Scrutatio

Lunedi, 6 maggio 2024 - San Pietro Nolasco ( Letture di oggi)

Primo libro di Samuele 15


font
BIBBIA RICCIOTTIGREEK BIBLE
1 - Samuele disse a Saul: «Il Signore mi ha inviato per ungerti re sul popolo suo Israele. Ascolta adunque ora la voce del Signore.1 Ειπε δε Σαμουηλ προς τον Σαουλ, Εμε απεστειλεν ο Κυριος να σε χρισω βασιλεα επι τον λαον αυτου, επι τον Ισραηλ? τωρα λοιπον ακουσον της φωνης των λογων του Κυριου.
2 Queste cose dice il Signore degli eserciti: - Ho riandato tutto ciò che Amalec fece ad Israele quando gli si oppose nel viaggio mentre usciva dall'Egitto.2 Ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων? Θελω εκδικησει οσα εκαμεν ο Αμαληκ εις τον Ισραηλ, οτι αντεσταθη εις αυτον εν τη οδω, οτε ανεβαινεν εξ Αιγυπτου?
3 Or adunque va', e percuoti Amalec e distruggi tutto ciò che gli appartiene; non risparmiarlo, e non desiderare alcuna delle cose sue; ma uccidi uomini e donne, fanciulli e lattanti, buoi e pecore, cammelli ed asini -».3 υπαγε τωρα και παταξον τον Αμαληκ, και εξολοθρευσον παν ο, τι εχει και μη φεισθης αυτους? αλλα θανατωσον και ανδρα και γυναικα και παιδιον και θηλαζον και βουν και προβατον και καμηλον και ονον.
4 Saul allora impartì ordini al popolo, e li passò in rassegna come agnelli: [erano] duecentomila fanti e diecimila uomini di Giuda.4 Και ο Σαουλ εκαλεσε τον λαον και απηριθμησεν αυτους εν Τελαιμ, διακοσιας χιλιαδας πεζων και δεκα χιλιαδας ανδρων Ιουδα.
5 Giunto poi Saul alla città di Amalec tese un'imboscata nel torrente,5 Και ηλθεν ο Σαουλ εως της πολεως του Αμαληκ και ενεδρευσεν εν τη φαραγγι.
6 e disse ai Cinei: «Andatevene, ritiratevi, venite via da Amalec, affinchè io non vi coinvolga con esso [nella strage]; poichè voi aveste pietà di tutti i figli d'Israele, quando ascendevano dall'Egitto». Ritiratosi il Cineo dal mezzo degli Amaleciti,6 Και ειπεν ο Σαουλ προς τους Κεναιους, Υπαγετε, αναχωρησατε, καταβητε εκ μεσου των Αμαληκιτων, δια να μη σας συμπεριλαβω μετ' αυτων? διοτι σεις εδειξατε ελεος εις παντας τους υιους Ισραηλ, οτε ανεβαινον εξ Αιγυπτου. Και ανεχωρησαν οι Κεναιοι εκ μεσου των Αμαληκιτων.
7 Saul battè Amalec da Evila fino a Sur che sta dirimpetto all'Egitto.7 Και επαταξεν ο Σαουλ τους Αμαληκιτας απο Αβιλα εως της εισοδου Σουρ, της κατα προσωπον Αιγυπτου.
8 Prese poi vivo Agag, il re di Amalec, mentre tutta la turba fu passata a fil di spada.8 Και συνελαβεν Αγαγ τον βασιλεα των Αμαληκιτων ζωντα, παντα δε τον λαον εξωλοθρευσεν εν στοματι μαχαιρας.
9 Tanto Saul però che il popolo risparmiò Agag e il meglio dei greggi di pecore e di buoi, e le vesti e gli arieti, e tutto ciò che di bello vi aveva; e non vollero che ciò fosse disperso, ma distrussero soltanto quello che era di niun valore e di cattiva qualità.9 Πλην εφεισθη ο Σαουλ και ο λαος τον Αγαγ και τα καλητερα των προβατων και των βοων και των δευτερευοντων και των αρνιων και παντος αγαθου, και δεν ηθελον να εξολοθρευσωσιν αυτα? αλλα παν το ευτελες και εξουδενωμενον, εκεινο εξωλοθρευσαν.
