Scrutatio

Venerdi, 23 maggio 2025 - San Giovanni Battista de Rossi ( Letture di oggi)

Vangelo secondo Giovanni 11


font
BIBBIA RICCIOTTIGREEK BIBLE
1 - Era ammalato un certo Lazzaro di Betania, il villaggio di Maria e Marta sorella di lei.1 Ητο δε τις ασθενης Λαζαρος απο Βηθανιας, εκ της κωμης της Μαριας και Μαρθας της αδελφης αυτης.
2 (Maria era colei che unse d'unguento il Signore e gli asciugò i piedi coi suoi capelli, e Lazzaro, suo fratello, era malato).2 Η δε Μαρια ητο η αλειψασα τον Κυριον με μυρον και σπογγισασα τους ποδας αυτου με τας τριχας αυτης, της οποιας ο αδελφος Λαζαρος ησθενει.
3 Le sue sorelle dunque mandarono a dirgli: «Signore, colui che tu ami, è ammalato».3 Απεστειλαν λοιπον αι αδελφαι προς αυτον, λεγουσαι? Κυριε, ιδου, εκεινος τον οποιον αγαπας, ασθενει.
4 Gesù, udito ciò, rispose: «Questa malattia non è mortale, ma per la gloria di Dio, affinchè per essa sia glorificato il Figliuol di Dio».4 Και ακουσας ο Ιησους ειπεν? Αυτη η ασθενεια δεν ειναι προς θανατον, αλλ' υπερ της δοξης του Θεου, δια να δοξασθη ο Υιος του Θεου δι' αυτης.
5 Gesù poi voleva bene a Marta, alla sorella di lei Maria e a Lazzaro.5 Ηγαπα δε ο Ιησους την Μαρθαν και την αδελφην αυτης και τον Λαζαρον.
6 Com'ebbe sentito ch'egli era ammalato, si trattenne ancora due giorni nello stesso luogo.6 Καθως λοιπον ηκουσεν οτι ασθενει, τοτε μεν εμεινε δυο ημερας εν τω τοπω οπου ητο?
7 Poi disse ai discepoli: «Torniamo in Giudea».7 επειτα μετα τουτο λεγει προς τους μαθητας? Ας υπαγωμεν εις την Ιουδαιαν παλιν.
8 I discepoli gli dissero: «Rabbi, i Giudei cercavano or ora di lapidarti e tu vuoi tornare di nuovo colà?».8 Λεγουσι προς αυτον οι μαθηται? Ραββι, τωρα εζητουν να σε λιθοβολησωσιν οι Ιουδαιοι, και παλιν υπαγεις εκει;
9 Gesù rispose: «Non sono forse dodici le ore del giorno? Se uno cammina di giorno, non inciampa, perchè egli vede la luce di questo mondo;9 Απεκριθη ο Ιησους? Δεν ειναι δωδεκα αι ωραι της ημερας; εαν τις περιπατη εν τη ημερα, δεν προσκοπτει, διοτι βλεπει το φως του κοσμου τουτου?
10 ma se uno cammina di notte inciampa, perchè gli manca la luce».10 εαν τις ομως περιπατη εν τη νυκτι, προσκοπτει, διοτι το φως δεν ειναι εν αυτω.
11 Egli parlò così, poi soggiunse: «Il nostro amico Lazzaro dorme, ma vado a svegliarlo».11 Ταυτα ειπε, και μετα τουτο λεγει προς αυτους? Λαζαρος ο φιλος ημων εκοιμηθη? αλλα υπαγω δια να εξυπνησω αυτον.
12 Allora i suoi discepoli dissero: «Signore, se dorme, guarirà».12 Ειπον λοιπον οι μαθηται αυτου? Κυριε, αν εκοιμηθη, θελει σωθη.
13 Ora Gesù aveva parlato della morte di lui, mentre essi avevano creduto che parlasse del riposo del sonno.13 Αλλ' ο Ιησους ειχεν ειπει περι του θανατου αυτου? εκεινοι ομως ενομισαν οτι λεγει περι της κοιμησεως του υπνου.
14 Allora Gesù disse loro apertamente: «Lazzaro è morto,14 Τοτε λοιπον ειπε προς αυτους ο Ιησους παρρησια? Ο Λαζαρος απεθανε.
15 ed io mi rallegro per voi di non essere stato là, affinchè crediate; ma andiamo da lui».15 Και χαιρω δια σας, δια να πιστευσητε, διοτι δεν ημην εκει? αλλ' ας υπαγωμεν προς αυτον.
