Scrutatio

Sabato, 4 maggio 2024 - San Ciriaco ( Letture di oggi)

Secondo libro dei Re 20


font
BIBBIA RICCIOTTIGREEK BIBLE
1 - In quel tempo Ezechia si ammalò di malattia mortale, e venne da lui il profeta Isaia figlio di Amos, a dirgli: «Ecco quel che dice il Signore: - Metti ordine alle cose della tua casa, poichè tu morirai e non vivrai -».1 Κατ' εκεινας τας ημερας ηρρωστησεν ο Εζεκιας εις θανατον? και ηλθε προς αυτον Ησαιας ο προφητης, ο υιος του Αμως, και ειπε προς αυτον, Ουτω λεγει Κυριος? Διαταξον περι του οικου σου, επειδη αποθνησκεις και δεν θελεις ζησει.
2 Ezechia, rivolta la faccia verso la parete, pregò il Signore, dicendo:2 Τοτε εστρεψε το προσωπον αυτου προς τον τοιχον και προσηυχηθη εις τον Κυριον, λεγων,
3 «Ti supplico, o Signore, ricordati di grazia, che io ho camminato al tuo cospetto nella verità e con cuore perfetto, e ho sempre fatto ciò che è bene dinanzi a te». Poi Ezechia pianse dirottamente.3 Δεομαι, Κυριε, ενθυμηθητι τωρα, πως περιεπατησα ενωπιον σου εν αληθεια και εν καρδια τελεια και επραξα το αρεστον ενωπιον σου. Και εκλαυσεν ο Εζεκιας κλαυθμον μεγαν.
4 Isaia, che stava uscendo, era giunto a metà dell'atrio, quando la parola del Signore gli fu rivolta in questi termini:4 Και πριν εξελθη ο Ησαιας εις την αυλην την μεσαιαν, εγεινε λογος Κυριου προς αυτον, λεγων,
5 «Torna indietro e di' a Ezechia, capo del mio popolo: - Il Signore Dio di Davide tuo padre dice queste cose: Ho udita la tua preghiera e ho viste le tue lagrime; ed ecco che io ti ho guarito e fra tre giorni salirai alla casa del Signore.5 Επιστρεψον και ειπε προς τον Εζεκιαν τον ηγεμονα του λαου μου, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος του Δαβιδ του πατρος σου? Ηκουσα την προσευχην σου, ειδον τα δακρυα σου? ιδου, εγω θελω σε ιατρευσει την τριτην ημεραν θελεις αναβη εις τον οικον του Κυριου?
6 Prolungherò la tua vita di quindici anni; di più libererò te e questa città dalla mano del re di Assiria e proteggerò questa città per amor mio e per amore di Davide mio servo -».6 και θελω προσθεσει εις τας ημερας σου δεκαπεντε ετη? και θελω ελευθερωσει σε και την πολιν ταυτην εκ της χειρος του βασιλεως της Ασσυριας? και θελω υπερασπισθη την πολιν ταυτην, ενεκεν εμου και ενεκεν του δουλου μου Δαβιδ.
7 Isaia disse: «Portatemi una massa di fichi». Portata che fu, la pose sulla piaga del re e lo curò.7 Και ειπεν ο Ησαιας, Λαβετε παλαθην συκων. Και ελαβον και επεθεσαν αυτην επι το ελκος, και ανελαβε την υγειαν αυτου.
8 Ora Ezechia aveva chiesto a Isaia: «Quale sarà il segno che il Signore mi guarirà e che salirò fra tre giorni al tempio del Signore?».8 Και ειπεν ο Εζεκιας προς τον Ησαιαν, Τι ειναι το σημειον οτι ο Κυριος θελει με ιατρευσει, και οτι θελω αναβη εις τον οικον του Κυριου την τριτην ημεραν;
9 Isaia gli rispose: «Eccoti da parte del Signore il segno che egli farà quanto ha promesso: - Vuoi tu che l'ombra ascenda di dieci linee, oppure indietreggi di altrettanti gradi? -».9 Και ειπεν ο Ησαιας, Τουτο θελει εισθαι εις σε το σημειον παρα Κυριου, οτι θελει καμει ο Κυριος το πραγμα το οποιον ελαλησε? να προχωρηση η σκια δεκα βαθμους, η να στραφη δεκα βαθμους;
10 Rispose Ezechia: «È cosa facile che l'ombra avanzi di dieci gradi, nè ciò domando che avvenga; domando invece che indietreggi di dieci gradi».10 Και απεκριθη ο Εζεκιας, Ελαφρον πραγμα ειναι να καταβη η σκια δεκα βαθμους? ουχι, αλλ' ας στραφη οπισω δεκα βαθμους η σκια.
11 Isaia allora invocò il Signore, che fece retrocedere l'ombra di dieci gradi sull'orologio di Acaz su cui era discesa.11 Και εβοησεν ο Ησαιας ο προφητης προς τον Κυριον, και εστρεψεν οπισω την σκιαν δεκα βαθμους, δια των βαθμων τους οποιους κατεβη δια των βαθμων του Αχαζ.
