Scrutatio

Domenica, 5 maggio 2024 - Beato Nunzio Sulprizio ( Letture di oggi)

Secondo libro dei Re 20


font
BIBBIA TINTORIGREEK BIBLE
1 In quel tempo Ezechia cadde in una malattia mortale, e il profeta Isaia figlio di Amos, andato a trovarlo, gli disse: « Così dice il Signore Dio: Metti in ordine le tue cose, perchè tu morrai e non potrai vivere ».1 Κατ' εκεινας τας ημερας ηρρωστησεν ο Εζεκιας εις θανατον? και ηλθε προς αυτον Ησαιας ο προφητης, ο υιος του Αμως, και ειπε προς αυτον, Ουτω λεγει Κυριος? Διαταξον περι του οικου σου, επειδη αποθνησκεις και δεν θελεις ζησει.
2 Ezechia, voltata la faccia verso la parete, pregò il Signore dicendo:2 Τοτε εστρεψε το προσωπον αυτου προς τον τοιχον και προσηυχηθη εις τον Κυριον, λεγων,
3 « Te ne prego, o Signore, e ti scongiuro a ricordarti come io ho camminato dinanzi a te nella verità e con cuore perfetto, ed ho fatto ciò che è gradito davanti ai tuoi occhi ». Ezechia si mise a piangere dirottamente.3 Δεομαι, Κυριε, ενθυμηθητι τωρα, πως περιεπατησα ενωπιον σου εν αληθεια και εν καρδια τελεια και επραξα το αρεστον ενωπιον σου. Και εκλαυσεν ο Εζεκιας κλαυθμον μεγαν.
4 Isaia non aveva ancora passata la metà dell'atrio, quando gli fu indirizzata la parola del Signore in questi termini:4 Και πριν εξελθη ο Ησαιας εις την αυλην την μεσαιαν, εγεινε λογος Κυριου προς αυτον, λεγων,
5 « Ritorna a dire ad Ezechia capo del mio popolo: Queste cose dice il Signore Dio di David tuo padre: Ho sentita la tua preghiera; ho vedute le tue lacrime, ed ecco ti ho risanato: fra tre giorni saalirai al tempio del Signore.5 Επιστρεψον και ειπε προς τον Εζεκιαν τον ηγεμονα του λαου μου, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος του Δαβιδ του πατρος σου? Ηκουσα την προσευχην σου, ειδον τα δακρυα σου? ιδου, εγω θελω σε ιατρευσει την τριτην ημεραν θελεις αναβη εις τον οικον του Κυριου?
6 Anzi aggiungerò quindici anni alla stua vita, e di più libererò te e questa città dal re d'Assiria e proteggerò questa città per amore mio se per amore di David mio servo ».6 και θελω προσθεσει εις τας ημερας σου δεκαπεντε ετη? και θελω ελευθερωσει σε και την πολιν ταυτην εκ της χειρος του βασιλεως της Ασσυριας? και θελω υπερασπισθη την πολιν ταυτην, ενεκεν εμου και ενεκεν του δουλου μου Δαβιδ.
7 Isaia disse: « Portate una massa di fichi ». La portarono. Come l'ebbero messa sopra l'ulcera del re, egli guarì.7 Και ειπεν ο Ησαιας, Λαβετε παλαθην συκων. Και ελαβον και επεθεσαν αυτην επι το ελκος, και ανελαβε την υγειαν αυτου.
8 Ezechia aveva detto ad Isaia: « Quale sarà il segno che il Signore mi guarirà, e che fra tre giorni io salirò al tempio del Signore? »8 Και ειπεν ο Εζεκιας προς τον Ησαιαν, Τι ειναι το σημειον οτι ο Κυριος θελει με ιατρευσει, και οτι θελω αναβη εις τον οικον του Κυριου την τριτην ημεραν;
9 Isaia gli disse: « Ecco da parte del Signore il segno che il Signore compirà la sua parola: Che vuoi? Che l'ombra salga per dieci linee, o che torni indietro per altrettanti gradi?»9 Και ειπεν ο Ησαιας, Τουτο θελει εισθαι εις σε το σημειον παρα Κυριου, οτι θελει καμει ο Κυριος το πραγμα το οποιον ελαλησε? να προχωρηση η σκια δεκα βαθμους, η να στραφη δεκα βαθμους;
10 Ezechia rispose: «Che l'ombra cresca di dieci linee è facile: non questo voglio; ma che torni indietro dieci gradi ».10 Και απεκριθη ο Εζεκιας, Ελαφρον πραγμα ειναι να καταβη η σκια δεκα βαθμους? ουχι, αλλ' ας στραφη οπισω δεκα βαθμους η σκια.
11 Invocato il Signore, il profeta Isaia ricondusse l'ombra per le linee per le quali era già discesa nell'orologio di Acaz, dieci gradi indietro.11 Και εβοησεν ο Ησαιας ο προφητης προς τον Κυριον, και εστρεψεν οπισω την σκιαν δεκα βαθμους, δια των βαθμων τους οποιους κατεβη δια των βαθμων του Αχαζ.
