Scrutatio

Domenica, 28 aprile 2024 - San Luigi Maria Grignion da Montfort ( Letture di oggi)

Vangelo secondo Luca 7


font
BIBBIA CEI 2008GREEK BIBLE
1 Quando ebbe terminato di rivolgere tutte le sue parole al popolo che stava in ascolto, Gesù entrò in Cafàrnao.1 Αφου δε ετελειωσε παντας τους λογους αυτου εις τας ακοας του λαου, εισηλθεν εις Καπερναουμ.
2 Il servo di un centurione era ammalato e stava per morire. Il centurione l’aveva molto caro.2 Εκατονταρχου δε τινος δουλος, οστις ητο πολυτιμος εις αυτον, κακως εχων εμελλε να αποθανη.
3 Perciò, avendo udito parlare di Gesù, gli mandò alcuni anziani dei Giudei a pregarlo di venire e di salvare il suo servo.3 Και ακουσας περι του Ιησου, απεστειλε προς αυτον πρεσβυτερους των Ιουδαιων, παρακαλων αυτον να ελθη να διασωση τον δουλον αυτου.
4 Costoro, giunti da Gesù, lo supplicavano con insistenza: «Egli merita che tu gli conceda quello che chiede – dicevano –,4 Οι δε ελθοντες προς τον Ιησουν, παρεκαλουν αυτον επιμονως, λεγοντες οτι ειναι αξιος εκεινος, εις τον οποιον θελεις καμει τουτο?
5 perché ama il nostro popolo ed è stato lui a costruirci la sinagoga».5 διοτι αγαπα το εθνος υμων, και την συναγωγην αυτος ωκοδομησεν εις ημας.
6 Gesù si incamminò con loro. Non era ormai molto distante dalla casa, quando il centurione mandò alcuni amici a dirgli: «Signore, non disturbarti! Io non sono degno che tu entri sotto il mio tetto;6 Ο δε Ιησους επορευετο μετ' αυτων. Ενω δε απειχεν ηδη ου μακραν απο της οικιας, επεμψε προς αυτον ο εκατονταρχος φιλους, λεγων προς αυτον? Κυριε, μη ενοχλεισαι? διοτι δεν ειμαι αξιος να εισελθης υπο την στεγην μου?
7 per questo io stesso non mi sono ritenuto degno di venire da te; ma di’ una parola e il mio servo sarà guarito.7 οθεν ουδε εμαυτον εκρινα αξιον να ελθω προς σε? αλλα ειπε λογον, και θελει ιατρευθη ο δουλος μου.
8 Anch’io infatti sono nella condizione di subalterno e ho dei soldati sotto di me e dico a uno: “Va’!”, ed egli va; e a un altro: “Vieni!”, ed egli viene; e al mio servo: “Fa’ questo!”, ed egli lo fa».8 Διοτι και εγω ειμαι ανθρωπος υποκειμενος εις εξουσιαν, εχων υπ' εμαυτον στρατιωτας, και λεγω προς τουτον, Υπαγε, και υπαγει; και προς αλλον, Ερχου, και ερχεται, και προς τον δουλον μου, Καμε τουτο, και καμνει.
9 All’udire questo, Gesù lo ammirò e, volgendosi alla folla che lo seguiva, disse: «Io vi dico che neanche in Israele ho trovato una fede così grande!».9 Ακουσας δε ταυτα ο Ιησους εθαυμασεν αυτον, και στραφεις προς τον οχλον τον ακολουθουντα αυτον, ειπε? Σας λεγω, Ουδε εν τω Ισραηλ ευρον τοσαυτην πιστιν.
10 E gli inviati, quando tornarono a casa, trovarono il servo guarito.
10 Και υποστρεψαντες οι απεσταλμενοι εις τον οικον, ευρον τον ασθενη δουλον υγιαινοντα.
11 In seguito Gesù si recò in una città chiamata Nain, e con lui camminavano i suoi discepoli e una grande folla.11 Την δε ακολουθον ημεραν επορευετο ο Ιησους εις πολιν ονομαζομενην Ναιν? και συνεπορευοντο μετ' αυτου ικανοι εκ των μαθητων αυτου και οχλος πολυς.
12 Quando fu vicino alla porta della città, ecco, veniva portato alla tomba un morto, unico figlio di una madre rimasta vedova; e molta gente della città era con lei.12 Ως δε επλησιασεν εις την πυλην της πολεως, ιδου, εφερετο εξω νεκρος υιος μονογενης της μητρος αυτου, και αυτη ητο χηρα, και οχλος πολυς της πολεως ητο μετ' αυτης.