10 La parola del Signore fu rivolta allora a Samuele in questi termini:10 Τοτε εγεινε λογος Κυριου προς τον Σαμουηλ, λεγων,
11 «Io mi pento d'aver costituito re Saul, perchè mi ha abbandonato e non ha eseguito i miei ordini». Samuele se ne afflisse e per tutta la notte non cessò di alzare i suoi gemiti al Signore.11 Μετεμεληθην οτι εκαμα τον Σαουλ βασιλεα? διοτι εστραφη απο οπισθεν μου και τους λογους μου δεν εξετελεσε. Και τουτο ελυπησε τον Σαμουηλ, και εβοησε προς τον Κυριον δι' ολης της νυκτος.
12 Levatosi Samuele quindi di buon mattino per andare incontro a Saul, gli venne annunziato che Saul era giunto a Carmelo, dove s'era eretto un arco trionfale; e quindi tornando aveva ripreso il viaggio ed era disceso a Galgala. Venne pertanto Samuele da Saul, mentre questi stava offrendo al Signore un olocausto colle primizie del bottino apportato da Amalec.12 Και οτε εξηγερθη ο Σαμουηλ ενωρις δια να υπαγη εις συναντησιν του Σαουλ το πρωι, ανηγγειλαν προς τον Σαμουηλ, λεγοντες, Ο Σαουλ ηλθεν εις τον Καρμηλον, και ιδου, ανηγειρεν εις εαυτον τροπαιον? επειτα εστραφη και διεπερασε και κατεβη εις Γαλγαλα.
13 Arrivato che fu Samuele da Saul, questi gli disse: «Benedetto sii dal Signore. Io ho eseguito il comando del Signore».13 Και υπηγεν ο Σαμουηλ προς τον Σαουλ? και ειπεν ο Σαουλ προς αυτον, Ευλογημενος να ησαι παρα του Κυριου? εξετελεσα τον λογον του Κυριου.
14 Ma Samuele chiese: «E che cosa è questo belar di pecore che mi risuona all'orecchio e questo muggir d'armenti che sento?».14 Ειπε δε ο Σαμουηλ, Και τις η φωνη αυτη των προβατων εις τα ωτα μου, και η φωνη των βοων, την οποιαν ακουω;
15 Rispose Saul: «Li hanno qui condotti da Amalec; perchè il popolo ha riserbato il meglio delle pecore e degli armenti per immolarli al Signore Iddio tuo: il resto, però, lo abbiam distrutto».15 Και ειπεν ο Σαουλ, Εκ των Αμαληκιτων εφεραν αυτα? διοτι ο λαος εφεισθη τα καλητερα των προβατων και των βοων, δια να θυσιαση εις Κυριον τον Θεον σου? τα δε λοιπα εξωλοθρευσαμεν.
16 Soggiunse allora Samuele a Saul: «Lasciami rivelarti quanto ebbe a dirmi stanotte il Signore». «Parla», gli rispose.16 Τοτε ειπεν ο Σαμουηλ προς τον Σαουλ, Αφες, και θελω απαγγειλει προς σε τι ελαλησεν ο Κυριος εις εμε την νυκτα. Ο δε ειπε προς αυτον, Λεγε.