12 In quel tempo Berodac Baladan, figlio di Baladan re di Babilonia, mandò una lettera e doni ad Ezechia, perchè aveva sentito dire che era stato ammalato.12 Κατ' εκεινον τον καιρον Βερωδαχ-βαλαδαν, ο υιος του Βαλαδαν, βασιλευς της Βαβυλωνος, εστειλεν επιστολας και δωρον προς τον Εζεκιαν? διοτι ηκουσεν οτι ηρρωστησεν ο Εζεκιας.
13 Ezechia fece festa alla loro venuta e mostrò loro la casa degli aromi, l'oro, l'argento, i vari profumi e unguenti, le stanze dei suoi vasellami e tutto quello che poteva avere nei suoi tesori. Non vi fu oggetto nella sua casa e nei suoi possessi che Ezechia non facesse loro vedere.13 Και ηκροασθη αυτους ο Εζεκιας και εδειξεν εις αυτους παντα τον οικον των πολυτιμων αυτου πραγματων, τον αργυρον και τον χρυσον και τα αρωματα και τα πολυτιμα μυρα και ολην την οπλοθηκην αυτου και παν ο, τι ευρισκετο εν τοις θησαυροις αυτου? δεν ητο ουδεν εν τω οικω αυτου ουδε υπο πασαν την εξουσιαν αυτου, το οποιον ο Εζεκιας δεν εδειξεν εις αυτους.
14 Ma il profeta Isaia andò a dire al re Ezechia: « Che han detto quegli uomini e da che parte son venuti da te? » Ezechia rispose: « Son venuti a me da lontano paese, da Babilonia ».14 Τοτε ηλθεν Ησαιας ο προφητης προς τον βασιλεα Εζεκιαν και ειπε προς αυτον, Τι λεγουσιν ουτοι οι ανθρωποι; και ποθεν ηλθον προς σε; Και ειπεν ο Εζεκιας, Απο γης μακρας ερχονται, απο Βαβυλωνος.
15 Allora Isaia disse: « Che han veduto nella tua casa? » Ezechia rispose: « Han veduto tutto quello che si trova in casa mia: non vi è nulla nei miei tesori che io non abbia loro mostrato ».15 Ο δε ειπε, Τι ειδον εν τω οικω σου; Και απεκριθη ο Εζεκιας, Ειδον παν ο, τι ειναι εν τω οικω μου? δεν ειναι ουδεν εν τοις θησαυροις μου, το οποιον δεν εδειξα εις αυτους.
16 Disse allora Isaia ad Ezechia: « Ascolta la parola del Signore:16 Τοτε ειπεν ο Ησαιας προς τον Εζεκιαν, Ακουσον τον λογον του Κυριου?
17 Ecco verrà il tempo in cui tutte le cose che sono nella tua casa e tutto quello che i tuoi padri hanno accumulato sino a questo giorno, sarà portato a Babilonia: non resterà nulla, dice il Signore.17 Ιδου, ερχονται ημεραι, καθ' ας παν ο, τι ειναι εν τω οικω σου και ο, τι οι πατερες σου εναπεταμιευσαν μεχρι της ημερας ταυτης, θελει μετακομισθη εις την Βαβυλωνα? δεν θελει μεινει ουδεν, λεγει Κυριος?
18 Ed anche dei tuoi figli prenderanno, quelli che nasceranno da te, che tu genererai, i quali saranno eunuchi nel palazzo del re di Babilonia».18 και εκ των υιων σου οιτινες θελουσιν εξελθει απο σου, τους οποιους θελεις γεννησει, θελουσι λαβει και θελουσι γεινει ευνουχοι εν τω παλατιω του βασιλεως της Βαβυλωνος.
19 Ezechia rispose ad Isaia: « La parola del Signore da te pronunziata è giusta: ci sia pace e verità durante la mia vita».19 Τοτε ειπεν ο Εζεκιας προς τον Ησαιαν, Καλος ο λογος του Κυριου, τον οποιον ελαλησας. Ειπεν ετι, Δεν θελει εισθαι ειρηνη και ασφαλεια εν ταις ημεραις μου;
20 Il resto degli atti di Ezechia, tutte le sue prodezze, come egli fece la piscina e l'acquedotto e portò le acque in città, queste cose non sono scritte nel libro delle cronache dei re di Giuda?20 Αι δε λοιπαι πραξεις του Εζεκιου και παντα τα κατορθωματα αυτου, και τινι τροπω εκαμε το υδροστασιον και το υδραγωγειον και εφερε το υδωρ εις την πολιν, δεν ειναι γεγραμμενα εν τω βιβλιω των χρονικων των βασιλεων του Ιουδα;
21 Ezechia si addormentò coi suoi padri, e gli successe nel regno Manasse suo figlio.21 Και εκοιμηθη ο Εζεκιας μετα των πατερων αυτου? εβασιλευσε δε αντ' αυτου Μανασσης ο υιος αυτου.