Scrutatio

Sabato, 27 aprile 2024 - Santa Zita ( Letture di oggi)

Vangelo secondo Giovanni 8


font
BIBBIA CEI 2008GREEK BIBLE
1 Gesù si avviò verso il monte degli Ulivi.1 Ο δε Ιησους υπηγεν εις το ορος των Ελαιων.
2 Ma al mattino si recò di nuovo nel tempio e tutto il popolo andava da lui. Ed egli sedette e si mise a insegnare loro.2 Και την αυγην ηλθε παλιν εις το ιερον, και πας ο λαος ηρχετο προς αυτον? και καθησας εδιδασκεν αυτους.
3 Allora gli scribi e i farisei gli condussero una donna sorpresa in adulterio, la posero in mezzo e3 Φερουσι δε προς αυτον οι γραμματεις και οι Φαρισαιοι γυναικα συλληφθεισαν επι μοιχεια, και στησαντες αυτην εν τω μεσω,
4 gli dissero: «Maestro, questa donna è stata sorpresa in flagrante adulterio.4 λεγουσι προς αυτον? Διδασκαλε, αυτη η γυνη συνεληφθη επ' αυτοφωρω μοιχευομενη.
5 Ora Mosè, nella Legge, ci ha comandato di lapidare donne come questa. Tu che ne dici?».5 Εν δε τω νομω ο Μωυσης προσεταξεν ημας να λιθοβολωνται αι τοιαυται? συ λοιπον τι λεγεις;
6 Dicevano questo per metterlo alla prova e per avere motivo di accusarlo. Ma Gesù si chinò e si mise a scrivere col dito per terra.6 Ελεγον δε τουτο δοκιμαζοντες αυτον, δια να εχωσι ινα κατηγορωσιν αυτον. Ο δε Ιησους κυψας κατω, εγραφε δια του δακτυλου εις την γην.
7 Tuttavia, poiché insistevano nell’interrogarlo, si alzò e disse loro: «Chi di voi è senza peccato, getti per primo la pietra contro di lei».7 Και επειδη επεμενον ερωτωντες αυτον, ανακυψας ειπε προς αυτους? Οστις απο σας ειναι αναμαρτητος, πρωτος ας ριψη τον λιθον επ' αυτην.
8 E, chinatosi di nuovo, scriveva per terra.8 Και παλιν κυψας κατω εγραφεν εις την γην.
9 Quelli, udito ciò, se ne andarono uno per uno, cominciando dai più anziani. Lo lasciarono solo, e la donna era là in mezzo.9 Εκεινοι δε ακουσαντες, εξηρχοντο εις εκαστος, αρχισαντες απο των πρεσβυτερων εως των εσχατων? και εμεινε μονος ο Ιησους και η γυνη ισταμενη εν τω μεσω.
10 Allora Gesù si alzò e le disse: «Donna, dove sono? Nessuno ti ha condannata?».10 Ανακυψας δε ο Ιησους, ειπε προς αυτην? Γυναι, που ειναι εκεινοι οι κατηγοροι σου; δεν σε κατεδικασεν ουδεις;
11 Ed ella rispose: «Nessuno, Signore». E Gesù disse: «Neanch’io ti condanno; va’ e d’ora in poi non peccare più».
11 Και εκεινη ειπεν? Ουδεις, Κυριε. Και ο Ιησους ειπε προς αυτην? Ουδε εγω σε καταδικαζω? υπαγε, και εις το εξης μη αμαρτανε.
12 Di nuovo Gesù parlò loro e disse: «Io sono la luce del mondo; chi segue me, non camminerà nelle tenebre, ma avrà la luce della vita».12 Παλιν λοιπον ο Ιησους ελαλησε προς αυτους λεγων? Εγω ειμαι το φως του κοσμου? οστις ακολουθει εμε δεν θελει περιπατησει εις το σκοτος, αλλα θελει εχει το φως της ζωης.
