Scrutatio

Sabato, 27 aprile 2024 - Santa Zita ( Letture di oggi)

Psalmen 40


font
EINHEITSUBERSETZUNG BIBELGREEK BIBLE
1 [Für den Chormeister. Ein Psalm Davids.]1 Εις τον πρωτον μουσικον. Ψαλμος του Δαβιδ.>> Περιεμεινα εν υπομονη τον Κυριον, και εκλινε προς εμε και ηκουσε της κραυγης μου?
2 Ich hoffte, ja ich hoffte auf den Herrn.
Da neigte er sich mir zu und hörte mein Schreien.
2 και με ανεβιβασεν εκ λακκου ταλαιπωριας, εκ βορβορωδους πηλου, και εστησεν επι πετραν τους ποδας μου, εστερεωσε τα βηματα μου?
3 Er zog mich herauf aus der Grube des Grauens,
aus Schlamm und Morast. Er stellte meine Füße auf den Fels,
machte fest meine Schritte.
3 και εβαλεν εν τω στοματι μου ασμα νεον, υμνον εις τον Θεον ημων? θελουσιν ιδει πολλοι και θελουσι φοβηθη και θελουσιν ελπισει επι Κυριον.
4 Er legte mir ein neues Lied in den Mund,
einen Lobgesang auf ihn, unsern Gott. Viele werden es sehen, sich in Ehrfurcht neigen
und auf den Herrn vertrauen.
4 Μακαριος ο ανθρωπος, οστις εθεσε τον Κυριον ελπιδα αυτου και δεν αποβλεπει εις τους υπερηφανους και εις τους κλινοντας επι ψευδη.
5 Wohl dem Mann, der auf den Herrn sein Vertrauen setzt,
sich nicht zu den Stolzen hält
noch zu treulosen Lügnern.
5 Πολλα εκαμες συ, Κυριε ο Θεος μου, τα θαυμασια σου? και τους περι ημων διαλογισμους σου δεν ειναι δυνατον να εκθεση τις εις σε? εαν ηθελον να απαγγελλω και να ομιλω περι αυτων, υπερβαινουσι παντα αριθμον.
6 Zahlreich sind die Wunder, die du getan hast,
und deine Pläne mit uns;
Herr, mein Gott, nichts kommt dir gleich. Wollte ich von ihnen künden und reden,
es wären mehr, als man zählen kann.
6 Θυσιαν και προσφοραν δεν ηθελησας? διηνοιξας εν εμοι ωτα? ολοκαυτωμα και προσφοραν περι αμαρτιας δεν εζητησας.
7 An Schlacht- und Speiseopfern hast du kein Gefallen,
Brand- und Sündopfer forderst du nicht. Doch das Gehör hast du mir eingepflanzt;
7 Τοτε ειπα, Ιδου, ερχομαι? εν τω τομω του βιβλιου ειναι γεγραμμενον περι εμου?
8 darum sage ich: Ja, ich komme.
In dieser Schriftrolle steht, was an mir geschehen ist.
8 χαιρω, Θεε μου, να εκτελω το θελημα σου? και ο νομος σου ειναι εν τω μεσω της καρδιας μου.
9 Deinen Willen zu tun, mein Gott, macht mir Freude,
deine Weisung trag ich im Herzen.
9 Εκηρυξα δικαιοσυνην εν συναξει μεγαλη? ιδου, δεν εμποδισα τα χειλη μου, Κυριε, συ εξευρεις.
10 Gerechtigkeit verkünde ich in großer Gemeinde,
meine Lippen verschließe ich nicht; Herr, du weißt es.
10 Την δικαιοσυνην σου δεν εκρυψα εντος της καρδιας μου? την αληθειαν σου και την σωτηριαν σου ανηγγειλα? δεν εκρυψα το ελεος σου και την αληθειαν σου απο συναξεως μεγαλης.
11 Deine Gerechtigkeit verberge ich nicht im Herzen,
ich spreche von deiner Treue und Hilfe, ich schweige nicht über deine Huld und Wahrheit
vor der großen Gemeinde.
11 Συ, Κυριε, μη απομακρυνης τους οικτιρμους σου απ' εμου? το ελεος σου και η αληθεια σου ας με περιφρουρωσι διαπαντος.
12 Du, Herr, verschließ mir nicht dein Erbarmen,
deine Huld und Wahrheit mögen mich immer behüten!
12 Διοτι με περιεκυκλωσαν αναριθμητα κακα? με κατεφθασαν αι ανομιαι μου, και δεν δυναμαι να θεωρω αυτας? επληθυνθησαν υπερ τας τριχας της κεφαλης μου? και η καρδια μου με εγκαταλειπει.
13 Denn Leiden ohne Zahl umfangen mich,
meine Sünden holen mich ein,
ich vermag nicht mehr aufzusehn. Zahlreicher sind sie als die Haare auf meinem Kopf,
der Mut hat mich ganz verlassen.
13 Ευδοκησον, Κυριε, να με ελευθερωσης Κυριε, ταχυνον εις βοηθειαν μου.
14 Gewähre mir die Gunst, Herr, und reiß mich heraus;
Herr, eile mir zu Hilfe!
14 Ας αισχυνθωσι και ας εκτραπωσιν ομου οι ζητουντες την ψυχην μου, δια να απολεσωσιν αυτην? ας στραφωσιν εις τα οπισω και ας εντραπωσιν οι θελοντες το κακον μου.
15 In Schmach und Schande sollen alle fallen,
die mir nach dem Leben trachten. Zurückweichen sollen sie und vor Scham erröten,
die sich über mein Unglück freuen.
15 Ας εξολοθρευθωσι δια μισθον της αισχυνης αυτων οι λεγοντες προς εμε, ευγε, ευγε.
16 Vor Schande sollen alle schaudern,
die zu mir sagen: «Dir geschieht recht.»
16 Ας αγαλλωνται και ας ευφραινωνται εις σε παντες οι ζητουντες σε? οι αγαπωντες την σωτηριαν σου ας λεγωσι διαπαντος, Μεγαλυνθητω ο Κυριος.
17 Alle, die dich suchen, frohlocken;
sie mögen sich freuen in dir. Die dein Heil lieben, sollen immer sagen:
Groß ist Gott, der Herr.
17 Εγω δε ειμαι πτωχος και πενης? αλλ' ο Κυριος φροντιζει περι εμου? η βοηθεια μου και ο ελευθερωτης μου συ εισαι? Θεε μου, μη βραδυνης.
18 Ich bin arm und gebeugt;
der Herr aber sorgt für mich. Meine Hilfe und mein Retter bist du.
Mein Gott, säume doch nicht!