13 Vedendola, il Signore fu preso da grande compassione per lei e le disse: «Non piangere!».13 Και ιδων αυτην ο Κυριος, εσπλαγχνισθη δι' αυτην και ειπε προς αυτην? Μη κλαιε?
14 Si avvicinò e toccò la bara, mentre i portatori si fermarono. Poi disse: «Ragazzo, dico a te, àlzati!».14 και πλησιασας ηγγισε το νεκροκραββατον, οι δε βασταζοντες εσταθησαν, και ειπε? Νεανισκε, προς σε λεγω, σηκωθητι.
15 Il morto si mise seduto e cominciò a parlare. Ed egli lo restituì a sua madre.15 Και ανεκαθησεν ο νεκρος και ηρχισε να λαλη, και εδωκεν αυτον εις την μητερα αυτου.
16 Tutti furono presi da timore e glorificavano Dio, dicendo: «Un grande profeta è sorto tra noi», e: «Dio ha visitato il suo popolo».16 Κατελαβε δε απαντας φοβος και εδοξαζον τον Θεον, λεγοντες οτι προφητης μεγας ηγερθη εν ημιν, και οτι επεσκεφθη ο Θεος τον λαον αυτου.
17 Questa fama di lui si diffuse per tutta quanta la Giudea e in tutta la regione circostante.
17 Και εξηλθεν ο λογος ουτος περι αυτου εν ολη τη Ιουδαια και εν πασι τοις περιχωροις.
18 Giovanni fu informato dai suoi discepoli di tutte queste cose. Chiamati quindi due di loro, Giovanni18 Και απηγγειλαν προς τον Ιωαννην οι μαθηται αυτου περι παντων τουτων.
19 li mandò a dire al Signore: «Sei tu colui che deve venire o dobbiamo aspettare un altro?».19 Και προσκαλεσας ο Ιωαννης δυο τινας των μαθητων αυτου, επεμψε προς τον Ιησουν, λεγων? Συ εισαι ο ερχομενος, η αλλον προσδοκωμεν;
20 Venuti da lui, quegli uomini dissero: «Giovanni il Battista ci ha mandati da te per domandarti: “Sei tu colui che deve venire o dobbiamo aspettare un altro?”».20 Και ελθοντες προς αυτον οι ανθρωποι, ειπον? Ιωαννης ο Βαπτιστης απεστειλεν ημας προς σε, λεγων? Συ εισαι ο ερχομενος, η αλλον προσδοκωμεν;
21 In quello stesso momento Gesù guarì molti da malattie, da infermità, da spiriti cattivi e donò la vista a molti ciechi.21 Εν αυτη δε τη ωρα εθεραπευσε πολλους απο νοσων και μαστιγων και πνευματων πονηρων, και εις τυφλους πολλους εχαρισε το βλεπειν.
22 Poi diede loro questa risposta: «Andate e riferite a Giovanni ciò che avete visto e udito: i ciechi riacquistano la vista, gli zoppi camminano, i lebbrosi sono purificati, i sordi odono, i morti risuscitano, ai poveri è annunciata la buona notizia.22 Και αποκριθεις ο Ιησους, ειπε προς αυτους? Υπαγετε και απαγγειλατε προς τον Ιωαννην οσα ειδετε και ηκουσατε? οτι τυφλοι αναβλεπουσι, χωλοι περιπατουσι, λεπροι καθαριζονται, κωφοι ακουουσι, νεκροι εγειρονται, πτωχοι ευαγγελιζονται?
23 E beato è colui che non trova in me motivo di scandalo!».
23 και μακαριος ειναι οστις δεν σκανδαλισθη εν εμοι.
24 Quando gli inviati di Giovanni furono partiti, Gesù si mise a parlare di Giovanni alle folle: «Che cosa siete andati a vedere nel deserto? Una canna sbattuta dal vento?24 Αφου δε ανεχωρησαν οι απεσταλμενοι του Ιωαννου, ηρχισε να λεγη προς τους οχλους περι του Ιωαννου? Τι εξηλθετε εις την ερημον να ιδητε; καλαμον υπο ανεμου σαλευομενον;
25 Allora, che cosa siete andati a vedere? Un uomo vestito con abiti di lusso? Ecco, quelli che portano vesti sontuose e vivono nel lusso stanno nei palazzi dei re.25 Αλλα τι εξηλθετε να ιδητε; ανθρωπον ενδεδυμενον μαλακα ιματια; ιδου, οι λαμπρως ενδεδυμενοι και τρυφωντες ευρισκονται εν τοις βασιλικοις παλατιοις.
