Scrutatio

Martedi, 30 aprile 2024 - San Pio V ( Letture di oggi)

Numeri 11


font
BIBBIA RICCIOTTIGREEK BIBLE
1 - Intanto si levò nel popolo un mormorio contro il Signore, lamentandosi della fatica. Il che udendo il Signore si sdegnò, ed un fuoco del Signore acceso contro di loro consumò l'ultima parte del campo.1 Και εγογγυζεν ο λαος πονηρα εις τα ωτα του Κυριου? και ο Κυριος ηκουσε και εξηφθη η οργη αυτου? και εξεκαυθη μεταξυ αυτων πυρ Κυριου και κατεφαγε το ακρον του στρατοπεδου.
2 Avendo il popolo levate le grida a Mosè, questi supplicò il Signore ed il fuoco cessò.2 Και εβοησεν ο λαος προς τον Μωυσην? και ο Μωυσης προσηυχηθη προς τον Κυριον και επαυσε το πυρ.
3 E chiamò quel luogo col nome di " Incendio ", perchè ivi si era acceso contro di loro il fuoco del Signore.3 Και εκαλεσθη το ονομα του τοπου εκεινου Ταβερα, διοτι εξεκαυθη μεταξυ αυτων πυρ Κυριου.
4 La turba raccogliticcia che era venuta con loro [dall'Egitto] ardeva di cupidigia, e sedendo a piangere, insieme anche a' figli d'Israele, diceva: «Chi ci darà da mangiare delle carni?4 Και το συμμικτον πληθος το μεταξυ αυτων, επεθυμησαν επιθυμιαν? και εκλαιον παλιν και οι υιοι Ισραηλ, και ειπαν, Τις θελει δωσει εις ημας κρεας να φαγωμεν;
5 Ci ricordiamo dei pesci che mangiavamo in Egitto senza spendere; ci tornano in mente i cocomeri, i poponi, i porri, le cipolle e gli agli;5 ενθυμουμεθα τα οψαρια, τα οποια ετρωγομεν εν Αιγυπτω δωρεαν, τα αγγουρια και τα πεπονια και τα πρασα και τα κρομμυα και τα σκορδα?
6 l'anima nostra è inaridita, gli occhi nostri non vedono altro che manna».6 τωρα δε η ψυχη ημων ειναι καταξηρος? δεν ειναι εις τους οφθαλμους ημων ουδεν αλλο παρα τουτο το μαννα.
7 Ora la manna era simile al seme di coriandolo, dell'aspetto del bdellio.7 Το δε μαννα ητο ως ο σπορος του κοριανδρου, και το χρωμα αυτου ως το χρωμα του βδελλιου.
8 Il popolo andava attorno a raccoglierla e la tritava alla macina, o la pestava nel mortaio, per cuocerla nella marmitta e farne delle focacce, di sapore come di pane con olio.8 Ο λαος περιεφερετο συναγων αυτο, και ηλεθον εις μυλον η εκοπανιζον αυτο εις ιγδιον και εψηνον αυτο εις χυτραν και εκαμνον εγκρυφιας εξ αυτου? και η γευσις αυτου ητο ως γευσις λαγανου εξ ελαιου.
9 Quando alla notte cadeva sul campo la rugiada, scendeva insieme anche la manna.9 Και οτε κατεβαινεν η δροσος εις το στρατοπεδον την νυκτα, επιπτε το μαννα επ' αυτης.
10 Udì dunque Mosè che il popolo piangeva per gli accampamenti, ciascuno dinanzi alla sua tenda. Ed il furore del Signore fu grande. Ma anche a Mosè parve intollerabile la cosa,10 Και ηκουσεν ο Μωυσης τον λαον κλαιοντα κατα τας συγγενειας αυτων, εκαστον εις την θυραν της σκηνης αυτου? και εξηφθη η οργη του Κυριου σφοδρα? εφανη δε τουτο κακον και εις τον Μωυσην.
11 e disse al Signore: «Perchè hai afflitto il tuo servo? Perchè non trovo grazia dinanzi a te? E perchè m'hai caricato del peso di tutto questo popolo?11 Και ειπεν ο Μωυσης προς τον Κυριον, Δια τι εταλαιπωρησας τον δουλον σου; και δια τι δεν ευρηκα χαριν ενωπιον σου, ωστε εβαλες επ' εμε το φορτιον ολον του λαου τουτου;
12 Forse ho io concepito tutta questa moltitudine, o l'ho generata io, che tu mi dica: - Portali in grembo, come la nutrice suol portare il suo fanciullino, e portali nella terra per la quale ho fatto giuramento ai padri loro? -12 μηπως εγω συνελαβον ολον τον λαον τουτον; η εγω εγεννησα αυτους, δια να μοι λεγης, Λαβε αυτον εις τον κολπον σου, καθως βασταζει η τροφος το θηλαζον βρεφος, εις την γην την οποιαν ωμοσας προς τους πατερας αυτων;
13 Di dove [mi verranno] le carni per darle a tanta moltitudine? Piangono [mormorando] contro di me, e dicendo: - Dacci delle carni da mangiare. -13 ποθεν εις εμε κρεατα να δωσω εις ολον τον λαον τουτον; διοτι κλαιουσι προς εμε, λεγοντες, Δος εις ημας κρεας να φαγωμεν?
