Scrutatio

Lunedi, 29 aprile 2024 - Santa Caterina da Siena ( Letture di oggi)

Jó 34


font
VULGATAGREEK BIBLE
1 Pronuntians itaque Eliu, etiam hæc locutus est :1 Επανελαβε δε ο Ελιου και ειπεν?
2 Audite, sapientes, verba mea :
et eruditi, auscultate me.
2 Ακουσατε τους λογους μου, ω σοφοι? και δοτε ακροασιν εις εμε, οι νοημονες?
3 Auris enim verba probat,
et guttur escas gustu dijudicat.
3 Διοτι το ωτιον δοκιμαζει τους λογους, ο δε ουρανισκος γευεται το φαγητον.
4 Judicium eligamus nobis,
et inter nos videamus quid sit melius.
4 Ας εκλεξωμεν εις εαυτους κρισιν? ας γνωρισωμεν μεταξυ ημων τι το καλον.
5 Quia dixit Job : Justus sum,
et Deus subvertit judicium meum.
5 Διοτι ο Ιωβ ειπεν, Ειμαι δικαιος? και ο Θεος αφηρεσε την κρισιν μου?
6 In judicando enim me mendacium est :
violenta sagitta mea absque ullo peccato.
6 εψευσθην εις την κρισιν μου? η πληγη μου ειναι ανιατος, ανευ παραβασεως.
7 Quis est vir ut est Job,
qui bibit subsannationem quasi aquam :
7 Τις ανθρωπος ως ο Ιωβ, οστις καταπινει τον χλευασμον ως υδωρ?
8 qui graditur cum operantibus iniquitatem,
et ambulat cum viris impiis ?
8 και υπαγει εν συνοδια μετα των εργατων της ανομιας, και περιπατει μετα ανθρωπων ασεβων;
9 Dixit enim : Non placebit vir Deo,
etiam si cucurrerit cum eo.
9 Διοτι ειπεν, ουδεν ωφελει τον ανθρωπον το να ευαρεστη εις τον Θεον.
10 Ideo, viri cordati, audite me :
absit a Deo impietas,
et ab Omnipotente iniquitas.
10 Δια τουτο ακουσατε μου, ανδρες συνετοι? μη γενοιτο να υπαρχη εις τον Θεον αδικια, και εις τον Παντοδυναμον ανομια.
11 Opus enim hominis reddet ei,
et juxta vias singulorum restituet eis.
11 Επειδη κατα το εργον του ανθρωπου θελει αποδωσει εις αυτον, και θελει καμει εκαστον να ευρη κατα την οδον αυτου.
12 Vere enim Deus non condemnabit frustra,
nec Omnipotens subvertet judicium.
12 Ναι, βεβαιως ο Θεος δεν θελει πραξει ασεβως, ουδε θελει διαστρεψει ο Παντοδυναμος την κρισιν.
13 Quem constituit alium super terram ?
aut quem posuit super orbem quem fabricatus est ?
13 Τις κατεστησεν αυτον επιτηρητην της γης; η τις διεταξε πασαν την οικουμενην;
14 Si direxerit ad eum cor suum,
spiritum illius et flatum ad se trahet.
14 Εαν βαλη την καρδιαν αυτου επι τον ανθρωπον, θελει συρει εις εαυτον το πνευμα αυτου και την πνοην αυτου?
15 Deficiet omnis caro simul,
et homo in cinerem revertetur.
15 πασα σαρξ θελει εκπνευσει ομου, και ο ανθρωπος θελει επιστρεψει εις το χωμα.
16 Si habes ergo intellectum, audi quod dicitur,
et ausculta vocem eloquii mei :
16 Εαν τωρα εχης συνεσιν? ακουσον τουτο? ακροαθητι της φωνης των λογων μου.
17 numquid qui non amat judicium sanari potest ?
et quomodo tu eum qui justus est in tantum condemnas ?
17 Μηπως κυβερνα ο μισων την ευθυτητα; και θελεις καταδικασει τον κατ' εξοχην δικαιον;
18 Qui dicit regi : Apostata ;
qui vocat duces impios ;
18 οστις λεγει προς βασιλεα, Εισαι ασεβης, προς αρχοντας, Εισθε κακοι;
19 qui non accipit personas principum,
nec cognovit tyrannum cum disceptaret contra pauperem :
opus enim manuum ejus sunt universi.
19 Οστις δεν προσωποληπτει εις αρχοντας ουδε αποβλεπει εις τον πλουσιον μαλλον παρα εις τον πτωχον; επειδη παντες ουτοι ειναι εργον των χειρων αυτου.
20 Subito morientur, et in media nocte turbabuntur populi :