16 A questa parola Tommaso, chiamato Didimo, disse agli altri discepoli: «Andiamo anche noi e moriamo con lui».16 Ειπε δε ο Θωμας, ο λεγομενος Διδυμος προς τους συμμαθητας? Ας υπαγωμεν και ημεις, δια να αποθανωμεν μετ' αυτου.
17 Gesù dunque arrivò e trovò Lazzaro già da quattro giorni nella tomba.17 Ελθων λοιπον ο Ιησους ευρεν αυτον τεσσαρας ημερας εχοντα ηδη εν τω μνημειω.
18 Betania distava da Gerusalemme circa quindici stadii;18 Ητο δε η Βηθανια πλησιον των Ιεροσολυμων, απεχουσα ως δεκαπεντε σταδια.
19 molti Giudei erano venuti da Marta e da Maria per consolarle del loro fratello.19 Και πολλοι εκ των Ιουδαιων ειχον ελθει προς την Μαρθαν και Μαριαν, δια να παρηγορησωσιν αυτας περι του αδελφου αυτων.
20 Marta, appena seppe della venuta di Gesù, gli andò incontro, mentre Maria se ne stava in casa.20 Η Μαρθα λοιπον, καθως ηκουσεν οτι ο Ιησους ερχεται, υπηντησεν αυτον? η δε Μαρια εκαθητο εν τω οικω.
21 Marta disse a Gesù: «Signore, se tu fossi stato qui, mio fratello non sarebbe morto;21 Ειπε λοιπον η Μαρθα προς τον Ιησουν? Κυριε, εαν ησο εδω, ο αδελφος μου δεν ηθελεν αποθανει.
22 ma ora so che tutto quello che tu domanderai a Dio, Dio te lo concederà».22 Πλην και τωρα εξευρω οτι οσα ζητησης παρα του Θεου, θελει σοι δωσει ο Θεος.
23 Gesù disse: «Tuo fratello risorgerà».23 Λεγει προς αυτην ο Ιησους? Ο αδελφος σου θελει αναστηθη.
24 Marta rispose: «So che risusciterà nella resurrezione all'ultimo giorno».24 Λεγει προς αυτον η Μαρθα? Εξευρω οτι θελει αναστηθη εν τη αναστασει εν τη εσχατη ημερα.
25 Gesù soggiunse: «Io sono la resurrezione e la vita; chi crede in me quand'anche fosse morto vivrà,25 Ειπε προς αυτην ο Ιησους? Εγω ειμαι η αναστασις και η ζωη? ο πιστευων εις εμε, και αν αποθανη, θελει ζησει?
26 e chi vive e crede in me non morrà in eterno. Credi tu questo?».26 και πας οστις ζη και πιστευει εις εμε δεν θελει αποθανει εις τον αιωνα. Πιστευεις τουτο;
27 Ella rispose: «Sì, Signore, ho sempre creduto che tu sei il Cristo, il Figliuolo di Dio, che sei venuto in questo mondo».27 Λεγει προς αυτον? Ναι, Κυριε, εγω επιστευσα οτι συ εισαι ο Χριστος, ο Υιος του Θεου, ο ερχομενος εις τον κοσμον.
28 Detto questo, se ne andò a chiamare Maria, sua sorella, dicendole piano: «Il Maestro è qua e ti chiama».28 Και αφου ειπε ταυτα, υπηγε και εφωναξε Μαριαν την αδελφην αυτης κρυφιως και ειπεν? Ο Διδασκαλος ηλθε και σε κραζει.
29 Non appena ebbe udito, ella si levò e andò a lui,29 Εκεινη, καθως ηκουσε, σηκονεται ταχεως και ερχεται προς αυτον.
30 che non era ancora entrato nel villaggio, ma stava tuttora nel luogo dove Marta l'aveva incontrato.30 Δεν ειχε δε ελθει ο Ιησους ετι εις την κωμην, αλλ' ητο εν τω τοπω, οπου υπηντησεν αυτον η Μαρθα.
31 I Giudei poi, che erano con essa in casa e la confortavano, quando videro Maria alzarsi in fretta e uscire, la seguirono, dicendo: «Va' al sepolcro a piangere».31 Οι Ιουδαιοι λοιπον, οι οντες μετ' αυτης εν τη οικια και παρηγορουντες αυτην, ιδοντες την Μαριαν οτι εσηκωθη ταχεως και εξηλθεν, ηκολουθησαν αυτην, λεγοντες οτι υπαγει εις το μνημειον, δια να κλαυση εκει.