14 Non posso io solo reggere tutto questo popolo, perchè m'è troppo grave.14 δεν δυναμαι εγω μονος να βαστασω ολον τον λαον τουτον, διοτι ειναι πολυ βαρυ εις εμε?
15 Se non ti sembra diversamente, prego che tu mi faccia morire, e ch'io trovi grazia a' tuoi occhi, per non esser afflitto da tanti mali».15 και αν καμνης ουτως εις εμε, θανατωσον με ευθυς, δεομαι, εαν ευρηκα χαριν ενωπιον σου, δια να μη βλεπω την δυστυχιαν μου.
16 Ed il Signore disse a Mosè: «Mettimi insieme settanta uomini de' seniori d'Israele, che tu conosca per [veri] seniori del popolo e maestri; conducili all'ingresso del tabernacolo della testimonianza, ed ivi falli stare con te;16 Και ειπε Κυριος προς τον Μωυσην, Συναξον εις εμε εβδομηκοντα ανδρας εκ των πρεσβυτερων του Ισραηλ, τους οποιους γνωριζεις οτι ειναι πρεσβυτεροι του λαου και αρχοντες αυτων? και φερε αυτους εις την σκηνην του μαρτυριου, οπου θελουσι σταθη μετα σου.
17 ch'io discenda, e ti parli, e prenda parte del tuo spirito per darlo a loro, affinchè portino teco il peso del popolo, e non sii gravato tu solo.17 Και θελω καταβη και λαλησει εκει μετα σου? και θελω λαβει απο του πνευματος του επι σε και θελω επιθεσει επ' αυτους? και θελουσι βασταζει το φορτιον του λαου μετα σου, δια να μη βασταζης αυτο συ μονος.
18 Al popolo poi dirai: - Purificatevi, e domani mangerete carni; io infatti v'ho udito dire: "Chi ci darà delle carni da mangiare? Stavamo bene in Egitto". Ecco, il Signore vi darà delle carni, e ne mangerete,18 Και ειπε προς τον λαον, Αγιασατε εαυτους δια την αυριον, και θελετε φαγει κρεας? διοτι εκλαυσατε εις τα ωτα του Κυριου λεγοντες, Τις θελει δωσει εις ημας κρεας να φαγωμεν; διοτι καλα ημεθα εν Αιγυπτω. Δια τουτο θελει σας δωσει κρεας ο Κυριος, και θελετε φαγει?
19 non per un giorno nè due nè cinque nè dieci nè venti,19 δεν θελετε φαγει μιαν ημεραν ουτε δυο ημερας ουτε πεντε ημερας ουτε δεκα ημερας, ουτε εικοσι ημερας?
20 ma per tutto un mese tanto che v'escano dal naso e vi facciano nausea, poichè avete disprezzato il Signore che sta in mezzo a voi, piangendo dinanzi a lui e dicendo: " Perchè siamo usciti dall'Egitto? " -».20 ολοκληρον μηνα θελετε φαγει, εωσου εξελθη εκ των μυκτηρων σας και γεινη εις εσας αηδια? διοτι ηπειθησατε εις τον Κυριον, οστις ειναι μεταξυ σας, και εκλαυσατε ενωπιον αυτου, λεγοντες, Δια τι να αναχωρησωμεν απο της Αιγυπτου;
21 Disse Mosè: «Sono seicentomila uomini in arme in questo popolo e tu dici: - Darò loro carni a mangiare per tutto un mese? -21 Και ειπεν ο Μωυσης, Εξακοσιαι χιλιαδες πεζων ειναι ο λαος, εν μεσω των οποιων εγω ειμαι και συ ειπας, Θελω δωσει εις αυτους κρεας, δια να φαγωσιν ολοκληρον μηνα.
22 Si scanneranno tante pecore e bovi che possan bastare per cibo? O si riuniranno insieme tutti i pesci del mare per saziarli?».22 Θελουσι σφαχθη δι' αυτους τα ποιμνια και αι αγελαι, δια να εξαρκεσωσιν εις αυτους; η θελουσι συναχθη ομου παντα τα οψαρια της θαλασσης δι' αυτους, δια να εξαρκεσωσιν εις αυτους;
23 Ed il Signore rispose: «Forse la mano del Signore s'è indebolita? Or ora vedrai se le mie parole s'avvereranno col fatto».23 Και ειπε Κυριος προς τον Μωυσην, Μηπως η χειρ του Κυριου εσμικρυνθη; τωρα θελεις ιδει αν εκτεληται ο λογος μου, η ουχι.
24 Venne dunque Mosè, e riferì al popolo i detti del Signore; indi riunì settanta uomini degli anziani d'Israele e li fece stare presso il tabernacolo.24 Και εξηλθεν ο Μωυσης και ειπε προς τον λαον τους λογους του Κυριου? και συνηγαγε τους εβδομηκοντα ανδρας εκ των πρεσβυτερων του λαου και εστησεν αυτους κυκλω της σκηνης.
