Scrutatio

Lunedi, 29 aprile 2024 - Santa Caterina da Siena ( Letture di oggi)

Vangelo secondo Giovanni 8


font
BIBBIA RICCIOTTIGREEK BIBLE
1 - Gesù poi se n'andò sul monte degli Ulivi;1 Ο δε Ιησους υπηγεν εις το ορος των Ελαιων.
2 e all'alba ritornò nel tempio e tutto il popolo accorse a lui, che seduto lo ammaestrava.2 Και την αυγην ηλθε παλιν εις το ιερον, και πας ο λαος ηρχετο προς αυτον? και καθησας εδιδασκεν αυτους.
3 Ora gli Scribi e i Farisei gli condussero una donna, sorpresa in adulterio; e messala in mezzo,3 Φερουσι δε προς αυτον οι γραμματεις και οι Φαρισαιοι γυναικα συλληφθεισαν επι μοιχεια, και στησαντες αυτην εν τω μεσω,
4 gli dissero: «Maestro, questa donna è stata or ora sorpresa in adulterio.4 λεγουσι προς αυτον? Διδασκαλε, αυτη η γυνη συνεληφθη επ' αυτοφωρω μοιχευομενη.
5 Ora Mosè nella Legge ci ha comandato di lapidare tali persone; tu che dici?».5 Εν δε τω νομω ο Μωυσης προσεταξεν ημας να λιθοβολωνται αι τοιαυται? συ λοιπον τι λεγεις;
6 Essi dicevano ciò per cimentarlo, onde poterlo accusare. Ma Gesù si chinò e col dito si pose a scrivere in terra.6 Ελεγον δε τουτο δοκιμαζοντες αυτον, δια να εχωσι ινα κατηγορωσιν αυτον. Ο δε Ιησους κυψας κατω, εγραφε δια του δακτυλου εις την γην.
7 Siccome insistevano nell'interrogarlo, si levò su e disse loro: «Chi tra voi è senza peccato, getti per primo contro di lei la pietra»;7 Και επειδη επεμενον ερωτωντες αυτον, ανακυψας ειπε προς αυτους? Οστις απο σας ειναι αναμαρτητος, πρωτος ας ριψη τον λιθον επ' αυτην.
8 poi si chinò di nuovo e scriveva in terra.8 Και παλιν κυψας κατω εγραφεν εις την γην.
9 Ma coloro, udito ciò, se ne andarono, un dopo l'altro, cominciando dai più vecchi, in modo che Gesù rimase solo con la donna, ritta in mezzo.9 Εκεινοι δε ακουσαντες, εξηρχοντο εις εκαστος, αρχισαντες απο των πρεσβυτερων εως των εσχατων? και εμεινε μονος ο Ιησους και η γυνη ισταμενη εν τω μεσω.
10 Gesù, alzatosi, le domandò: «Donna, dove sono i tuoi accusatori? Nessuno ti ha condannato?».10 Ανακυψας δε ο Ιησους, ειπε προς αυτην? Γυναι, που ειναι εκεινοι οι κατηγοροι σου; δεν σε κατεδικασεν ουδεις;
11 Ed ella disse: «Nessuno, Signore». «Ebbene», soggiunse Gesù «neppure io ti condanno; va' e non voler più peccare».11 Και εκεινη ειπεν? Ουδεις, Κυριε. Και ο Ιησους ειπε προς αυτην? Ουδε εγω σε καταδικαζω? υπαγε, και εις το εξης μη αμαρτανε.
12 Gesù di nuovo parlò a quelli, dicendo: «Io sono la luce del mondo; chi mi segue non camminerà nelle tenebre, ma avrà la luce di vita».12 Παλιν λοιπον ο Ιησους ελαλησε προς αυτους λεγων? Εγω ειμαι το φως του κοσμου? οστις ακολουθει εμε δεν θελει περιπατησει εις το σκοτος, αλλα θελει εχει το φως της ζωης.