26 Ebbene, che cosa siete andati a vedere? Un profeta? Sì, io vi dico, anzi, più che un profeta.26 Αλλα τι εξηλθετε να ιδητε; προφητην; Ναι, σας λεγω, και περισσοτερον προφητου.
27 Egli è colui del quale sta scritto:
Ecco, dinanzi a te mando il mio messaggero,
davanti a te egli preparerà la tua via.
27 Ουτος ειναι, περι του οποιου ειναι γεγραμμενον, Ιδου, εγω αποστελλω τον αγγελον μου προ προσωπου σου, Οστις θελει κατασκευασει την οδον σου εμπροσθεν σου.
28 Io vi dico: fra i nati da donna non vi è alcuno più grande di Giovanni, ma il più piccolo nel regno di Dio è più grande di lui.
28 Διοτι σας λεγω, μεταξυ των γεννηθεντων εκ γυναικων ουδεις προφητης ειναι μεγαλητερος Ιωαννου του βαπτιστου? πλην ο μικροτερος εν τη βασιλεια του Θεου ειναι μεγαλητερος αυτου.
29 Tutto il popolo che lo ascoltava, e anche i pubblicani, ricevendo il battesimo di Giovanni, hanno riconosciuto che Dio è giusto.29 Και πας ο λαος ακουσας και οι τελωναι εδικαιωσαν τον Θεον, βαπτισθεντες το βαπτισμα του Ιωαννου.
30 Ma i farisei e i dottori della Legge, non facendosi battezzare da lui, hanno reso vano il disegno di Dio su di loro.
30 Οι δε Φαρισαιοι και οι νομικοι ηθετησαν εις εαυτους την βουλην του Θεου, μη βαπτισθεντες υπ' αυτου.
31 A chi dunque posso paragonare la gente di questa generazione? A chi è simile?31 Και ειπεν ο Κυριος? Με τι λοιπον να ομοιωσω τους ανθρωπους της γενεας ταυτης; και με τι ειναι ομοιοι;
32 È simile a bambini che, seduti in piazza, gridano gli uni agli altri così:
“Vi abbiamo suonato il flauto e non avete ballato,
abbiamo cantato un lamento e non avete pianto!”.
32 Ειναι ομοιοι με παιδια καθημενα εν τη αγορα και φωναζοντα προς αλληλα και λεγοντα? Αυλον σας επαιξαμεν, και δεν εχορευσατε? σας εθρηνωδησαμεν, και δεν εκλαυσατε.
33 È venuto infatti Giovanni il Battista, che non mangia pane e non beve vino, e voi dite: “È indemoniato”.33 Διοτι ηλθεν Ιωαννης ο Βαπτιστης μητε αρτον τρωγων μητε οινον πινων, και λεγετε? Δαιμονιον εχει.
34 È venuto il Figlio dell’uomo, che mangia e beve, e voi dite: “Ecco un mangione e un beone, un amico di pubblicani e di peccatori!”.34 Ηλθεν ο Υιος του ανθρωπου τρωγων και πινων, και λεγετε? Ιδου ανθρωπος φαγος και οινοποτης, φιλος τελωνων και αμαρτωλων.
35 Ma la Sapienza è stata riconosciuta giusta da tutti i suoi figli».
35 Και εδικαιωθη η σοφια απο παντων των τεκνων αυτης.
36 Uno dei farisei lo invitò a mangiare da lui. Egli entrò nella casa del fariseo e si mise a tavola.36 Παρεκαλει δε αυτον εις εκ των Φαρισαιων να φαγη μετ' αυτου? και εισελθων εις την οικιαν του Φαρισαιου, εκαθησεν εις την τραπεζαν.
37 Ed ecco, una donna, una peccatrice di quella città, saputo che si trovava nella casa del fariseo, portò un vaso di profumo;37 Και ιδου, γυνη τις εν τη πολει, ητις ητο αμαρτωλη, μαθουσα οτι καθηται εις την τραπεζαν εν τη οικια του Φαρισαιου, εφερεν αλαβαστρον μυρου
38 stando dietro, presso i piedi di lui, piangendo, cominciò a bagnarli di lacrime, poi li asciugava con i suoi capelli, li baciava e li cospargeva di profumo.38 και σταθεισα πλησιον των ποδων αυτου οπισω κλαιουσα, ηρχισε να βρεχη τους ποδας αυτου με τα δακρυα και εσπογγιζε με τας τριχας της κεφαλης αυτης και κατεφιλει τους ποδας αυτου και ηλειφε με το μυρον.
