Scrutatio

Domenica, 5 maggio 2024 - Beato Nunzio Sulprizio ( Letture di oggi)

Ester 6


font
BIBBIA RICCIOTTIGREEK BIBLE
1 - Quella notte, il re la passò senza poter dormire, e si fece portare le storie e gli annali de' tempi antichi. Leggendosi queste davanti a lui,1 Εν εκεινη τη νυκτι ο υπνος εφυγεν απο του βασιλεως? και προσεταξε να φερωσι το βιβλιον των υπομνηματων των χρονικων? και ανεγινωσκοντο ενωπιον του βασιλεως.
2 si giunse al punto dov'era scritto come Mardocheo avesse svelate le trame di Bagata e Tares, eunuchi del re, i quali volevano trucidare il re Assuero.2 Και ευρεθη γεγραμμενον οτι ο Μαροδοχαιος απηγγειλε περι του Βιχθαν και Θερες, δυο εκ των ευνουχων του βασιλεως, θυρωρων, οιτινες εζητησαν να επιβαλωσι χειρα επι τον βασιλεα Ασσουηρην.
3 Ciò udito, disse il re: «Per questa sua fedeltà, che cos'ha ricevuto Mardocheo, d'onore o di premio?». Risposero i servi e ministri: «Non ha ricevuto affatto mercede alcuna».3 Και ειπεν ο βασιλευς, Ποια τιμη και αξιοπρεπεια εγεινεν εις τον Μαροδοχαιον δια τουτο; Και ειπον οι δουλοι του βασιλεως οι υπηρετουντες αυτον, Δεν εγεινεν ουδεν εις αυτον.
4 Subito il re disse: «Chi si trova ora nell'atrio?». Or proprio Aman era entrato nell'atrio interno del palazzo reale, per suggerire al re, e poi dar ordine, che Mardocheo fosse appeso al patibolo preparatogli.4 Και ειπεν ο βασιλευς, Τις ειναι εν τη αυλη; ειχε δε ελθει ο Αμαν εις την εξωτεραν αυλην του βασιλικου οικου, δια να ειπη προς τον βασιλεα να κρεμαση τον Μαροδοχαιον εις το ξυλον το οποιον ητοιμασε δι' αυτον.
5 Risposero dunque i servi: «V'è Aman nell'atrio». Ed il re disse: «Entri».5 Και ειπον προς αυτον οι δουλοι του βασιλεως, Ιδου, ο Αμαν ισταται εν τη αυλη. Και ειπεν ο βασιλευς, Ας εισελθη.
6 Entrato che fu Aman, il re gli domandò: «Che cosa si deve fare a quell'uomo che il re vuole onorare?». Aman, pensando ed immaginando fra sè che nessun altri il re volesse onorare se non lui,6 Και οτε εισηλθεν ο Αμαν, ειπε προς αυτον ο βασιλευς, Τι πρεπει να γεινη εις τον ανθρωπον, τον οποιον ευαρεστειται ο βασιλευς να τιμηση; Ο δε Αμαν εστοχασθη εν τη καρδια αυτου, εις ποιον αλλον ο βασιλευς ηθελεν ευαρεστηθη να καμη τιμην, παρα εις εμε;
7 rispose: «L'uomo che il re vuole onorare,7 Απεκριθη λοιπον ο Αμαν προς τον βασιλεα, Περι του ανθρωπου, τον οποιον ο βασιλευς ευαρεστειται να τιμηση,
8 dev'essere rivestito degli abiti reali, fatto salire sul cavallo che il re suol cavalcare, e ricevere sul capo il diadema reale.8 ας φερωσι την βασιλικην στολην, την οποιαν ο βασιλευς ενδυεται, και τον ιππον επι του οποιου ο βασιλευς ιππευει, και να τεθη το βασιλικον διαδημα επι της κεφαλης αυτου?
9 Il primo de' principi e grandi del regno conduca per mano il cavallo, s'avanzi per la piazza della città, e gridi e dica: - Così sarà onorato chiunque il re vorrà onorare -».9 και η στολη αυτη και ο ιππος ας δοθωσιν εις την χειρα τινος εκ των μεγαλητερων αρχοντων του βασιλεως, δια να στολιση τον ανθρωπον τον οποιον ο βασιλευς ευαρεστειται να τιμηση? και φερων αυτον εφιππον δια των οδων της πολεως ας κηρυττη εμπροσθεν αυτου, ουτω θελει γινεσθαι εις τον ανθρωπον, τον οποιον ο βασιλευς ευαρεστειται να τιμηση.
10 Gli disse allora il re: «Affrettati, prendi gli abiti ed il cavallo, e come hai detto così fa' col giudeo Mardocheo che siede davanti alla porta del palazzo. Bada bene di non tralasciare alcuna di quelle cose che hai dette».10 Και ειπεν ο βασιλευς προς τον Αμαν, Σπευσον, λαβε την στολην και τον ιππον, ως ειπας, και καμε ουτως εις τον Μαροδοχαιον τον Ιουδαιον τον καθημενον εν τη βασιλικη πυλη? ας μη λειψη μηδεν εκ παντων οσα ειπας.
11 Aman dunque prese la veste ed il cavallo del re, e vestitone Mardocheo, e messolo sul cavallo, gli andò avanti per la piazza della città, gridando: «Di quest'onore è degno colui che il re vorrà onorare».11 Και ελαβεν ο Αμαν την στολην και τον ιππον, και εστολισε τον Μαροδοχαιον και εφερεν αυτον εφιππον δια των οδων της πολεως, κηρυττων εμπροσθεν αυτου, ουτω θελει γινεσθαι εις τον ανθρωπον, τον οποιον ο βασιλευς ευαρεστειται να τιμηση.
12 Di poi, Mardocheo tornò alla porta del palazzo, ed Aman s'affrettò a tornare a casa sua, piangendo, col capo coperto.12 Και επανηλθεν ο Μαροδοχαιος εις την πυλην του βασιλεως? ο δε Αμαν εσπευσε προς τον οικον αυτου περιλυπος και εχων την κεφαλην αυτου κεκαλυμμενην.
13 E raccontò a Zares sua moglie ed agli amici tutto quel che gli era successo. Ma i savii che egli aveva chiamati a consiglio, e la moglie sua gli risposero: «Se quel Mardocheo, innanzi al quale hai cominciato a cadere, è della razza dei Giudei, tu non gli potrai resistere, e cadrai sotto i suoi occhi».13 Και διηγηθη ο Αμαν προς Ζερες την γυναικα αυτου και προς παντας τους φιλους αυτου παν ο, τι συνεβη εις αυτον. Και ειπον προς αυτον οι σοφοι αυτου και Ζερες η γυνη αυτου, Εαν ο Μαροδοχαιος, εμπροσθεν του οποιου ηρχισας να εκπιπτης, ηναι εκ του σπερματος των Ιουδαιων, δεν θελεις κατισχυσει εναντιον αυτου, αλλ' εξαπαντος θελεις πεσει εμπροσθεν αυτου.
14 Quelli parlavano ancora quando vennero gli eunuchi del re, e gli fecero fretta di recarsi al banchetto preparato dalla regina.14 Ενω ελαλουν ετι μετ' αυτου, εφθασαν οι ευνουχοι του βασιλεως και εσπευσαν να φερωσι τον Αμαν εις το συμποσιον, το οποιον ητοιμασεν η Εσθηρ.