13 Allora i Farisei gli dissero: «Tu ti rendi testimonianza da te medesimo, ma la tua testimonianza non è veritiera».13 Ειπον λοιπον προς αυτον οι Φαρισαιοι? Συ περι σεαυτου μαρτυρεις? η μαρτυρια σου δεν ειναι αληθης.
14 Gesù rispose loro: «Benchè io mi renda testimonianza da me, la mia testimonianza è veritiera, perchè so donde sono venuto e dove vado. Voi invece non sapete nè donde vengo nè dove vado.14 Απεκριθη ο Ιησους και ειπε προς αυτους? Και αν εγω μαρτυρω περι εμαυτου, η μαρτυρια μου ειναι αληθης, διοτι εξευρω ποθεν ηλθον και που υπαγω? σεις ομως δεν εξευρετε ποθεν ερχομαι και που υπαγω.
15 Voi giudicate secondo la carne, ma io non giudico nessuno.15 Σεις κατα την σαρκα κρινετε? εγω δεν κρινω ουδενα.
16 E se io giudico, il mio giudizio è vero, perchè io non sono solo; ma sono io ed il Padre che mi ha mandato.16 Αλλα και εαν εγω κρινω, η κρισις η εμη ειναι αληθης, διοτι μονος δεν ειμαι, αλλ' εγω και ο Πατηρ ο πεμψας με.
17 Anche nella vostra legge sta scritto che la "testimonianza di due uomini è degna di fede".17 Και εν τω νομω δε υμων ειναι γεγραμμενον οτι δυο ανθρωπων η μαρτυρια ειναι αληθινη.
18 Ora io rendo testimonianza di me stesso e rende testimonianza di me anche il Padre che mi ha mandato».18 Εγω ειμαι ο μαρτυρων περι εμαυτου, και ο πεμψας με Πατηρ μαρτυρει περι εμου.
19 Gli domandarono: «Dov'è il Padre tuo?». Rispose Gesù: «Voi non conoscete nè me, nè il Padre; se conosceste me, conoscereste forse anche il Padre mio».19 Ελεγον λοιπον προς αυτον? Που ειναι ο Πατηρ σου; Απεκριθη ο Ιησους? Ουτε εμε εξευρετε ουτε τον Πατερα μου? εαν ηξευρετε εμε, ηθελετε εξευρει και τον Πατερα μου.
20 Queste parole disse Gesù nel gazofilacio, insegnando nel tempio; e nessuno lo prese perchè non era ancora venuta l'ora sua.20 Τουτους τους λογους ελαλησεν ο Ιησους εν τω θησαυροφυλακιω, διδασκων εν τω ιερω, και ουδεις επιασεν αυτον, διοτι δεν ειχεν ελθει ετι η ωρα αυτου.
21 Gesù disse loro di nuovo: «Io me ne vado e voi mi cercherete, e morrete nel vostro peccato. Dove vado io, voi non potete venire».21 Ειπε λοιπον παλιν προς αυτους ο Ιησους? Εγω υπαγω και θελετε με ζητησει, και θελετε αποθανει εν τη αμαρτια υμων? οπου εγω υπαγω, σεις δεν δυνασθε να ελθητε.
22 I Giudei perciò cominciarono a dire: «Che voglia forse uccidersi, poichè dice: - Dove vado io, voi non potete venire? -».22 Ελεγον λοιπον οι Ιουδαιοι? Μηπως θελει θανατωσει εαυτον, και δια τουτο λεγει, Οπου εγω υπαγω, σεις δεν δυνασθε να ελθητε;
23 Ed egli soggiunse loro: «Voi siete di quaggiù, io sono di lassù; voi siete di questo mondo, io non sono di questo mondo.23 Και ειπε προς αυτους? Σεις εισθε εκ των κατω, εγω ειμαι εκ των ανω? σεις εισθε εκ του κοσμου τουτου, εγω δεν ειμαι εκ του κοσμου τουτου.