13 Gli dissero allora i farisei: «Tu dai testimonianza di te stesso; la tua testimonianza non è vera».13 Ειπον λοιπον προς αυτον οι Φαρισαιοι? Συ περι σεαυτου μαρτυρεις? η μαρτυρια σου δεν ειναι αληθης.
14 Gesù rispose loro: «Anche se io do testimonianza di me stesso, la mia testimonianza è vera, perché so da dove sono venuto e dove vado. Voi invece non sapete da dove vengo o dove vado.14 Απεκριθη ο Ιησους και ειπε προς αυτους? Και αν εγω μαρτυρω περι εμαυτου, η μαρτυρια μου ειναι αληθης, διοτι εξευρω ποθεν ηλθον και που υπαγω? σεις ομως δεν εξευρετε ποθεν ερχομαι και που υπαγω.
15 Voi giudicate secondo la carne; io non giudico nessuno.15 Σεις κατα την σαρκα κρινετε? εγω δεν κρινω ουδενα.
16 E anche se io giudico, il mio giudizio è vero, perché non sono solo, ma io e il Padre che mi ha mandato.16 Αλλα και εαν εγω κρινω, η κρισις η εμη ειναι αληθης, διοτι μονος δεν ειμαι, αλλ' εγω και ο Πατηρ ο πεμψας με.
17 E nella vostra Legge sta scritto che la testimonianza di due persone è vera.17 Και εν τω νομω δε υμων ειναι γεγραμμενον οτι δυο ανθρωπων η μαρτυρια ειναι αληθινη.
18 Sono io che do testimonianza di me stesso, e anche il Padre, che mi ha mandato, dà testimonianza di me».18 Εγω ειμαι ο μαρτυρων περι εμαυτου, και ο πεμψας με Πατηρ μαρτυρει περι εμου.
19 Gli dissero allora: «Dov’è tuo padre?». Rispose Gesù: «Voi non conoscete né me né il Padre mio; se conosceste me, conoscereste anche il Padre mio».19 Ελεγον λοιπον προς αυτον? Που ειναι ο Πατηρ σου; Απεκριθη ο Ιησους? Ουτε εμε εξευρετε ουτε τον Πατερα μου? εαν ηξευρετε εμε, ηθελετε εξευρει και τον Πατερα μου.
20 Gesù pronunciò queste parole nel luogo del tesoro, mentre insegnava nel tempio. E nessuno lo arrestò, perché non era ancora venuta la sua ora.
20 Τουτους τους λογους ελαλησεν ο Ιησους εν τω θησαυροφυλακιω, διδασκων εν τω ιερω, και ουδεις επιασεν αυτον, διοτι δεν ειχεν ελθει ετι η ωρα αυτου.
21 Di nuovo disse loro: «Io vado e voi mi cercherete, ma morirete nel vostro peccato. Dove vado io, voi non potete venire».21 Ειπε λοιπον παλιν προς αυτους ο Ιησους? Εγω υπαγω και θελετε με ζητησει, και θελετε αποθανει εν τη αμαρτια υμων? οπου εγω υπαγω, σεις δεν δυνασθε να ελθητε.
22 Dicevano allora i Giudei: «Vuole forse uccidersi, dal momento che dice: “Dove vado io, voi non potete venire”?».22 Ελεγον λοιπον οι Ιουδαιοι? Μηπως θελει θανατωσει εαυτον, και δια τουτο λεγει, Οπου εγω υπαγω, σεις δεν δυνασθε να ελθητε;
23 E diceva loro: «Voi siete di quaggiù, io sono di lassù; voi siete di questo mondo, io non sono di questo mondo.23 Και ειπε προς αυτους? Σεις εισθε εκ των κατω, εγω ειμαι εκ των ανω? σεις εισθε εκ του κοσμου τουτου, εγω δεν ειμαι εκ του κοσμου τουτου.