25 Allora il Signore scese nella nube, e parlò a Mosè, togliendogli parte dello spirito che era in lui, e dandolo a quei settanta uomini. Ora, quando si fu posato sovr'essi lo spirito, cominciarono a profetare, e più non cessarono.25 Και κατεβη Κυριος εν νεφελη και ελαλησε προς αυτον, και ελαβεν απο του πνευματος του επ' αυτον και επεθηκεν επι τους εβδομηκοντα ανδρας τους πρεσβυτερους? και αφου εκαθησεν επ' αυτους το πνευμα, επροφητευσαν αλλα δεν εξηκολουθησαν.
26 Eran rimasti nei loro accampamenti due uomini, uno chiamato Eldad e l'altro Medad, e sovra essi pure si posò lo spirito; anch'essi infatti erano stati segnati [fra i settanta], ma non erano andati al tabernacolo.26 Εμειναν ομως δυο ανδρες εν τω στρατοπεδω, το ονομα του ενος Ελδαδ και το ονομα του δευτερου Μηδαδ? και εκαθησεν επ' αυτους το πνευμα? και ουτοι ησαν εκ των καταγεγραμμενων, δεν εξηλθον ομως εις την σκηνην? και επροφητευον εν τω στρατοπεδω.
27 Ora, profetando essi nell'accampamento, corse un ragazzo ad annunziarlo a Mosè, dicendo: «Eldad e Medad profetano nell'accampamento».27 Και εδραμε νεανισκος τις και ανηγγειλε προς τον Μωυσην λεγων, Ο Ελδαδ και ο Μηδαδ προφητευουσιν εν τω στρατοπεδω.
28 Subito Giosuè figlio di Nun, ministro di Mosè, eletto fra molti disse: «Signor mio Mosè, proibisciglielo».28 Και Ιησους ο υιος του Ναυη, ο θεραπων του Μωυσεως, ο εκλεκτος αυτου, απεκριθη και ειπε, Κυριε μου Μωυση, εμποδισον αυτους.
29 Ma Mosè rispose: «Perchè sei geloso per amor mio? Dio volesse che tutto il popolo profetasse, ed il Signore gli comunicasse il suo spirito!».29 Και ειπε προς αυτον ο Μωυσης, Ζηλοτυπεις υπερ εμου; ειθε πας ο λαος του Κυριου να ησαν προφηται, και ο Κυριος να επεθετεν επ' αυτους το πνευμα αυτου
30 Ed egli e di seniori tornarono ai loro alloggiamenti.30 Και ανεχωρησεν ο Μωυσης εις το στρατοπεδον, αυτος και οι πρεσβυτεροι του Ισραηλ.
31 Ed ecco un vento mandato dal Signore levò di là dal mare le quaglie e le portò e fece cadere negli accampamenti, su uno spazio, in tutte le direzioni di quanto è il cammino d'un giorno; volavano per aria a due [soli] cubiti d'altezza da terra.31 Και εξηλθεν ανεμος παρα Κυριου και εφερεν ορτυκια απο της θαλασσης και ερριψεν αυτα επι το στρατοπεδον, εως μιας ημερας οδον εντευθεν και εως μιας ημερας οδον εντευθεν, κυκλω του στρατοπεδου? και ησαν εως δυο πηχας επι το προσωπον της γης.
32 Allora il popolo si levò, e per tutto quel giorno, e la notte, ed il giorno appresso, raccolse di quaglie per lo meno dieci mazzi a testa; e le misero a seccare tutt'intorno al campo.32 Και σηκωθεις ο λαος ολην εκεινην την ημεραν και ολην την νυκτα και ολην την ακολουθον ημεραν, εσυναξαν τα ορτυκια? ο συναξας το ολιγωτερον, εσυναξε δεκα χομορ? και εξηπλονον αυτα κυκλω του στρατοπεδου δι' εαυτους.
33 Ne avevano ancora fra' denti le carni, nè quel cibo era ancora venuto meno, quando lo sdegno del Signore acceso contro il popolo lo percosse di piaga grandissima.33 Ενω δε το κρεας ητο ετι εις τους οδοντας αυτων, πριν μασσηθη, εξηφθη η οργη του Κυριου επι τον λαον? και επαταξε Κυριος τον λαον εν πληγη μεγαλη σφοδρα.
34 Perciò quel luogo fu chiamato " I sepolcri della concupiscenza "; poichè ivi furon seppelliti quelli che arsero di cupidigia. Partiti poi dai Sepolcri della concupiscenza, vennero in Haserot, ed ivi si fermarono.34 Και εκαλεσε το ονομα του τοπου εκεινου Κιβρωθ-αττααβα, διοτι εκει εταφη ο λαος ο επιθυμητης.
35 Και ανεχωρησεν ο λαος απο Κιβρωθ-αττααβα εις Ασηρωθ και εμεινεν εν Ασηρωθ.