24 Perciò vi ho detto che morirete nei vostri peccati, perchè se non credete che sono io, morirete nei vostri peccati».24 Σας ειπον λοιπον οτι θελετε αποθανει εν ταις αμαρτιαις υμων? διοτι εαν δεν πιστευσητε οτι εγω ειμαι, θελετε αποθανει εν ταις αμαρτιαις υμων.
25 Gli domandarono allora: «E tu chi sei?». Gesù rispose loro: «Il principio che vi parlo.25 Ελεγον λοιπον προς αυτον? Συ τις εισαι; και ειπε προς αυτους ο Ιησους? Ο, τι σας λεγω απ' αρχης.
26 A vostro riguardo ho molte cose da dire e da giudicare, ma Colui che mi mandò è verace e ciò che io ho udito da lui, lo dico al mondo».26 Πολλα εχω να λεγω και να κρινω περι υμων? αλλ' ο πεμψας με ειναι αληθης, και εγω οσα ηκουσα παρ' αυτου, ταυτα λεγω εις τον κοσμον.
27 Essi non capirono che egli chiamava suo Padre Dio.27 δεν ενοησαν οτι ελεγε προς αυτους περι του Πατρος.
28 Gesù dunque disse loro: «Quando avrete inalzato il Figliuol dell'uomo, allora conoscerete che sono io, e non faccio nulla da me, ma parlo sempre in conformità a quanto mi ha insegnato il Padre mio;28 Ειπε λοιπον προς αυτους ο Ιησους? Οταν υψωσητε τον Υιον του ανθρωπου, τοτε θελετε γνωρισει οτι εγω ειμαι, και απ' εμαυτου δεν καμνω ουδεν, αλλα καθως με εδιδαξεν ο Πατηρ μου, ταυτα λαλω.
29 e chi mi ha mandato è con me e non mi ha lasciato solo, perchè faccio sempre quanto piace a lui».29 Και ο πεμψας με ειναι μετ' εμου? δεν με αφηκεν ο Πατηρ μονον, διοτι εγω καμνω παντοτε τα αρεστα εις αυτον.
30 Mentre parlava così, molti credettero in lui;30 Ενω ελαλει ταυτα, πολλοι επιστευσαν εις αυτον.
31 e Gesù prese a dire ai Giudei che avevano creduto in lui: «Se rimarrete nella mia parola, sarete veramente miei discepoli,31 Ελεγε λοιπον ο Ιησους προς τους Ιουδαιους τους πιστευσαντας εις αυτον? Εαν σεις μεινητε εν τω λογω τω εμω, εισθε αληθως μαθηται μου,
32 conoscerete la verità e la verità vi farà liberi».32 και θελετε γνωρισει την αληθειαν, και η αληθεια θελει σας ελευθερωσει.
33 Gli replicarono: «Noi siamo della stirpe di Abramo e non fummo mai schiavi di nessuno; come dunque dici: - Diverrete liberi? -».33 Απεκριθησαν προς αυτον? Σπερμα του Αβρααμ ειμεθα, και δεν εγειναμεν δουλοι εις ουδενα πωποτε? πως συ λεγεις οτι θελετε γεινει ελευθεροι;
34 Rispose Gesù: «In verità, in verità vi dico: Chi commette il peccato è schiavo del peccato.34 Απεκριθη προς αυτους ο Ιησους? Αληθως, αληθως σας λεγω οτι πας οστις πραττει την αμαρτιαν δουλος ειναι της αμαρτιας.
35 Ora lo schiavo non resta per sempre nella casa; il figlio invece vi resta per sempre.35 Ο δε δουλος δεν μενει παντοτε εν τη οικια? ο υιος μενει παντοτε.
36 Se dunque il Figliuolo vi avrà liberati, sarete veramente liberi.36 Εαν λοιπον ο Υιος σας ελευθερωση, οντως ελευθεροι θελετε εισθαι.