17 Samuele allora continuò: «Quando eri ben poca cosa a' tuoi occhi non sei tu divenuto capo delle tribù d'Israele? E il Signore ti unse re sopra Israele17 Και ειπεν ο Σαμουηλ, Ενω συ ησο μικρος εμπροσθεν των οφθαλμων σου, δεν εγεινες η κεφαλη των φυλων του Ισραηλ, και σε εχρισεν ο Κυριος βασιλεα επι τον Ισραηλ;
18 e ti mandò dicendo: - Va', uccidi i peccatori di Amalec, e combattili fino al loro sterminio. -18 και σε εστειλεν ο Κυριος εις την οδον και ειπεν, Υπαγε και εξολοθρευσον τους αμαρτανοντας εις εμε, τους Αμαληκιτας, και πολεμησον εναντιον αυτων εωσου εξαφανισης αυτους?
19 Perchè, dunque non hai ascoltata la voce del Signore, ma ti sei gettato sul bottino e hai fatto il male sotto gli occhi del Signore?».19 δια τι λοιπον δεν υπηκουσας της φωνης του Κυριου, αλλ' ωρμησας επι τα λαφυρα και επραξας το κακον ενωπιον του Κυριου;
20 Soggiunse Saul a Samuele: «Anzi ho ascoltato la voce del Signore: andai dove il Signore mi mandò, ho fatto prigioniero Agag, re di Amalec, e ho sterminati gli Amaleciti.20 Και ειπεν ο Σαουλ προς τον Σαμουηλ, Ναι, υπηκουσα της φωνης του Κυριου και υπηγα εις την οδον εις την οποιαν ο Κυριος με απεστειλε και εφερα τον Αγαγ τον βασιλεα του Αμαληκ, τους δε Αμαληκιτας εξωλοθρευσα?
21 Ma il popolo tra il bottino prese pecore e buoi, come primizie di quanto è stato distrutto per immolarli al Signore Iddio suo in Galgala».21 ο λαος ομως ελαβεν εκ των λαφυρων προβατα και βοας, τα καλητερα απο των απηγορευμενων, δια να θυσιαση εις Κυριον τον Θεον σου εν Γαλγαλοις.
22 Disse allora Samuele: «Vuol forse il Signore olocausti e vittime e non piuttosto che si ubbidisca alla voce del Signore? Poichè l'obbedienza vale assai di più delle vittime e il dare ascolto più che l'offrire grasso di montoni;22 Και ειπεν ο Σαμουηλ, Μηπως ο Κυριος αρεσκεται εις τα ολοκαυτωματα και εις τας θυσιας, καθως εις το να υπακουωμεν της φωνης του Κυριου; ιδου, η υποταγη ειναι καλητερα παρα την θυσιαν? η υπακοη, παρα το παχος των κριων?
23 chè il ribellarsi è paragonabile al peccato della divinazione e il non voler assoggettarsi è quasi come il delitto dell'idolatria. Perchè dunque hai rigettata la parola del Signore, il Signore ha rigettato te, affinchè non sii più re».23 διοτι η απειθεια ειναι καθως το αμαρτημα της μαγειας? και το πεισμα, καθως η ασεβεια και ειδωλολατρεια? επειδη συ απερριψας τον λογον του Κυριου, δια τουτο και αυτος απερριψε σε απο του να ησαι βασιλευς.
24 Disse allora Saul a Samuele: «Ho peccato, poichè ho trasgredito gli ordini del Signore e le tue parole. Ebbi timore del popolo ed ho dato ascolto alla sua voce;24 Και ειπεν ο Σαουλ προς τον Σαμουηλ, Ημαρτησα? διοτι παρεβην το προσταγμα του Κυριου και τους λογους σου, φοβηθεις τον λαον και υπακουσας εις την φωνην αυτων?
25 ma tu ora perdona il mio peccato e torna indietro con me perchè io adori il Signore».25 τωρα λοιπον συγχωρησον, παρακαλω, το αμαρτημα μου και επιστρεψον μετ' εμου, δια να προσκυνησω τον Κυριον.
26 Ma Samuele disse a Saul: «Non tornerò indietro con te: poichè tu hai rigettato la parola del Signore e il Signore ha rigettato te, affinchè tu non sii più re sopra Israele».26 Ο δε Σαμουηλ ειπε προς τον Σαουλ, Δεν θελω επιστρεψει μετα σου? διοτι απερριψας τον λογον του Κυριου, και ο Κυριος απερριψε σε απο του να ησαι βασιλευς επι τον Ισραηλ.
