Scrutatio

Lunedi, 29 aprile 2024 - Santa Caterina da Siena ( Letture di oggi)

Vangelo secondo Marco 8


font
NOVA VULGATAGREEK BIBLE
1 In illis diebus iterum cum turba multa esset nec haberent, quodmanducarent, convocatis discipulis, ait illis:1 Εν εκειναις ταις ημεραις, επειδη ητο παμπολυς οχλος και δεν ειχον τι να φαγωσι, προσκαλεσας ο Ιησους τους μαθητας αυτου λεγει προς αυτους?
2 “ Misereor super turbam, quiaiam triduo sustinent me nec habent, quod manducent;2 Σπλαγχνιζομαι δια τον οχλον, οτι τρεις ηδη ημερας μενουσι πλησιον μου και δεν εχουσι τι να φαγωσι?
3 et si dimisero eos ieiunosin domum suam, deficient in via; et quidam ex eis de longe venerunt ”.3 και εαν απολυσω αυτους νηστεις εις τους οικους αυτων, θελουσιν αποκαμει καθ' οδον? διοτι τινες εξ αυτων ηλθον μακροθεν.
4 Etresponderunt ei discipuli sui: “ Unde istos poterit quis hic saturare panibusin solitudine? ”.4 Και απεκριθησαν προς αυτον οι μαθηται αυτου? Ποθεν θελει τις δυνηθη να χορταση τουτους απο αρτων εδω επι της ερημιας;
5 Et interrogabat eos: “ Quot panes habetis? ”. Quidixerunt: “ Septem ”.5 Και ηρωτησεν αυτους? Ποσους αρτους εχετε; Οι δε ειπον? Επτα.
6 Et praecipit turbae discumbere supra terram; etaccipiens septem panes, gratias agens fregit et dabat discipulis suis, utapponerent; et apposuerunt turbae.6 Και προσεταξε τον οχλον να καθησωσιν επι της γης? και λαβων τους επτα αρτους, αφου ευχαριστησεν, εκοψε και εδιδεν εις τους μαθητας αυτου δια να βαλωσιν εμπροσθεν του οχλου? και εβαλον.
7 Et habebant pisciculos paucos; etbenedicens eos, iussit hos quoque apponi.7 Ειχον και ολιγα οψαρακια? και ευλογησας ειπε να βαλωσι και αυτα.
8 Et manducaverunt et saturati sunt;et sustulerunt, quod superaverat de fragmentis, septem sportas.8 Εφαγον δε και εχορτασθησαν, και εσηκωσαν περισσευματα κλασματων επτα σπυριδας.
9 Erant autemquasi quattuor milia. Et dimisit eos.
9 Ησαν δε οι φαγοντες ως τετρακισχιλιοι? και απελυσεν αυτους.
10 Et statim ascendens navem cum discipulis suis venit in partes Dalmanutha.10 Και ευθυς εμβας εις το πλοιον μετα των μαθητων αυτου, ηλθεν εις τα μερη Δαλμανουθα.
11 Et exierunt pharisaei et coeperunt conquirere cum eo quaerentes ab illo signumde caelo, tentantes eum.11 Και εξηλθον οι Φαρισαιοι και ηρχισαν να καμνωσιν ερωτησεις προς αυτον, και εζητουν παρ' αυτου σημειον απο του ουρανου, πειραζοντες αυτον.
12 Et ingemiscens spiritu suo ait: “ Quid generatioista quaerit signum? Amen dico vobis: Non dabitur generationi isti signum ”.12 Τοτε αναστεναξας εκ καρδιας αυτου, λεγει? Δια τι η γενεα αυτη σημειον ζητει; αληθως σας λεγω, δεν θελει δοθη εις την γενεαν ταυτην σημειον.
13 Et dimittens eos, iterum ascendens abiit trans fretum.
13 Και αφησας αυτους εισηλθε παλιν εις το πλοιον και απηλθεν εις το περαν.