37 So che siete figli di Abramo; ma voi cercate di uccidermi, perchè la mia parola non penetra in voi.37 Εξευρω οτι εισθε σπερμα του Αβρααμ? αλλα ζητειτε να με θανατωσητε, διοτι ο λογος ο εμος δεν χωρει εις εσας.
38 Io dico quello che ho veduto presso il Padre mio; e voi pure fate quello che avete veduto presso il padre vostro».38 Εγω λαλω ο, τι ειδον πλησιον του Πατρος μου? και σεις ομοιως καμνετε ο, τι ειδετε πλησιον του πατρος σας.
39 Gli replicarono: «Il nostro padre è Abramo». Soggiunse Gesù: «Se siete figli di Abramo, fate le opere di Abramo.39 Απεκριθησαν και ειπον προς αυτον? Ο πατηρ ημων ειναι ο Αβρααμ. Λεγει προς αυτους ο Ιησους? Εαν ησθε τεκνα του Αβρααμ, τα εργα του Αβρααμ ηθελετε καμνει.
40 Invece voi ora cercate di uccidere me, che vi ho detto la verità, che udii da Dio. Abramo non fece così.40 Τωρα δε ζητειτε να με θανατωσητε, ανθρωπον οστις σας ελαλησα την αληθειαν, την οποιαν ηκουσα παρα του Θεου? τουτο ο Αβρααμ δεν εκαμε.
41 Voi fate le opere del padre vostro». Gli risposero: «Non siamo nati da fornicazione! Abbiamo un solo Padre, Dio».41 Σεις καμνετε τα εργα του πατρος σας. Ειπον λοιπον προς αυτον? ημεις δεν εγεννηθημεν εκ πορνειας? ενα Πατερα εχομεν, τον Θεον.
42 E Gesù a loro: «Se Dio fosse vostro Padre, amereste anche me, perchè io procedetti e venni da Dio; non sono infatti venuto da me, ma Egli mi ha inviato.42 Ειπε λοιπον προς αυτους ο Ιησους? Εαν ο Θεος ητο Πατηρ σας, ηθελετε αγαπα εμε? διοτι εγω εκ του Θεου εξηλθον και ερχομαι? επειδη δεν ηλθον απ' εμαυτου, αλλ' εκεινος με απεστειλε.
43 Perchè non comprendete il mio linguaggio? Perchè non potete ascoltare la mia parola.43 Δια τι δεν γνωριζετε την λαλιαν μου; διοτι δεν δυνασθε να ακουητε τον λογον μου.
44 Voi avete per padre il diavolo, e volete soddisfare i desiderii del padre vostro. Egli era omicida fin da principio, e non perseverò nella verità, perchè la verità non è in lui. Quando dice la menzogna, parla del suo, perchè è bugiardo e padre di quella.44 Σεις εισθε εκ πατρος του διαβολου και τας επιθυμιας του πατρος σας θελετε να πραττητε. Εκεινος ητο απ' αρχης ανθρωποκτονος και δεν μενει εν τη αληθεια, διοτι αληθεια δεν υπαρχει εν αυτω? οταν λαλη το ψευδος, εκ των ιδιων λαλει, διοτι ειναι ψευστης και ο πατηρ αυτου του ψευδους.
45 Se io quindi dico la verità, voi non mi credete.45 Εγω δε διοτι λεγω την αληθειαν, δεν με πιστευετε.
46 Chi di voi mi convincerà di peccato? Se io dico la verità, perchè non mi volete credere?46 Τις απο σας με ελεγχει περι αμαρτιας; εαν δε αληθειαν λεγω, δια τι σεις δεν με πιστευετε;
47 Chi è da Dio ascolta le parole di Dio, ecco perchè voi non le ascoltate: perchè non siete da Dio».47 Οστις ειναι εκ του Θεου, τους λογους του Θεου ακουει? δια τουτο σεις δεν ακουετε, διοτι εκ του Θεου δεν εισθε.
