Scrutatio

Domenica, 28 aprile 2024 - San Luigi Maria Grignion da Montfort ( Letture di oggi)

Vangelo secondo Marco 6


font
NOVA VULGATAGREEK BIBLE
1 Et egressus est inde et venit in patriam suam, et sequuntur il lumdiscipuli sui.1 Και εξηλθεν εκειθεν και ηλθεν εις την πατριδα αυτου? και ακολουθουσιν αυτον οι μαθηται αυτου.
2 Et facto sabbato, coepit in synagoga docere; et multi audientesadmirabantur dicentes: “ Unde huic haec, et quae est sapientia, quae data estilli, et virtutes tales, quae per manus eius efficiuntur?2 Και οτε ηλθε το σαββατον, ηρχισε να διδασκη εν τη συναγωγη? και πολλοι ακουοντες εξεπληττοντο και ελεγον? Ποθεν εις τουτον ταυτα; και τις η σοφια η δοθεισα εις αυτον, ωστε και θαυματα τοιαυτα γινονται δια των χειρων αυτου;
3 Nonne iste estfaber, filius Mariae et frater Iacobi et Iosetis et Iudae et Simonis? Et nonnesorores eius hic nobiscum sunt? ”. Et scandalizabantur in illo.3 δεν ειναι ουτος ο τεκτων, ο υιος της Μαριας, αδελφος δε του Ιακωβου και Ιωση και Ιουδα και Σιμωνος; και δεν ειναι αι αδελφαι αυτου ενταυθα παρ' ημιν; Και εσκανδαλιζοντο εν αυτω.
4 Et dicebateis Iesus: “ Non est propheta sine honore nisi in patria sua et in cognationesua et in domo sua ”.4 Ελεγε δε προς αυτους ο Ιησους οτι δεν ειναι προφητης ανευ τιμης ειμη εν τη πατριδι αυτου και μεταξυ των συγγενων και εν τη οικια αυτου.
5 Et non poterat ibi virtutem ullam facere, nisi paucosinfirmos impositis manibus curavit;5 Και δεν ηδυνατο εκει ουδεν θαυμα να καμη, ειμη οτι επι ολιγους αρρωστους επιθεσας τας χειρας εθεραπευσεν αυτους?
6 et mirabatur propter incredulitatem eorum.
Et circumibat castella in circuitu docens.
6 και εθαυμαζε δια την απιστιαν αυτων. Και περιηρχετο τας κωμας κυκλω διδασκων.
7 Et convocat Duodecim et coepit eos mittere binos et dabat illis potestatem inspiritus immundos;7 Και προσκαλεσας τους δωδεκα, ηρχισε να αποστελλη αυτους δυο δυο? και εδιδεν εις αυτους εξουσιαν κατα των πνευματων των ακαθαρτων,
8 et praecepit eis, ne quid tollerent in via nisi virgamtantum: non panem, non peram neque in zona aes,8 και παρηγγειλεν εις αυτους να μη βασταζωσι μηδεν εις την οδον ειμη ραβδον μονον, μη σακκιον, μη αρτον, μη χαλκον εις την ζωνην,
9 sed ut calcearentur sandaliiset ne induerentur duabus tunicis.9 αλλα να ηναι υποδεδεμενοι σανδαλια και να μη ενδυωνται δυο χιτωνας.
10 Et dicebat eis: “ Quocumque introieritisin domum, illic manete, donec exeatis inde.10 Και ελεγε προς αυτους? Οπου εαν εισελθητε εις οικιαν, εκει μενετε εωσου εξελθητε εκειθεν.
11 Et quicumque locus non receperitvos nec audierint vos, exeuntes inde excutite pulverem de pedibus vestris intestimonium illis ”.11 Και οσοι δεν σας δεχθωσι μηδε σας ακουσωσιν, εξερχομενοι εκειθεν εκτιναξατε τον κονιορτον τον υποκατω των ποδων σας δια μαρτυριαν εις αυτους. Αληθως σας λεγω, ελαφροτερα θελει εισθαι η τιμωρια εις τα Σοδομα η Γομορρα εν ημερα κρισεως, παρα εις την πολιν εκεινην.
12 Et exeuntes praedicaverunt, ut paenitentiam agerent;12 Και εξελθοντες εκηρυττον να μετανοησωσι,
13 et daemonia multa eiciebant et ungebant oleo multos aegrotos et sanabant.
13 και εξεβαλλον πολλα δαιμονια και ηλειφον πολλους αρρωστους με ελαιον και εθεραπευον.
14 Et audivit Herodes rex; manifestum enim factum est nomen eius. Et dicebant:“ Ioannes Baptista resurrexit a mortuis, et propterea inoperantur virtutes inillo ”.14 Και ηκουσεν ο βασιλευς Ηρωδης? διοτι φανερον εγεινε το ονομα αυτου? και ελεγεν οτι Ιωαννης ο Βαπτιστης ανεστη εκ νεκρων, και δια τουτο ενεργουσιν αι δυναμεις εν αυτω.
