Scrutatio

Domenica, 28 aprile 2024 - San Luigi Maria Grignion da Montfort ( Letture di oggi)

Giosuè 2


font
BIBBIA RICCIOTTIGREEK BIBLE
1 - Giosuè, figlio di Nun, mandò segretamente da Setim due esploratori, dicendo: «Andate ad esplorare la terra e la città di Gerico». Essi andarono ed entrarono in casa di una donna meretrice chiamata Raab e vi si riposarono.1 Και απεστειλεν Ιησους ο υιος του Ναυη εκ Σιττειμ δυο ανδρας να κατασκοπευσωσι κρυφιως, λεγων, Υπαγετε, ιδετε την γην και την Ιεριχω. Οι δε υπηγον και εισηλθον εις οικιαν γυναικος πορνης, ονομαζομενης Ρααβ, και κατελυσαν εκει.
2 La cosa fu riferita al re di Gerico e gli fu detto: «Durante la notte certi uomini appartenenti ai figli d'Israele sono entrati in città per esplorare il paese».2 Απηγγειλαν δε προς τον βασιλεα της Ιεριχω, λεγοντες, Ιδου, ηλθον ενταυθα την νυκτα ανδρες εκ των υιων Ισραηλ, δια να κατασκοπευσωσι την γην.
3 Allora il re di Gerico mandò a dire a Raab: «Fa' uscire quegli uomini che son venuti da te e sono in casa tua, perchè essi sono spioni venuti a esplorare tutto il paese».3 Και απεστειλεν ο βασιλευς της Ιεριχω προς την Ρααβ, λεγων, Εξαγαγε τους ανδρας τους εισελθοντας προς σε, οιτινες εισηλθον εις την οικιαν σου? διοτι ηλθον να κατασκοπευσωσι πασαν την γην.
4 Ma la donna, presi quegli uomini, li nascose e disse: «È vero; essi vennero da me, ma io non sapevo donde fossero;4 Και λαβουσα η γυνη τους δυο ανδρας εκρυψεν αυτους και ειπε, Ναι μεν εισηλθον προς εμε οι ανδρες και δεν εξευρω ποθεν ησαν?
5 quando poi si stava per chiudere la porta, sul far della notte, essi se ne andarono non so dove. Inseguiteli senza perder tempo e li raggiungerete».5 ενω δε εμελλε να κλεισθη η πυλη, οτε εσκοτασεν, οι ανδρες εξηλθον? δεν εξευρω που υπηγον οι ανδρες? τρεξατε ταχεως κατοπιν αυτων, διοτι θελετε προφθασει αυτους.
6 Essa allora fece salire quegli uomini sulla terrazza della sua casa e li ricoprì colla stoppia di lino, che là si trovava.6 Αυτη ομως ειχεν αναβιβασει αυτους επι το δωμα και σκεπασει αυτους με λινοκαλαμην, την οποιαν ειχεν εστοιβαγμενην επι του δωματος.
7 Frattanto gl'inviati [del re] li inseguirono per la via che conduce al guado del Giordano; e non appena furono usciti, la porta venne immediatamente chiusa.7 Και οι ανδρες ετρεξαν κατοπιν αυτων δια της οδου της προς τον Ιορδανην, μεχρι των διαβασεων? και ευθυς αφου ανεχωρησαν οι τρεχοντες κατοπιν αυτων, εκλεισθη η πυλη.
8 Non s'erano ancora addormentati coloro che eran nascosti, quando la donna salì da loro per dire:8 Και πριν εκεινοι πλαγιασωσιν, αυτη ανεβη προς αυτους επι το δωμα.
9 «So che il Signore vi darà nelle mani il paese, perchè il terrore del vostro nome ci ha invasi, e tutti gli abitanti del paese hanno perso coraggio.9 Και ειπε προς τους ανδρας, Γνωριζω οτι ο Κυριος εδωκεν εις εσας την γην? και οτι ο τρομος σας επεπεσεν εφ' ημας, και οτι παντες οι κατοικοι της γης ενεκρωθησαν εκ του φοβου σας?
10 Abbiamo inteso che il Signore asciugò le acque del Mar Rosso al vostro passaggio, quando usciste dall'Egitto e quel che voi avete fatto ai due re degli Amorrei, che erano al di là del Giordano, Seon e Og da voi uccisi.10 επειδη ηκουσαμεν πως ο Κυριος εξηρανε τα υδατα της Ερυθρας θαλασσης εμπροσθεν σας, οτε εξηλθετε εξ Αιγυπτου? και τι εκαμετε εις τους δυο βασιλεις των Αμορραιων, τους περαν του Ιορδανου, εις τον Σηων και εις τον Ωγ, τους οποιους εξωλοθρευσατε?
11 All'udir ciò ci siamo impauriti, ci perdemmo di coraggio e al vostro avanzarsi l'animo nostro si è accasciato completamente; perchè il Signore Dio vostro è Dio lassù in cielo e quaggiù in terra.11 και καθως ηκουσαμεν, διελυθη καρδια ημων, και δεν εμεινε πλεον πνοη εις ουδενα εκ του φοβου σας? διοτι Κυριος ο Θεος σας, αυτος ειναι Θεος εν τω ουρανω ανω και επι της γης κατω.
12 Ora dunque giuratemi nel nome del Signore che la stessa misericordia da me usata verso di voi, voi la userete verso la casa del padre mio e mi darete un segnale sicuro12 Και τωρα, ομοσατε μοι, παρακαλω, εις τον Κυριον οτι, καθως εγω εκαμα ελεος εις εσας, θελετε καμει και σεις ελεος εις την οικογενειαν του πατρος μου? και δοτε εις εμε σημειον πιστεως,