12 In quel tempo Berodac Baladan figlio di Baladan, re di Babilonia, mandò una lettera e regali ad Ezechia, poichè aveva inteso che era stato ammalato.12 Κατ' εκεινον τον καιρον Βερωδαχ-βαλαδαν, ο υιος του Βαλαδαν, βασιλευς της Βαβυλωνος, εστειλεν επιστολας και δωρον προς τον Εζεκιαν? διοτι ηκουσεν οτι ηρρωστησεν ο Εζεκιας.
13 Ezechia si consolò tutto all'arrivo di quei messaggeri e mostrò loro il luogo dove stavano gli aromi, l'oro, l'argento, i vari unguenti e il luogo dei vasi suoi e tutto ciò che poteva avere nei suoi tesori. Non ci fu cosa nella sua casa e in tutti i suoi dominii, che Ezechia non mostrasse loro.13 Και ηκροασθη αυτους ο Εζεκιας και εδειξεν εις αυτους παντα τον οικον των πολυτιμων αυτου πραγματων, τον αργυρον και τον χρυσον και τα αρωματα και τα πολυτιμα μυρα και ολην την οπλοθηκην αυτου και παν ο, τι ευρισκετο εν τοις θησαυροις αυτου? δεν ητο ουδεν εν τω οικω αυτου ουδε υπο πασαν την εξουσιαν αυτου, το οποιον ο Εζεκιας δεν εδειξεν εις αυτους.
14 Venne però il profeta Isaia al re Ezechia e gli domandò: «Che cosa han detto costoro, e donde son venuti a te?». Ezechia rispose: «Vennero da un paese lontano, da Babilonia».14 Τοτε ηλθεν Ησαιας ο προφητης προς τον βασιλεα Εζεκιαν και ειπε προς αυτον, Τι λεγουσιν ουτοι οι ανθρωποι; και ποθεν ηλθον προς σε; Και ειπεν ο Εζεκιας, Απο γης μακρας ερχονται, απο Βαβυλωνος.
15 Isaia allora chiese: «Che han visto in casa tua?». Ed Ezechia rispose: «Han visto tutto ciò che si trovava in casa mia; nè havvi cosa alcuna tra i miei tesori che non abbia loro mostrato».15 Ο δε ειπε, Τι ειδον εν τω οικω σου; Και απεκριθη ο Εζεκιας, Ειδον παν ο, τι ειναι εν τω οικω μου? δεν ειναι ουδεν εν τοις θησαυροις μου, το οποιον δεν εδειξα εις αυτους.
16 Isaia pertanto disse ad Ezechia: «Ascolta la parola del Signore:16 Τοτε ειπεν ο Ησαιας προς τον Εζεκιαν, Ακουσον τον λογον του Κυριου?
17 - Verranno giorni nei quali tutte queste cose che sono nella tua casa e che i padri tuoi han tenute riposte fino a questo giorno, saranno portate in Babilonia e qui non rimarrà nulla, - dice il Signore.17 Ιδου, ερχονται ημεραι, καθ' ας παν ο, τι ειναι εν τω οικω σου και ο, τι οι πατερες σου εναπεταμιευσαν μεχρι της ημερας ταυτης, θελει μετακομισθη εις την Βαβυλωνα? δεν θελει μεινει ουδεν, λεγει Κυριος?
18 - Anzi gli stessi tuoi figli che nasceranno da te e che tu genererai, saranno presi e fatti eunuchi nel palazzo del re di Babilonia -».18 και εκ των υιων σου οιτινες θελουσιν εξελθει απο σου, τους οποιους θελεις γεννησει, θελουσι λαβει και θελουσι γεινει ευνουχοι εν τω παλατιω του βασιλεως της Βαβυλωνος.
19 Ezechia rispose ad Isaia: «La parola del Signore che tu hai proferita è buona; regni la pace e la verità durante il resto de' miei giorni».19 Τοτε ειπεν ο Εζεκιας προς τον Ησαιαν, Καλος ο λογος του Κυριου, τον οποιον ελαλησας. Ειπεν ετι, Δεν θελει εισθαι ειρηνη και ασφαλεια εν ταις ημεραις μου;
20 Il resto poi delle azioni di Ezechia e tutte le sue imprese, come abbia fatto la piscina e l'acquedotto ed introdotto le acque nella città, non è stato forse scritto nel libro delle Cronache dei re di Giuda?20 Αι δε λοιπαι πραξεις του Εζεκιου και παντα τα κατορθωματα αυτου, και τινι τροπω εκαμε το υδροστασιον και το υδραγωγειον και εφερε το υδωρ εις την πολιν, δεν ειναι γεγραμμενα εν τω βιβλιω των χρονικων των βασιλεων του Ιουδα;
21 Ezechia dormì co' suoi padri e regnò in sua vece il figlio suo Manasse.21 Και εκοιμηθη ο Εζεκιας μετα των πατερων αυτου? εβασιλευσε δε αντ' αυτου Μανασσης ο υιος αυτου.