14 Et obliti sunt sumere panes et nisi unum panem non habebant secum in navi.14 Ελησμονησαν δε να λαβωσιν αρτους και δεν ειχον μεθ' εαυτων εν τω πλοιω ειμη ενα αρτον.
15 Et praecipiebat eis dicens: “ Videte, cavete a fermento pharisaeorum etfermento Herodis! ”.15 Και παρηγγελλεν εις αυτους, λεγων? Βλεπετε, προσεχετε απο της ζυμης των Φαρισαιων και της ζυμης του Ηρωδου.
16 Et disputabant ad invicem, quia panes non haberent.16 Και διελογιζοντο προς αλληλους, λεγοντες οτι αρτους δεν εχομεν.
17 Quo cognito, ait illis: “ Quid disputatis, quia panes non habetis? Nondumcognoscitis nec intellegitis? Caecatum habetis cor vestrum?17 Νοησας δε ο Ιησους, λεγει προς αυτους? Τι διαλογιζεσθε οτι δεν εχετε αρτους; ετι δεν νοειτε ουδε καταλαμβανετε; ετι πεπωρωμενην εχετε την καρδιαν σας;
18 Oculos habentesnon videtis, et aures habentes non auditis? Nec recordamini,18 οφθαλμους εχοντες δεν βλεπετε, και ωτα εχοντες δεν ακουετε; και δεν ενθυμεισθε;
19 quando quinquepanes fregi in quinque milia, quot cophinos fragmentorum plenos sustulistis? ”.Dicunt ei: “ Duodecim ”.19 οτε εκοψα τους πεντε αρτους εις τους πεντακισχιλιους, ποσους κοφινους πληρεις κλασματων εσηκωσατε; Λεγουσι προς αυτον? δωδεκα.
20 “ Quando illos septem in quattuor milia, quotsportas plenas fragmentorum tulistis? ”. Et dicunt ei: “ Septem ”.20 Και οτε τους επτα εις τους τετρακισχιλιους, ποσας σπυριδας πληρεις κλασματων εσηκωσατε; Οι δε ειπον? Επτα.
21 Etdicebat eis: “ Nondum intellegitis? ”.
21 Και ελεγε προς αυτους? Πως δεν καταλαμβανετε;
22 Et veniunt Bethsaida. Et adducunt ei caecum et rogant eum, ut illum tangat.22 Και ερχεται εις Βηθσαιδαν. Και φερουσι προς αυτον τυφλον και παρακαλουσιν αυτον να εγγιση αυτον.
23 Et apprehendens manum caeci eduxit eum extra vicum; et exspuens in oculoseius, impositis manibus ei, interrogabat eum: “ Vides aliquid? ”.23 Και πιασας την χειρα του τυφλου, εφερεν αυτον εξω της κωμης και πτυσας εις τα ομματα αυτου, επεθεσεν επ' αυτον τας χειρας και ηρωτα αυτον αν βλεπη τι.
24 Etaspiciens dicebat: “ Video homines, quia velut arbores video ambulantes ”.24 Και αναβλεψας ελεγε? Βλεπω τους ανθρωπους, ο, τι ως δενδρα βλεπω περιπατουντας.
25 Deinde iterum imposuit manus super oculos eius; et coepit videre etrestitutus est et videbat clare omnia.25 Επειτα παλιν επεθεσε τας χειρας επι τους οφθαλμους αυτου και εκαμεν αυτον να αναβλεψη, και αποκατεσταθη η ορασις αυτου, και ειδε καθαρως απαντας.
26 Et misit illum in domum suam dicens:“ Nec in vicum introieris ”.
26 Και απεστειλεν αυτον εις τον οικον αυτου, λεγων? Μηδε εις την κωμην εισελθης μηδε ειπης τουτο εις τινα εν τη κωμη.