32 Maria, giunta al luogo dov'era Gesù, al vederlo, si gettò ai suoi piedi e gli disse: «Signore, se tu fossi stato qui, mio fratello non sarebbe morto!».32 Η Μαρια λοιπον καθως ηλθεν οπου ητο ο Ιησους, ιδουσα αυτον επεσεν εις τους ποδας αυτου, λεγουσα προς αυτον? Κυριε, εαν ησο εδω, ο αδελφος μου δεν ηθελεν αποθανει.
33 Gesù vedendo lei piangere e con lei piangere anche i Giudei che l'accompagnavano, fremette in ispirito e si turbò.33 Ο δε Ιησους, καθως ειδεν αυτην κλαιουσαν και τους ελθοντας μετ' αυτης Ιουδαιους κλαιοντας, εστεναξεν εν τη ψυχη αυτου και εταραχθη,
34 Poi domandò: «Dove l'avete posto?». Gli risposero: «Signore, vieni e vedi».34 και ειπε? Που εβαλετε αυτον; Λεγουσι προς αυτον? Κυριε, ελθε και ιδε.
35 E Gesù pianse.35 Εδακρυσεν ο Ιησους.
36 Allora i Giudei dissero: «Guarda, quanto l'amava!».36 Ελεγον λοιπον οι Ιουδαιοι? Ιδε ποσον ηγαπα αυτον.
37 Ma alcuni di loro soggiungevano: «Non poteva costui che aprì gli occhi al cieco nato, fare che questo non morisse?».37 Τινες δε εξ αυτων ειπον? Δεν ηδυνατο ουτος, οστις ηνοιξε τους οφθαλμους του τυφλου, να καμη ωστε και ουτος να μη αποθανη;
38 Allora Gesù, fremendo di nuovo in se stesso, venne al sepolcro, ch'era una grotta con una pietra sovrapposta ad essa.38 Ο Ιησους λοιπον, παλιν στεναζων εν εαυτω, ερχεται εις το μνημειον? ητο δε σπηλαιον, και εκειτο λιθος επ' αυτου.
39 Gesù disse: «Togliete la pietra!». E a Marta, la sorella del morto, che gli osservava: «Signore, già puzza, perchè da quattro giorni è lì»,39 Λεγει ο Ιησους? Σηκωσατε τον λιθον. Λεγει προς αυτον η αδελφη του αποθανοντος η Μαρθα? Κυριε, οζει ηδη? διοτι ειναι τεσσαρων ημερων.
40 Gesù rispose: «Non ti ho detto che, se credi, vedrai la gloria di Dio?».40 Λεγει προς αυτην ο Ιησους? Δεν σοι ειπον οτι εαν πιστευσης, θελεις ιδει την δοξαν του Θεου;
41 Tolsero dunque la pietra, e Gesù, alzati gli occhi al cielo, disse: «Padre, ti ringrazio d'avermi ascoltato.41 Εσηκωσαν λοιπον τον λιθον, οπου εκειτο ο αποθανων. Ο δε Ιησους, υψωσας τους οφθαλμους ανω, ειπε? Πατερ, ευχαριστω σοι οτι μου ηκουσας.
42 Io sapevo che tu mi ascolti sempre, ma l'ho detto per il popolo che mi circonda, affinchè creda che tu mi hai mandato».42 Και εγω εγνωριζον οτι παντοτε μου ακουεις? αλλα δια τον οχλον τον περιεστωτα ειπον τουτο, δια να πιστευσωσιν οτι συ με απεστειλας.
43 E detto questo con gran voce esclamò: «Lazzaro, vieni fuori!».43 Και ταυτα ειπων, μετα φωνης μεγαλης εκραυγασε? Λαζαρε, ελθε εξω.
44 E il morto uscì; coi piedi e le mani legate da fasce ed il viso coperto da un sudario. Gesù disse loro: «Slegatelo e lasciatelo andare».44 Και εξηλθεν ο τεθνηκως, δεδεμενος τους ποδας και τας χειρας με τα σαβανα, και το προσωπον αυτου ητο περιδεδεμενον με σουδαριον. Λεγει προς αυτους ο Ιησους? Λυσατε αυτον και αφησατε να υπαγη.