48 I Giudei replicarono: «Non abbiamo noi ragione di dire che sei un Samaritano, e hai un demonio?».48 Απεκριθησαν λοιπον οι Ιουδαιοι και ειπον προς αυτον? Δεν λεγομεν ημεις καλως οτι Σαμαρειτης εισαι συ και δαιμονιον εχεις;
49 Rispose Gesù: «Io non ho un demonio, ma onoro il Padre mio e voi mi vituperate.49 Απεκριθη ο Ιησους? Εγω δαιμονιον δεν εχω, αλλα τιμω τον Πατερα μου, και σεις με ατιμαζετε.
50 Però io non cerco la mia gloria; v'è chi la cerca e giudica.50 Και εγω δεν ζητω την δοξαν μου? υπαρχει ο ζητων και κρινων.
51 In verità, in verità vi dico che se alcuno custodirà la mia parola non vedrà la morte in eterno».51 Αληθως, αληθως σας λεγω? Εαν τις φυλαξη τον λογον μου, θανατον δεν θελει ιδει εις τον αιωνα.
52 Gli dissero i Giudei: «Ora conosciamo bene che hai un demonio. Abramo è morto, come pure i profeti, e tu dici: - Chi custodirà le mie parole non gusterà la morte in eterno. -52 Ειπον λοιπον προς αυτον οι Ιουδαιοι? Τωρα κατελαβομεν οτι δαιμονιον εχεις. Ο Αβρααμ απεθανε και οι προφηται, και συ λεγεις? Εαν τις φυλαξη τον λογον μου, δεν θελει γευθη θανατον εις τον αιωνα.
53 Sei tu da più del padre nostro Abramo, il quale è morto, come son morti anche i profeti? Chi pretendi di essere?».53 Μηπως συ εισαι μεγαλητερος του πατρος ημων Αβρααμ, οστις απεθανε; και οι προφηται απεθανον? συ τινα καμνεις σεαυτον;
54 Gesù rispose: «Se io glorifico me stesso, la mia gloria è vana; ma è il Padre mio che mi glorifica, quegli che voi chiamate vostro Dio;54 Απεκριθη ο Ιησους? Εαν εγω δοξαζω εμαυτον, η δοξα μου ειναι ουδεν? ο Πατηρ μου ειναι οστις με δοξαζει, τον οποιον σεις λεγετε οτι ειναι Θεος σας.
55 ma voi non lo conoscete, mentre io lo conosco, e se dicessi che non lo conosco, sarei bugiardo come voi, mentre lo conosco e ne osservo la parola.55 Και δεν εγνωρισατε αυτον εγω ομως γνωριζω αυτον? και εαν ειπω οτι δεν γνωριζω αυτον, θελω εισθαι ομοιος σας ψευστης? αλλα γνωριζω αυτον και τον λογον αυτου φυλαττω.
56 Abramo, vostro padre, esultò per vedere il mio giorno: lo vide e si rallegrò».56 Ο Αβρααμ ο πατηρ σας ειχεν αγαλλιασιν να ιδη την ημεραν την εμην και ειδε και εχαρη.
57 I Giudei allora gli dissero: «Non hai ancora cinquant'anni e hai veduto Abramo?».57 Ειπον λοιπον οι Ιουδαιοι προς αυτον? Πεντηκοντα ετη δεν εχεις ετι, και ειδες τον Αβρααμ;
58 Gesù rispose loro: «In verità, in verità vi dico: Prima che Abramo nascesse, io sono».58 Ειπε προς αυτους ο Ιησους? Αληθως, αληθως σας λεγω? Πριν γεινη ο Αβρααμ, εγω ειμαι.
59 Allora presero delle pietre per scagliargliele contro; ma Gesù si nascose ed uscì dal tempio.59 Εσηκωσαν λοιπον λιθους δια να ριψωσι κατ' αυτου? πλην ο Ιησους εκρυβη και εξηλθεν εκ του ιερου περασας δια μεσον αυτων, και ουτως ανεχωρησε.