27 Et egressus est Iesus et discipuli eius in castella Caesareae Philippi; et invia interrogabat discipulos suos dicens eis: “ Quem me dicunt esse homines?”.27 Και εξηλθεν ο Ιησους και οι μαθηται αυτου εις τας κωμας της Καισαρειας Φιλιππου? και καθ' οδον ηρωτα τους μαθητας αυτου, λεγων προς αυτους? Τινα με λεγουσιν οι ανθρωποι οτι ειμαι;
28 Qui responderunt illi dicentcs: “ Ioannem Baptistam, alii Eliam, aliivero unum de prophetis ”.28 Οι δε απεκριθησαν? Ιωαννην τον Βαπτιστην, και αλλοι τον Ηλιαν, αλλοι δε ενα των προφητων.
29 Et ipse interrogabat eos: “ Vos vero quem medicitis esse? ”. Respondens Petrus ait ei: “ Tu es Christus ”.29 Και αυτος λεγει προς αυτους? Αλλα σεις τινα με λεγετε οτι ειμαι; Και αποκριθεις ο Πετρος, λεγει προς αυτον? Συ εισαι ο Χριστος.
30 Etcomminatus est eis, ne cui dicerent de illo.
30 Και παρηγγειλεν αυστηρως εις αυτους να μη λεγωσιν εις μηδενα περι αυτου.
31 Et coepit docere illos: “ Oportet Filium hominis multa pati et reprobari asenioribus et a summis sacerdotibus et scribis et occidi et post tres diesresurgere ”;31 Και ηρχισε να διδασκη αυτους οτι πρεπει ο Υιος του ανθρωπου να παθη πολλα, και να καταφρονηθη απο των πρεσβυτερων και αρχιερεων και γραμματεων, και να θανατωθη, και μετα τρεις ημερας να αναστηθη?
32 et palam verbum loquebatur. Et apprehendens eum Petrus coepitincrepare eum.32 και ελαλει τον λογον παρρησια. Και παραλαβων αυτον ο Πετρος κατ' ιδιαν, ηρχισε να επιτιμα αυτον.
33 Qui conversus et videns discipulos suos comminatus est Petroet dicit: “ Vade retro me, Satana, quoniam non sapis, quae Dei sunt, sed quaesunt hominum ”.
33 Ο δε επιστραφεις και ιδων τους μαθητας αυτου, επετιμησε τον Πετρον λεγων? Υπαγε οπισω μου, Σατανα? διοτι δεν φρονεις τα του Θεου, αλλα τα των ανθρωπων.
34 Et convocata turba cum discipulis suis, dixit eis: “ Si quis vult post mesequi, deneget semetipsum et tollat crucem suam et sequatur me.34 Και προσκαλεσας τον οχλον μετα των μαθητων αυτου, ειπε προς αυτους? Οστις θελει να ελθη οπισω μου, ας απαρνηθη εαυτον και ας σηκωση τον σταυρον αυτου, και ας με ακολουθη.
35 Qui enimvoluerit animam suam salvam facere, perdet eam; qui autem perdiderit animam suampropter me et evangelium, salvam eam faciet.35 Διοτι οστις θελει να σωση την ζωην αυτου, θελει απολεσει αυτην? και οστις απολεση την ζωην αυτου ενεκεν εμου και του ευαγγελιου, ουτος θελει σωσει αυτην.
36 Quid enim prodest homini, silucretur mundum totum et detrimentum faciat animae suae?36 Επειδη τι θελει ωφελησει τον ανθρωπον, εαν κερδηση τον κοσμον ολον και ζημιωθη την ψυχην αυτου;
37 Quid enim dabit homocommutationem pro anima sua?37 Η τι θελει δωσει ο ανθρωπος εις ανταλλαγην της ψυχης αυτου;
38 Qui enim me confusus fuerit et mea verba ingeneratione ista adultera et peccatrice, et Filius hominis confundetur eum, cumvenerit in gloria Patris sui cum angelis sanctis ”.
38 Διοτι οστις αισχυνθη δι' εμε και δια τους λογους μου εν τη γενεα ταυτη τη μοιχαλιδι και αμαρτωλω, και ο Υιος του ανθρωπου θελει αισχυνθη δι' αυτον, οταν ελθη εν τη δοξη του Πατρος αυτου μετα των αγγελων.