13 che voi salverete mio padre, mia madre, i miei fratelli e le mie sorelle e tutto ciò che loro appartiene e ci scamperete dalla morte».13 οτι θελετε φυλαξει την ζωην εις τον πατερα μου και εις την μητερα μου και εις τους αδελφους μου και εις τας αδελφας μου και παντα οσα εχουσι, και θελετε σωσει την ζωην ημων εκ του θανατου.
14 Al che essi risposero: «La nostra vita sarà per voi fino alla morte, se però tu non ci tradirai; e quando il Signore ci avrà dato in mano il paese, noi ti tratteremo con misericordia e con lealtà».14 Και απεκριθησαν προς αυτην οι ανδρες, Η ζωη ημων εις θανατον ας παραδοθη αντι της ιδικης σας, αν μονον δεν φανερωσητε ταυτην την υποθεσιν ημων, εαν ημεις, οταν ο Κυριος παραδωση εις ημας την γην, δεν δειξωμεν ελεος και πιστιν εις σε.
15 Li fece allora calare con una fune dalla finestra, perchè la sua casa dava sulle mura,15 Τοτε κατεβιβασεν αυτους με σχοινιον δια της θυριδος? διοτι η οικια αυτης ητο εν τω τειχει της πολεως και εν τω τειχει κατωκει.
16 e disse loro: «Salite ai monti, così non v'incontrerete con coloro che ritorneranno, e nascondetevi là per tre giorni, fino al loro ritorno; poi ve n'andrete per la vostra strada».16 Και ειπε προς αυτους, Απελθετε εις την ορεινην, δια να μη σας συναντησωσιν οι καταδιωκοντες? και κρυφθητε εκει τρεις ημερας, εωσου επιστρεψωσιν οι καταδιωκοντες? και επειτα θελετε υπαγει εις την οδον σας.
17 Quelli allora soggiunsero: «Noi saremo liberi dal giuramento che ci hai fatto fare,17 Και ειπαν προς αυτην οι ανδρες, Ουτω θελομεν εισθαι καθαροι απο του ορκου σου τουτου, τον οποιον εκαμες ημας να ομοσωμεν?
18 se al nostro entrare nel paese non vi sarà come segno questa fune rossa legata a questa finestra, per la quale ci hai fatto scendere, e se il padre tuo, la tua madre ed i tuoi fratelli e tutta la tua parentela non saranno riuniti in casa.18 ιδου, οταν ημεις εισερχωμεθα εις την γην, θελεις δεσει το σχοινιον τουτου του κοκκινου νηματος εις την θυριδα, απο της οποιας κατεβιβασας ημας? και τον πατερα σου και την μητερα σου και τους αδελφους σου και πασαν την οικογενειαν του πατρος σου, θελεις συναξει προς σεαυτην εις την οικιαν?
19 E se qualcuno di questi uscirà dalla porta di casa tua, il suo sangue ricadrà sul tuo capo e noi non ne avremo colpa; mentre saremo responsabili del sangue di quelli che saranno teco in casa, se qualcuno farà loro ingiuria.19 και πας οστις εξελθη εκ της θυρας της οικιας σου, το αιμα αυτου θελει εισθαι επι της κεφαλης αυτου, ημεις δε θελομεν εισθαι καθαροι? οστις δε μενη μετα σου εν τη οικια, το αιμα αυτου θελει εισθαι επι της κεφαλης ημων, εαν τις βαλη χειρα επ' αυτον?
20 Che se tu pensassi a tradirci e divulgare quanto ti stiamo dicendo, saremo liberi da questo giuramento che ci hai fatto fare».20 αλλ' εαν φανερωσης την υποθεσιν ημων ταυτην, τοτε θελομεν εισθαι λελυμενοι απο του ορκου σου, τον οποιον εκαμες ημας να ομοσωμεν.
21 Al che ella rispose: «Sia come dite!». E nel lasciarli andare per la loro strada appese la fune rossa alla finestra.21 Και ειπε, Κατα τους λογους σας, ουτως, ας γεινη. Και εξαπεστειλεν αυτους, και ανεχωρησαν? αυτη δε εδεσε το κοκκινον σχοινιον εις την θυριδα.
22 Partiti che furono e arrivati sui monti, vi rimasero tre giorni finchè non se ne furono ritornati i loro inseguitori, i quali dopo averli cercati ovunque non eran riusciti a trovarli.22 Και ανεχωρησαν και ηλθον εις την ορεινην και εμειναν εκει τρεις ημερας, εωσου επεστρεψαν οι καταδιωκοντες? και εζητησαν αυτους οι καταδιωκοντες καθ' ολην την οδον, πλην δεν ευρηκαν.
23 Entrati questi in città, i due esploratori fecero ritorno e discesi dal monte passarono il Giordano e se ne vennero a Giosuè figlio di Nun, al quale raccontarono quanto ad essi era accaduto23 Και υπεστρεψαν οι δυο ανδρες και κατεβησαν εκ του ορους και διεβησαν και ηλθον προς Ιησουν τον υιον του Ναυη, και διηγηθησαν προς αυτον παντα οσα συνεβησαν εις αυτους.
24 e dissero: «Il Signore diede nelle nostre mani tutto questo paese, i cui abitanti son tutti in preda allo spavento».24 Και ειπον προς τον Ιησουν, Βεβαιως ο Κυριος παρεδωκεν εις τας χειρας ημων πασαν την γην? και μαλιστα παντες οι κατοικοι του τοπου ενεκρωθησαν εκ του φοβου ημων.