24 Vi ho detto che morirete nei vostri peccati; se infatti non credete che Io Sono, morirete nei vostri peccati».24 Σας ειπον λοιπον οτι θελετε αποθανει εν ταις αμαρτιαις υμων? διοτι εαν δεν πιστευσητε οτι εγω ειμαι, θελετε αποθανει εν ταις αμαρτιαις υμων.
25 Gli dissero allora: «Tu, chi sei?». Gesù disse loro: «Proprio ciò che io vi dico.25 Ελεγον λοιπον προς αυτον? Συ τις εισαι; και ειπε προς αυτους ο Ιησους? Ο, τι σας λεγω απ' αρχης.
26 Molte cose ho da dire di voi, e da giudicare; ma colui che mi ha mandato è veritiero, e le cose che ho udito da lui, le dico al mondo».26 Πολλα εχω να λεγω και να κρινω περι υμων? αλλ' ο πεμψας με ειναι αληθης, και εγω οσα ηκουσα παρ' αυτου, ταυτα λεγω εις τον κοσμον.
27 Non capirono che egli parlava loro del Padre.27 δεν ενοησαν οτι ελεγε προς αυτους περι του Πατρος.
28 Disse allora Gesù: «Quando avrete innalzato il Figlio dell’uomo, allora conoscerete che Io Sono e che non faccio nulla da me stesso, ma parlo come il Padre mi ha insegnato.28 Ειπε λοιπον προς αυτους ο Ιησους? Οταν υψωσητε τον Υιον του ανθρωπου, τοτε θελετε γνωρισει οτι εγω ειμαι, και απ' εμαυτου δεν καμνω ουδεν, αλλα καθως με εδιδαξεν ο Πατηρ μου, ταυτα λαλω.
29 Colui che mi ha mandato è con me: non mi ha lasciato solo, perché faccio sempre le cose che gli sono gradite».
29 Και ο πεμψας με ειναι μετ' εμου? δεν με αφηκεν ο Πατηρ μονον, διοτι εγω καμνω παντοτε τα αρεστα εις αυτον.
30 A queste sue parole, molti credettero in lui.30 Ενω ελαλει ταυτα, πολλοι επιστευσαν εις αυτον.
31 Gesù allora disse a quei Giudei che gli avevano creduto: «Se rimanete nella mia parola, siete davvero miei discepoli;31 Ελεγε λοιπον ο Ιησους προς τους Ιουδαιους τους πιστευσαντας εις αυτον? Εαν σεις μεινητε εν τω λογω τω εμω, εισθε αληθως μαθηται μου,
32 conoscerete la verità e la verità vi farà liberi».32 και θελετε γνωρισει την αληθειαν, και η αληθεια θελει σας ελευθερωσει.
33 Gli risposero: «Noi siamo discendenti di Abramo e non siamo mai stati schiavi di nessuno. Come puoi dire: “Diventerete liberi”?».33 Απεκριθησαν προς αυτον? Σπερμα του Αβρααμ ειμεθα, και δεν εγειναμεν δουλοι εις ουδενα πωποτε? πως συ λεγεις οτι θελετε γεινει ελευθεροι;
34 Gesù rispose loro: «In verità, in verità io vi dico: chiunque commette il peccato è schiavo del peccato.34 Απεκριθη προς αυτους ο Ιησους? Αληθως, αληθως σας λεγω οτι πας οστις πραττει την αμαρτιαν δουλος ειναι της αμαρτιας.
35 Ora, lo schiavo non resta per sempre nella casa; il figlio vi resta per sempre.35 Ο δε δουλος δεν μενει παντοτε εν τη οικια? ο υιος μενει παντοτε.
36 Se dunque il Figlio vi farà liberi, sarete liberi davvero.36 Εαν λοιπον ο Υιος σας ελευθερωση, οντως ελευθεροι θελετε εισθαι.
37 So che siete discendenti di Abramo. Ma intanto cercate di uccidermi perché la mia parola non trova accoglienza in voi.37 Εξευρω οτι εισθε σπερμα του Αβρααμ? αλλα ζητειτε να με θανατωσητε, διοτι ο λογος ο εμος δεν χωρει εις εσας.
