1 Ricordati del tuo Creatore nei giorni della tua giovinezza, prima che venga il tempo dell'afflizione e si avvicinino gli anni dei quali dirai: «Non mi piacciono per nulla », | 1 Και ενθυμου τον Πλαστην σου εν ταις ημεραις της νεοτητος σου? πριν ελθωσιν αι κακαι ημεραι, και φθασωσι τα ετη εις τα οποια θελεις ειπει, Δεν εχω ευχαριστησιν εις αυτα? |
2 prima che s'oscuri il sole e la luce e la luna e le stelle, e tornino le nuvole dopo la pioggia. | 2 πριν σκοτισθη ο ηλιος και το φως και σεληνη και οι αστερες, και επανελθωσι τα νεφη μετα την βροχην? |
3 Quando tremeranno i custodi della casa e i gagliardi vacilleranno, e staranno oziose le macinanti ridotte a poche, e si offuscheranno quelli che guardan per le finestre, | 3 οτε οι φυλακες της οικιας θελουσι τρεμει, και οι ανδρες οι ισχυροι θελουσι κλονιζεσθαι, και αι αλεθουσαι θελουσι παυσει? διοτι ωλιγοστευθησαν, και αι βλεπουσαι δια των θυριδων θελουσιν αμαυρωθη? |
4 e si chiuderanno le porte sulla via, e diminuirà il rumore della macina, e ci sarà da levarsi al canto del gallo, e diventeran sorde tutte le figlie dei canti, | 4 και αι θυραι θελουσι κλεισθη εν τη οδω, οτε θελει ασθενησει η φωνη της αλεθουσης, και ο ανθρωπος θελει εξεγειρεσθαι εις την φωνην του στρουθιου, και πασαι αι θυγατερες του ασματος ατονισωσιν? |
5 e si avrà paura delle alture, e si avrà degli spaventi per la via. Fiorirà il mandorlo, la cavalletta diventerà pesante, il cappero non farà più effetto (perchè l'uomo deve andare alla sua dimora eterna e già son per la strada le piangenti). | 5 οτε θελουσι φοβεισθαι το υψος και θελουσι τρεμει εν τη οδω? οτε η αμυγδαλεα θελει ανθησει και η ακρις θελει προξενει βαρος και η ορεξις θελει εκλειψει? διοτι ο ανθρωπος υπαγει εις τον αιωνιον οικον αυτου και οι πενθουντες περικυκλουσι τας οδους? |
6 Prima che si rompa il cordone d'argento, e faccia le grinze la benda d'oro, e si spezzi sulla fonte la brocca, e la carrucola cada in frantumi dentro la cisterna. | 6 πριν λυθη η αργυρα αλυσος και σπαση ο λυχνος ο χρυσους η συντριφθη η υδρια εν τη πηγη η χαλαση ο τροχος εν τω φρεατι, |
7 E torni la polvere alla sua terra da cui ebbe origine e lo spirito torni a Dio che l'aveva dato. | 7 και επιστρεψη το χωμα εις την γην, καθως ητο, και το πνευμα επιστρεψη εις τον Θεον, οστις εδωκεν αυτο. |
8 Vanità delle vanità — disse l'Ecclesiaste — tutto è vanità. | 8 Ματαιοτης ματαιοτητων, ειπεν ο Εκκλησιαστης? τα παντα ματαιοτης. |
9 L'Ecclesiaste, essendo sapientissimo, istruì il popolo, divulgò quanto aveva fatto, e, dopo molte ricerche, compose gran numero di parabole. | 9 Και οσον περισσοτερον ο Εκκλησιαστης εσταθη σοφος, τοσον περισσοτερον εδιδαξε την γνωσιν εις τον λαον? μαλιστα επροσεξε και ηρευνησε και εβαλεν εις ταξιν πολλας παροιμιας. |
10 Cercò utili detti e scrisse massime rottissime piene di verità. | 10 Ο Εκκλησιαστης εζητησε να ευρη λογους ευαρεστους? και το γεγραμμενον ητο ευθυτης και λογοι αληθειας. |
11 Le parole dei saggi son come pungoli, come chiodi che penetrano pròfondamente. E sono state date, mediante il consiglio dei maestri, dall'unico pastore. | 11 Οι λογοι των σοφων ειναι ως βουκεντρα και ως καρφια εμπεπηγμενα υπο των διδασκαλων των συναθροισαντων αυτους? εδοθησαν δε παρα του αυτου ποιμενος. |
12 Figlio mio, non cercar nulla di più: i libri si posson moltiplicare senza numero, il continuo studio affatica il corpo. | 12 Περιπλεον δε τουτων, μαθε, υιε μου, οτι το να καμνη τις πολλα βιβλια δεν εχει τελος, και η πολλη μελετη ειναι μοχθος εις την σαρκα. |
13 Ascoltiamo tutti insieme la conclusione del discorso: Temi Dio ed osserva i suoi comandamenti: questo è tutto l'uomo. | 13 Ας ακουσωμεν το τελος της ολης υποθεσεως? φοβου τον Θεον και φυλαττε τας εντολας αυτου, επειδη τουτο ειναι το παν του ανθρωπου. |
14 E tutte le nostre azioni Dio le porterà in giudizio, per qualunque errore commesso, siano esse buone o cattive. | 14 Διοτι ο Θεος θελει φερει εις κρισιν παν εργον και παν κρυπτον, ειτε αγαθον ειτε πονηρον. |