45 Così molti Giudei, venuti da Maria e da Marta, avendo veduto quanto aveva fatto Gesù, credettero in lui.45 Πολλοι λοιπον εκ των Ιουδαιων, οιτινες ειχον ελθει εις την Μαριαν και ειδον οσα εκαμεν ο Ιησους, επιστευσαν εις αυτον.
46 Ma alcuni di loro andarono dai Farisei e raccontarono quel che Gesù aveva fatto.46 Τινες δε εξ αυτων απηλθον προς τους Φαρισαιους και ειπον προς αυτους οσα εκαμεν ο Ιησους.
47 I pontefici e i Farisei radunarono pertanto il Sinedrio, e dicevano: «Che facciamo? Quest'uomo opera molti miracoli.47 Συνεκροτησαν λοιπον συνεδριον οι αρχιερεις και οι Φαρισαιοι και ελεγον? Τι καμνομεν, διοτι ουτος ο ανθρωπος πολλα θαυματα καμνει.
48 Se lo lasciamo fare tutti crederanno in lui, e verranno i Romani e distruggeranno la nostra città e la nostra nazione».48 Εαν αφησωμεν αυτον ουτω, παντες θελουσι πιστευσει εις αυτον, και θελουσιν ελθει οι Ρωμαιοι και αφανισει και τον τοπον ημων και το εθνος.
49 Allora uno di essi, di nome Caifa, che in quell'anno era sommo sacerdote, disse loro: «Voi non capite nulla49 Εις δε τις εξ αυτων, ο Καιαφας, οστις ητο αρχιερευς του ενιαυτου εκεινου, ειπε προς αυτους? Σεις δεν εξευρετε τιποτε,
50 e non riflettete che val meglio che per il popolo muoia un solo uomo, e non perisca l'intera nazione».50 ουδε συλλογιζεσθε οτι μας συμφερει να αποθανη εις ανθρωπος υπερ του λαου και να μη απολεσθη ολον το εθνος.
51 Egli disse ciò non da se stesso, ma perchè essendo in quell'anno sommo sacerdote, profetò che Gesù doveva morire per la nazione;51 Τουτο δε αφ' εαυτου δεν ειπεν, αλλ' αρχιερευς ων του ενιαυτου εκεινου προεφητευσεν οτι εμελλεν ο Ιησους να αποθανη υπερ του εθνους,
52 e non soltanto per la nazione, ma anche per raccogliere insieme i figliuoli di Dio dispersi.52 και ουχι μονον υπερ του εθνους, αλλα και δια να συναξη εις εν τα τεκνα του Θεου τα διεσκορπισμενα.
53 Così da quel giorno deliberarono d'ucciderlo.53 Απ' εκεινης λοιπον της ημερας συνεβουλευθησαν, δια να θανατωσωσιν αυτον.
54 Perciò Gesù oramai non s'intratteneva in pubblico presso i Giudei; bensì se ne andò nella regione vicina al deserto, in una città di nome Efrem, dove soggiornò coi suoi discepoli.54 Οθεν ο Ιησους δεν περιεπατει πλεον παρρησια μεταξυ των Ιουδαιων, αλλ' ανεχωρησεν εκειθεν εις τον τοπον πλησιον της ερημου, εις πολιν λεγομενην Εφραιμ, και εκει διετριβε μετα των μαθητων αυτου.
55 S'avvicinava frattanto la Pasqua dei Giudei, e molti di quella regione andarono a Gerusalemme prima della Pasqua per purificarsi.55 Επλησιαζε δε το πασχα των Ιουδαιων, και πολλοι ανεβησαν εκ του τοπου εκεινου εις Ιεροσολυμα προ του πασχα, δια να καθαρισωσιν εαυτους.
56 E cercavano di Gesù, e stando nel tempio si domandavano a vicenda: «Che ne dite? Verrà egli alla festa?».56 Εζητουν λοιπον τον Ιησουν και ελεγον προς αλληλους ισταμενοι εν τω ιερω? Τι σας φαινεται οτι δεν θελει ελθει εις την εορτην;
57 Intanto i Pontefici e i Farisei avevano dato ordine che, se qualcuno sapeva dove fosse, lo riferisse, affinchè lo si potesse prendere.57 Ειχον δε δωσει προσταγην και οι αρχιερεις και οι Φαρισαιοι, εαν τις μαθη που ειναι, να μηνυση, δια να πιασωσιν αυτον.