38 Io dico quello che ho visto presso il Padre; anche voi dunque fate quello che avete ascoltato dal padre vostro».38 Εγω λαλω ο, τι ειδον πλησιον του Πατρος μου? και σεις ομοιως καμνετε ο, τι ειδετε πλησιον του πατρος σας.
39 Gli risposero: «Il padre nostro è Abramo». Disse loro Gesù: «Se foste figli di Abramo, fareste le opere di Abramo.39 Απεκριθησαν και ειπον προς αυτον? Ο πατηρ ημων ειναι ο Αβρααμ. Λεγει προς αυτους ο Ιησους? Εαν ησθε τεκνα του Αβρααμ, τα εργα του Αβρααμ ηθελετε καμνει.
40 Ora invece voi cercate di uccidere me, un uomo che vi ha detto la verità udita da Dio. Questo, Abramo non l’ha fatto.40 Τωρα δε ζητειτε να με θανατωσητε, ανθρωπον οστις σας ελαλησα την αληθειαν, την οποιαν ηκουσα παρα του Θεου? τουτο ο Αβρααμ δεν εκαμε.
41 Voi fate le opere del padre vostro». Gli risposero allora: «Noi non siamo nati da prostituzione; abbiamo un solo padre: Dio!».41 Σεις καμνετε τα εργα του πατρος σας. Ειπον λοιπον προς αυτον? ημεις δεν εγεννηθημεν εκ πορνειας? ενα Πατερα εχομεν, τον Θεον.
42 Disse loro Gesù: «Se Dio fosse vostro padre, mi amereste, perché da Dio sono uscito e vengo; non sono venuto da me stesso, ma lui mi ha mandato.42 Ειπε λοιπον προς αυτους ο Ιησους? Εαν ο Θεος ητο Πατηρ σας, ηθελετε αγαπα εμε? διοτι εγω εκ του Θεου εξηλθον και ερχομαι? επειδη δεν ηλθον απ' εμαυτου, αλλ' εκεινος με απεστειλε.
43 Per quale motivo non comprendete il mio linguaggio? Perché non potete dare ascolto alla mia parola.43 Δια τι δεν γνωριζετε την λαλιαν μου; διοτι δεν δυνασθε να ακουητε τον λογον μου.
44 Voi avete per padre il diavolo e volete compiere i desideri del padre vostro. Egli era omicida fin da principio e non stava saldo nella verità, perché in lui non c’è verità. Quando dice il falso, dice ciò che è suo, perché è menzognero e padre della menzogna.44 Σεις εισθε εκ πατρος του διαβολου και τας επιθυμιας του πατρος σας θελετε να πραττητε. Εκεινος ητο απ' αρχης ανθρωποκτονος και δεν μενει εν τη αληθεια, διοτι αληθεια δεν υπαρχει εν αυτω? οταν λαλη το ψευδος, εκ των ιδιων λαλει, διοτι ειναι ψευστης και ο πατηρ αυτου του ψευδους.
45 A me, invece, voi non credete, perché dico la verità.45 Εγω δε διοτι λεγω την αληθειαν, δεν με πιστευετε.
46 Chi di voi può dimostrare che ho peccato? Se dico la verità, perché non mi credete?46 Τις απο σας με ελεγχει περι αμαρτιας; εαν δε αληθειαν λεγω, δια τι σεις δεν με πιστευετε;
47 Chi è da Dio ascolta le parole di Dio. Per questo voi non ascoltate: perché non siete da Dio».
47 Οστις ειναι εκ του Θεου, τους λογους του Θεου ακουει? δια τουτο σεις δεν ακουετε, διοτι εκ του Θεου δεν εισθε.