39 Vedendo questo, il fariseo che l’aveva invitato disse tra sé: «Se costui fosse un profeta, saprebbe chi è, e di quale genere è la donna che lo tocca: è una peccatrice!».
39 Ιδων δε ο Φαρισαιος ο καλεσας αυτον, ειπε καθ' εαυτον λεγων? Ουτος, εαν ητο προφητης, ηθελε γνωριζει τις και οποια ειναι η γυνη, ητις εγγιζει αυτον, οτι ειναι αμαρτωλη.
40 Gesù allora gli disse: «Simone, ho da dirti qualcosa». Ed egli rispose: «Di’ pure, maestro».40 Και αποκριθεις ο Ιησους, ειπε προς αυτον? Σιμων, εχω να σοι ειπω τι. Ο δε λεγει? Διδασκαλε, ειπε.
41 «Un creditore aveva due debitori: uno gli doveva cinquecento denari, l’altro cinquanta.41 Ειχε τις δανειστας δυο χρεωφειλετας? ο εις εχρεωστει δηναρια πεντακοσια, ο δε αλλος πεντηκοντα.
42 Non avendo essi di che restituire, condonò il debito a tutti e due. Chi di loro dunque lo amerà di più?».42 Και επειδη δεν ειχον να αποδωσωσιν, εχαρισεν αυτα εις αμφοτερους. Τις λοιπον εξ αυτων, ειπε, θελει αγαπησει αυτον περισσοτερον;
43 Simone rispose: «Suppongo sia colui al quale ha condonato di più». Gli disse Gesù: «Hai giudicato bene».43 Αποκριθεις δε ο Σιμων, ειπε? Νομιζω οτι εκεινος, εις τον οποιον εχαρισε το περισσοτερον. Ο δε ειπε προς αυτον? Ορθως εκρινας.
44 E, volgendosi verso la donna, disse a Simone: «Vedi questa donna? Sono entrato in casa tua e tu non mi hai dato l’acqua per i piedi; lei invece mi ha bagnato i piedi con le lacrime e li ha asciugati con i suoi capelli.44 Και στραφεις προς την γυναικα, ειπε προς τον Σιμωνα? Βλεπεις ταυτην την γυναικα; Εισηλθον εις την οικιαν σου, υδωρ δια τους ποδας μου δεν εδωκας? αυτη δε με τα δακρυα εβρεξε τους ποδας μου και με τας τριχας της κεφαλης αυτης εσπογγισε.
45 Tu non mi hai dato un bacio; lei invece, da quando sono entrato, non ha cessato di baciarmi i piedi.45 Φιλημα δεν μοι εδωκας? αυτη δε, αφ' ης εισηλθον, δεν επαυσε καταφιλουσα τους ποδας μου.
46 Tu non hai unto con olio il mio capo; lei invece mi ha cosparso i piedi di profumo.46 Με ελαιον την κεφαλην μου δεν ηλειψας? αυτη δε με μυρον ηλειψε τους ποδας μου.
47 Per questo io ti dico: sono perdonati i suoi molti peccati, perché ha molto amato. Invece colui al quale si perdona poco, ama poco».47 Δια τουτο σοι λεγω, συγκεχωρημεναι ειναι αι αμαρτιαι αυτης αι πολλαι, διοτι ηγαπησε πολυ? εις οντινα δε συγχωρειται ολιγον, ολιγον αγαπα.
48 Poi disse a lei: «I tuoi peccati sono perdonati».48 Και ειπε προς αυτην? Συγκεχωρημεναι ειναι αι αμαρτιαι σου.
49 Allora i commensali cominciarono a dire tra sé: «Chi è costui che perdona anche i peccati?».49 Και ηρχισαν οι συγκαθημενοι εις την τραπεζαν να λεγωσι καθ' εαυτους? Τις ειναι ουτος, οστις και αμαρτιας συγχωρει;
50 Ma egli disse alla donna: «La tua fede ti ha salvata; va’ in pace!».50 Ειπε δε προς την γυναικα? Η πιστις σου σε εσωσεν? υπαγε εις ειρηνην.