημερας, εωσου επιστρεψωσιν οι καταδιωκοντες? και επειτα θελετε υπαγει εις την οδον σας.
17 Ed essi a lei: « Non mancheremo a questo giuramento che ci hai fatto fare,17 Και ειπαν προς αυτην οι ανδρες, Ουτω θελομεν εισθαι καθαροι απο του ορκου σου τουτου, τον οποιον εκαμες ημας να ομοσωμεν?
18 se, quando entreremo nel paese, ti farai riconoscere con questa cordicella di color scarlatto, legandola aila finestra dalla quale ci hai calati, e se raduni in casa tua tuo padre, tua madre, i tuoi fratelli e tutta la tua parentela.18 ιδου, οταν ημεις εισερχωμεθα εις την γην, θελεις δεσει το σχοινιον τουτου του κοκκινου νηματος εις την θυριδα, απο της οποιας κατεβιβασας ημας? και τον πατερα σου και την μητερα σου και τους αδελφους σου και πασαν την οικογενειαν του πατρος σου, θελεις συναξει προς σεαυτην εις την οικιαν?
19 Se alcuno uscirà dalla porta della tua casa, il sangue di lui sarà sopra la sua testa e non ci avremo colpa noi; ma il sangue di tutti quelli che saranno in casa tua cadrà sopra il nostro capo, se alcuno li toccherà.19 και πας οστις εξελθη εκ της θυρας της οικιας σου, το αιμα αυτου θελει εισθαι επι της κεφαλης αυτου, ημεις δε θελομεν εισθαι καθαροι? οστις δε μενη μετα σου εν τη οικια, το αιμα αυτου θελει εισθαι επι της κεφαλης ημων, εαν τις βαλη χειρα επ' αυτον?
20 Se poi per tra dirci tu divulgassi quello che diciamo, noi saremo sciolti dal giuramento che ci hai fatto fare ».20 αλλ' εαν φανερωσης την υποθεσιν ημων ταυτην, τοτε θελομεν εισθαι λελυμενοι απο του ορκου σου, τον οποιον εκαμες ημας να ομοσωμεν.
21 Essa rispose: « Sia fatto come avete detto »; e dopo averli licenziati affinchè se ne andassero, legò la cordicella di color scarlatto alla finestra.21 Και ειπε, Κατα τους λογους σας, ουτως, ας γεινη. Και εξαπεστειλεν αυτους, και ανεχωρησαν? αυτη δε εδεσε το κοκκινον σχοινιον εις την θυριδα.
22 Ed essi andarono al monte e vi stettero tre giorni, finché non fossero tornati quelli che li avevano inseguiti, e che non li trovarono, sebbene li avessero cercati per ogni via.22 Και ανεχωρησαν και ηλθον εις την ορεινην και εμειναν εκει τρεις ημερας, εωσου επεστρεψαν οι καταδιωκοντες? και εζητησαν αυτους οι καταδιωκοντες καθ' ολην την οδον, πλην δεν ευρηκαν.
23 Tornati questi in città, gli esploratori scesero dal monte, e, passato il Giordano, tornarono da Giosuè, figlio di Nun, a cui raccontarono quanto era loro accaduto,23 Και υπεστρεψαν οι δυο ανδρες και κατεβησαν εκ του ορους και διεβησαν και ηλθον προς Ιησουν τον υιον του Ναυη, και διηγηθησαν προς αυτον παντα οσα συνεβησαν εις αυτους.
24 e dissero: « Il Signore ha dato nelle nostre mani tutto quel paese, e tutti i suoi abitanti sono abbattuti dallo spavento ».24 Και ειπον προς τον Ιησουν, Βεβαιως ο Κυριος παρεδωκεν εις τας χειρας ημων πασαν την γην? και μαλιστα παντες οι κατοικοι του τοπου ενεκρωθησαν εκ του φοβου ημων.