48 Gli risposero i Giudei: «Non abbiamo forse ragione di dire che tu sei un Samaritano e un indemoniato?».48 Απεκριθησαν λοιπον οι Ιουδαιοι και ειπον προς αυτον? Δεν λεγομεν ημεις καλως οτι Σαμαρειτης εισαι συ και δαιμονιον εχεις;
49 Rispose Gesù: «Io non sono indemoniato: io onoro il Padre mio, ma voi non onorate me.49 Απεκριθη ο Ιησους? Εγω δαιμονιον δεν εχω, αλλα τιμω τον Πατερα μου, και σεις με ατιμαζετε.
50 Io non cerco la mia gloria; vi è chi la cerca, e giudica.50 Και εγω δεν ζητω την δοξαν μου? υπαρχει ο ζητων και κρινων.
51 In verità, in verità io vi dico: se uno osserva la mia parola, non vedrà la morte in eterno».51 Αληθως, αληθως σας λεγω? Εαν τις φυλαξη τον λογον μου, θανατον δεν θελει ιδει εις τον αιωνα.
52 Gli dissero allora i Giudei: «Ora sappiamo che sei indemoniato. Abramo è morto, come anche i profeti, e tu dici: “Se uno osserva la mia parola, non sperimenterà la morte in eterno”.52 Ειπον λοιπον προς αυτον οι Ιουδαιοι? Τωρα κατελαβομεν οτι δαιμονιον εχεις. Ο Αβρααμ απεθανε και οι προφηται, και συ λεγεις? Εαν τις φυλαξη τον λογον μου, δεν θελει γευθη θανατον εις τον αιωνα.
53 Sei tu più grande del nostro padre Abramo, che è morto? Anche i profeti sono morti. Chi credi di essere?».53 Μηπως συ εισαι μεγαλητερος του πατρος ημων Αβρααμ, οστις απεθανε; και οι προφηται απεθανον? συ τινα καμνεις σεαυτον;
54 Rispose Gesù: «Se io glorificassi me stesso, la mia gloria sarebbe nulla. Chi mi glorifica è il Padre mio, del quale voi dite: “È nostro Dio!”,54 Απεκριθη ο Ιησους? Εαν εγω δοξαζω εμαυτον, η δοξα μου ειναι ουδεν? ο Πατηρ μου ειναι οστις με δοξαζει, τον οποιον σεις λεγετε οτι ειναι Θεος σας.
55 e non lo conoscete. Io invece lo conosco. Se dicessi che non lo conosco, sarei come voi: un mentitore. Ma io lo conosco e osservo la sua parola.55 Και δεν εγνωρισατε αυτον εγω ομως γνωριζω αυτον? και εαν ειπω οτι δεν γνωριζω αυτον, θελω εισθαι ομοιος σας ψευστης? αλλα γνωριζω αυτον και τον λογον αυτου φυλαττω.
56 Abramo, vostro padre, esultò nella speranza di vedere il mio giorno; lo vide e fu pieno di gioia».56 Ο Αβρααμ ο πατηρ σας ειχεν αγαλλιασιν να ιδη την ημεραν την εμην και ειδε και εχαρη.
57 Allora i Giudei gli dissero: «Non hai ancora cinquant’anni e hai visto Abramo?».57 Ειπον λοιπον οι Ιουδαιοι προς αυτον? Πεντηκοντα ετη δεν εχεις ετι, και ειδες τον Αβρααμ;
58 Rispose loro Gesù: «In verità, in verità io vi dico: prima che Abramo fosse, Io Sono».58 Ειπε προς αυτους ο Ιησους? Αληθως, αληθως σας λεγω? Πριν γεινη ο Αβρααμ, εγω ειμαι.
59 Allora raccolsero delle pietre per gettarle contro di lui; ma Gesù si nascose e uscì dal tempio.59 Εσηκωσαν λοιπον λιθους δια να ριψωσι κατ' αυτου? πλην ο Ιησους εκρυβη και εξηλθεν εκ του ιερου περασας δια μεσον αυτων, και ουτως ανεχωρησε.