Scrutatio

Domenica, 28 aprile 2024 - San Luigi Maria Grignion da Montfort ( Letture di oggi)

Ijob 24


font
EINHEITSUBERSETZUNG BIBELGREEK BIBLE
1 Warum hat der Allmächtige keine Fristen bestimmt?
Warum schauen, die ihn kennen, seine Gerichtstage nicht?
1 Επειδη οι καιροι δεν ειναι κεκρυμμενοι απο του Παντοδυναμου, δια τι οι γνωριζοντες αυτον δεν βλεπουσι τας ημερας αυτου;
2 Jene verrücken die Grenzen,
rauben Herden und führen sie zur Weide.
2 Μετακινουσιν ορια? αρπαζουσι ποιμνια και ποιμαινουσιν?
3 Den Esel der Waisen treiben sie fort,
pfänden das Rind der Witwe.
3 αφαιρουσι την ονον των ορφανων? λαμβανουσι τον βουν της χηρας εις ενεχυρον?
4 Vom Weg drängen sie die Armen,
es verbergen sich alle Gebeugten des Landes.
4 εξωθουσι τους ενδεεις απο της οδου? οι πτωχοι της γης ομου κρυπτονται.
5 Sieh, wie Wildesel in der Steppe
ziehen sie zu ihrer Arbeit aus; die Steppe suchen sie nach Nahrung ab,
nach Brot für ihre Kinder.
5 Ιδου, ως αγριοι ονοι εν τη ερημω, εξερχονται εις τα εργα αυτων εγειρομενοι πρωι δια αρπαγην? η ερημος διδει τροφην δι' αυτους και δια τα τεκνα αυτων.
6 Auf dem Feld schneiden sie des Nachts,
halten im Weinberg des Frevlers Nachlese.
6 Θεριζουσιν αγρον μη οντα εαυτων, και τρυγωσιν αμπελον αδικιας.
7 Nackt verbringen sie die Nacht, ohne Kleider,
haben keine Decke in der Kälte.
7 Καμνουσι τους γυμνους να νυκτερευωσιν ανευ ιματιου, και δεν εχουσι σκεπασμα εις το ψυχος.
8 Vom Regen der Berge sind sie durchnässt,
klammern sich ohne Schutz an den Fels.
8 Υγραινονται εκ των βροχων των ορεων και εναγκαλιζονται τον βραχον, μη εχοντες καταφυγιον.
9 Von der Mutterbrust reißen sie die Waisen,
den Säugling des Armen nehmen sie zum Pfand.
9 Εκεινοι αρπαζουσι τον ορφανον απο του μαστου, και λαμβανουσιν ενεχυρον παρα του πτωχου?
10 Nackt müssen sie gehen, ohne Kleid,
hungernd tragen sie Garben.
10 καμνουσιν αυτον να υπαγη γυμνος ανευ ιματιου, και οι βασταζοντες τα χειροβολα μενουσι πεινωντες.
11 Zwischen Mauern pressen sie Öl,
treten die Kelter und müssen doch dürsten.
11 Οι εκπιεζοντες το ελαιον εντος των τοιχων αυτων και πατουντες τους ληνους αυτων, διψωσιν.
12 Aus der Stadt stöhnen Sterbende,
der Erschlagenen Leben schreit laut.
Doch Gott achtet nicht auf ihr Flehen.
12 Ανθρωποι στεναζουσιν εκ της πολεως, και η ψυχη των πεπληγωμενων βοα? αλλ' ο Θεος δεν επιθετει εις αυτους αφροσυνην.
13 Sie sind die Rebellen gegen das Licht;
sie nehmen seine Wege nicht wahr,
bleiben nicht auf seinen Pfaden.
13 Ουτοι ειναι εκ των ανθισταμενων εις το φως? δεν γνωριζουσι τας οδους αυτου, και δεν μενουσιν εν ταις τριβοις αυτου.
14 Ist kein Licht, erhebt sich der Mörder,
tötet Elende und Arme;
in der Nacht gleicht er dem Dieb.
14 Ο φονευς εγειρομενος την αυγην φονευει τον πτωχον και τον ενδεη, την δε νυκτα γινεται ως κλεπτης.
15 Auch des Ehebrechers Auge achtet auf Dämmerung.
Kein Auge, sagt er, soll mich erspähen!,
eine Hülle legt er aufs Gesicht.
15 Ο οφθαλμος ομοιως του μοιχου παραφυλαττει το νυκτωμα, λεγων, Οφθαλμος δεν θελει με ιδει? και καλυπτει το προσωπον αυτου.
16 Im Finstern bricht er ein in die Häuser;
tagsüber verstecken sie sich;
sie wollen nichts wissen vom Licht.
16 Εν τω σκοτει διατρυπωσι τας οικιας, τας οποιας την ημεραν εσημειωσαν δι' εαυτους. Δεν γνωριζουσι φως?
17 Denn Finsternis ist für sie der Morgen zugleich,
denn mit ihren Schrecken sind sie wohl vertraut.
17 διοτι η αυγη ειναι εις παντας αυτους σκια θανατου? εαν τις γνωριση αυτους, ειναι τρομοι σκιας θανατου.
18 Schnell reißt ihn das Wasser fort;
verflucht ist ihr Anteil auf Erden;
nicht wendet er den Weg den Weinbergen zu.
18 Ειναι ελαφροι επι το προσωπον των υδατων? η μερις αυτων ειναι κατηραμενη επι της γης? δεν βλεπουσι την οδον των αμπελων.
19 Dürre und Hitze raffen das Schneewasser weg,
die Unterwelt den Sünder.
19 Η ξηρασια και η θερμοτης αρπαζουσι τα υδατα της χιονος, ο δε ταφος τους αμαρτωλους.
20 Der Mutterschoß vergisst ihn,
Gewürm labt sich an ihm; nie mehr wird an ihn gedacht;
ja, wie Holz wird Frevel zerschmettert.
20 Η μητρα θελει λησμονησει αυτους? ο σκωληξ θελει βοσκεσθαι επ' αυτους? δεν θελουσιν ελθει πλεον εις ενθυμησιν? και η αδικια θελει συντριφθη ως ξυλον.
21 Er tut Böses der Unfruchtbaren, der Kinderlosen,
keiner Witwe erweist er Gutes.
21 Κακοποιουσι την στειραν την ατεκνον? και δεν αγαθοποιουσι την χηραν?
22 Gott reißt die Starken hinweg in seiner Macht;
steht er auf, ist niemand seines Lebens sicher.
22 και κατακρατουσι τους δυνατους δια της δυναμεως αυτων? εγειρονται, και δεν ειναι ουδεις ασφαλης εν τη ζωη αυτου.
23 Sicherheit gibt er ihm, er traue darauf;
aber seine Augen überwachen ihren Weg.
23 Εδωκε μεν ο Θεος εις αυτους ασφαλειαν και αναπαυονται? ομως οι οφθαλμοι αυτου ειναι επι τας οδους αυτων.
24 Sie kommen hoch für kurze Zeit, dann ist es aus.
Sie werden umgebogen, alle mit der Faust gepackt
und wie Ährenspitzen abgeschnitten.
24 Υψονονται ολιγον καιρον και δεν υπαρχουσι, και καταβαλλονται ως παντες? σηκονονται εκ του μεσου και αποκοπτονται ως η κεφαλη των ασταχυων?
25 Ist es nicht so? Wer straft mich Lügen
und bringt meine Rede zum Schweigen?
25 και εαν τωρα δεν ηναι ουτω, τις θελει με διαψευσει και εξουθενισει τους λογους μου;