27 E poichè Samuele si voltava per andarsene, Saul gli afferrò il lembo del mantello che si stracciò;27 Και καθως εστραφη ο Σαμουηλ δια να αναχωρηση, εκεινος επιασεν αυτον απο του κρασπεδου του ιματιου αυτου? και εξεσχισθη.
28 onde Samuele disse a lui: «Il Signore ha oggi stracciato da te il regno di Israele e lo ha dato ad un tuo prossimo migliore di te.28 Και ειπε προς αυτον ο Σαμουηλ, Εξεσχισεν η Κυριος την βασιλειαν του Ισραηλ απο σου σημερον και εδωκεν αυτην εις τον πλησιον σου, τον καλητερον σου?
29 Ora il trionfatore d'Israele non perdonerà e non si pentirà, poichè egli non è un uomo per pentirsi».29 ουδε θελει ψευσθη ο Ισχυρος του Ισραηλ ουδε μεταμεληθη? διοτι ουτος δεν ειναι ανθρωπος, ωστε να μεταμεληθη.
30 Ma Saul soggiunse: «Ho peccato, ma tu adesso onorami dinanzi ai seniori del mio popolo e dinanzi ad Israele e ritorna indietro con me, perchè adori il Signore Dio tuo».30 Ο δε ειπεν, Ημαρτησα? αλλα τιμησον με τωρα, παρακαλω, εμπροσθεν των πρεσβυτερων του λαου μου και εμπροσθεν του Ισραηλ, και επιστρεψον μετ' εμου, δια να προσκυνησω Κυριον τον Θεον σου.
31 Ritornato quindi indietro, Samuele seguì Saul e Saul adorò il Signore.31 Και επεστρεψεν ο Σαμουηλ κατοπιν του Σαουλ και προσεκυνησεν ο Σαουλ τον Κυριον.
32 Disse poi Samuele: «Menatemi qua Agag, il re di Amalec». E Agag gli fu presentato assai pingue e tremante. Agag disse: «Così adunque ne separa l'amara morte?».32 Τοτε ειπεν ο Σαμουηλ, Φερετε μοι ενταυθα Αγαγ τον βασιλεα των Αμαληκιτων. Και ηλθε προς αυτον ο Αγαγ χαριεντως? διοτι ελεγεν ο Αγαγ, Βεβαιως η πικρια του θανατου επερασεν.
33 Ma Samuele gli soggiunse: «Come la tua spada ha orbato di figli le donne, così tra le donne sarà orbata di figli la madre tua». E Samuele lo fece a pezzi dinanzi al Signore in Galgala.33 Ο δε Σαμουηλ ειπε, Καθως ητεκνωσε γυναικας η ρομφαια σου, ουτω θελει ατεκνωθη μεταξυ των γυναικων η μητηρ σου. Και κατεκοψεν ο Σαμουηλ τον Αγαγ ενωπιον του Κυριου εν Γαλγαλοις.
34 Samuele si portò poscia a Ramata e Saul salì a casa sua in Galbaa,34 Τοτε ανεχωρησεν ο Σαμουηλ εις Ραμα? ο δε Σαουλ ανεβη εις τον οικον αυτου, εις Γαβαα Σαουλ.
35 nè Samuele vide più Saul fino al giorno della sua morte. Tuttavia Samuele piangeva per Saul, perchè il Signore eransi pentito di averlo costituito re sopra Israele.35 Ο δε Σαμουηλ δεν ειδε πλεον τον Σαουλ εως της ημερας του θανατου αυτου? επενθησεν ομως ο Σαμουηλ δια τον Σαουλ. Και ο Κυριος μετεμεληθη οτι εκαμε τον Σαουλ βασιλεα επι τον Ισραηλ.