et pertransibunt, et auferent violentum absque manu.
20 Εν μια στιγμη θελουσιν αποθανει, και το μεσονυκτιον ο λαος θελει ταραχθη και θελει παρελθει? και ο ισχυρος θελει αναρπαχθη, ουχι υπο χειρος.
21 Oculi enim ejus super vias hominum,
et omnes gressus eorum considerat.
21 Διοτι οι οφθαλμοι αυτου ειναι επι τας οδους του ανθρωπου, Και βλεπει παντα τα βηματα αυτου.
22 Non sunt tenebræ, et non est umbra mortis,
ut abscondantur ibi qui operantur iniquitatem,
22 Δεν ειναι σκοτος ουδε σκια θανατου, οπου οι εργαται της ανομιας να κρυφθωσιν.
23 neque enim ultra in hominis potestate est,
ut veniat ad Deum in judicium.
23 Επειδη δεν θελει αφησει πλεον τον ανθρωπον να ελθη εις κρισιν μετα του Θεου.
24 Conteret multos, et innumerabiles,
et stare faciet alios pro eis.
24 Θελει συντριψει αναριθμητους ισχυρους και βαλει αλλους αντ' αυτων
25 Novit enim opera eorum,
et idcirco inducet noctem, et conterentur.
25 διοτι γνωριζει τα εργα αυτων, και ανατρεπει αυτους την νυκτα, και συντριβονται.
26 Quasi impios percussit eos
in loco videntium :
26 Κτυπα αυτους ως ασεβεις εν τω τοπω των θεατων?
27 qui quasi de industria recesserunt ab eo,
et omnes vias ejus intelligere noluerunt :
27 επειδη εξεκλιναν απ' αυτου και δεν εθεωρησαν ουδεμιαν των οδων αυτου?
28 ut pervenire facerent ad eum clamorem egeni,
et audiret vocem pauperum.
28 και εκαμον να ελθη προς αυτον η κραυγη των πτωχων, και ηκουσε την φωνην των τεθλιμμενων.
29 Ipso enim concedente pacem, quis est qui condemnet ?
ex quo absconderit vultum, quis est qui contempletur eum,
et super gentes, et super omnes homines ?
29 Και οταν αυτος διδη ησυχιαν, τις θελει διαταραξει αυτην; και οταν κρυπτη το προσωπον αυτου, τις δυναται να ιδη αυτον; ειτε επι εθνος ειτε επι ανθρωπον ομου?
30 Qui regnare facit hominem hypocritam
propter peccata populi.
30 ωστε να μη βασιλευη υποκριτης, δια να μη παγιδευηται ο λαος.
31 Quia ergo ego locutus sum ad Deum,
te quoque non prohibebo.
31 Βεβαιως πρεπει να λεγη τις προς τον Θεον, Επαθον, δεν θελω πλεον πραξει κακως?
32 Si erravi, tu doce me ;
si iniquitatem locutus sum, ultra non addam.
32 ο, τι δεν βλεπω, συ διδαξον με? εαν επραξα ανομιαν, δεν θελω πραξει πλεον.
33 Numquid a te Deus expetit eam, quia displicuit tibi ?
tu enim cœpisti loqui, et non ego :
quod si quid nosti melius, loquere.
33 Αλλα μηπως θελει γεινει κατα τον στοχασμον σου; ειτε συ αποβαλης ειτε εκλεξης, αυτος θελει ανταποδωσει, και ουχι εγω? λεγε λοιπον ο, τι εξευρεις.
34 Viri intelligentes loquantur mihi,
et vir sapiens audiat me.
34 Ανδρες συνετοι θελουσιν ειπει προς εμε, και ο σοφος ανθρωπος οστις με ακουει,
35 Job autem stulte locutus est,
et verba illius non sonant disciplinam.
35 Ο Ιωβ δεν ελαλησεν εν γνωσει, και οι λογοι αυτου δεν ησαν μετα συνεσεως.
36 Pater mi, probetur Job usque ad finem :
ne desinas ab homine iniquitatis :
36 Η επιθυμια μου ειναι, ο Ιωβ να εξετασθη εως τελους? επειδη απεκριθη ως οι ανθρωποι οι ασεβεις.
37 quia addit super peccata sua blasphemiam,
inter nos interim constringatur :
et tunc ad judicium provocet sermonibus suis Deum.
37 Διοτι εις την αμαρτιαν αυτου προσθετει ασεβειαν? καυχαται μεταξυ ημων, και πολλαπλασιαζει τους λογους αυτου εναντιον του Θεου.