15 Alii autem dicebant: “ Elias est ”. Alii vero dicebant: “Propheta est, quasi unus ex prophetis ”.15 Αλλοι ελεγον οτι ο Ηλιας ειναι? αλλοι δε ελεγον οτι προφητης ειναι η ως εις των προφητων.
16 Quo audito, Herodes aiebat: “Quem ego decollavi Ioannem, hic resurrexit! ”.
16 Ακουσας δε ο Ηρωδης ειπεν οτι ουτος ειναι ο Ιωαννης, τον οποιον εγω απεκεφαλισα? αυτος ανεστη εκ νεκρων.
17 Ipse enim Herodes misit ac tenuit Ioannem et vinxit eum in carcere propterHerodiadem uxorem Philippi fratris sui, quia duxerat eam.17 Διοτι αυτος ο Ηρωδης απεστειλε και επιασε τον Ιωαννην και εδεσεν αυτον εν τη φυλακη δια την Ηρωδιαδα την γυναικα Φιλιππου του αδελφου αυτου, επειδη ειχε λαβει αυτην εις γυναικα.
18 Dicebat enimIoannes Herodi: “ Non licet tibi habere uxorem fratris tui ”.18 Διοτι ο Ιωαννης ελεγε προς τον Ηρωδην οτι δεν σοι ειναι συγκεχωρημενον να εχης την γυναικα του αδελφου σου.
19 Herodiasautem insidiabatur illi et volebat occidere eum nec poterat:19 Η δε Ηρωδιας εμισει αυτον και ηθελε να θανατωση αυτον, και δεν ηδυνατο.
20 Herodes enimmetuebat Ioannem, sciens eum virum iustum et sanctum, et custodiebat eum, et,audito eo, multum haesitabat et libenter eum audiebat.20 Διοτι ο Ηρωδης εφοβειτο τον Ιωαννην, γνωριζων αυτον ανδρα δικαιον και αγιον, και διεφυλαττεν αυτον και εκαμνε πολλα ακουων αυτου και ευχαριστως ηκουεν αυτου.
21 Et cum dies opportunusaccidisset, quo Herodes natali suo cenam fecit principibus suis et tribunis etprimis Galilaeae,21 Και οτε ηλθεν αρμοδιος ημερα, καθ' ην ο Ηρωδης εκαμνεν εν τοις γενεθλιοις αυτου δειπνος εις τους μεγιστανας αυτου και εις τους χιλιαρχους και τους πρωτους της Γαλιλαιας,
22 cumque introisset filia ipsius Herodiadis et saltasset,placuit Herodi simulque recumbentibus. Rex ait puellae: “ Pete a me, quod vis,et dabo tibi ”.22 και εισηλθεν η θυγατηρ αυτης της Ηρωδιαδος και εχορευσε και ηρεσεν εις τον Ηρωδην και τους συγκαθημενους, ειπεν ο βασιλευς προς το κορασιον? Ζητησον με ο, τι αν θελης, και θελω σοι δωσει.
23 Et iuravit illi multum: “ Quidquid petieris a me, dabotibi, usque ad dimidium regni mei ”.23 Και ωμοσε προς αυτην οτι θελω σοι δωσει ο, τι με ζητησης, εως του ημισεος της βασιλειας μου.
24 Quae cum exisset, dixit matri suae:“ Quid petam? ”. At illa dixit: “ Caput Ioannis Baptistae ”.24 Η δε εξελθουσα ειπε προς την μητερα αυτης? Τι να ζητησω; Η δε ειπε? Την κεφαλην Ιωαννου του Βαπτιστου.
25 Cumqueintroisset statim cum festinatione ad regem, petivit dicens: “ Volo utprotinus des mihi in disco caput Ioannis Baptistae ”.25 Και ευθυς εισελθουσα μετα σπουδης εις τον βασιλεα, εζητησε λεγουσα? Θελω να μοι δωσης παραυτα επι πινακι την κεφαλην Ιωαννου του Βαπτιστου.
26 Et contristatus rex,propter iusiurandum et propter recumbentes noluit eam decipere;26 Και ο βασιλευς, αν και ελυπηθη πολυ, δια τους ορκους ομως και τους συγκαθημενους δεν ηθελησε να απορριψη την αιτησιν αυτης.
27 et statimmisso spiculatore rex praecepit afferri caput eius. Et abiens decollavit eum incarcere27 Και ευθυς αποστειλας ο βασιλευς δημιον, προσεταξε να φερθη η κεφαλη αυτου. Ο δε απελθων απεκεφαλισεν αυτον εν τη φυλακη
28 et attulit caput eius in disco; et dedit illud puellae, et puelladedit illud matri suae.28 και εφερε την κεφαλην αυτου επι πινακι και εδωκεν αυτην εις το κορασιον, και το κορασιον εδωκεν αυτην εις την μητερα αυτης.
29 Quo audito, discipuli eius venerunt et tuleruntcorpus eius et posuerunt illud in monumento.
29 Και ακουσαντες οι μαθηται αυτου, ηλθον και εσηκωσαν το πτωμα αυτου και εθεσαν αυτο εν μνημειω.
30 Et convenientes apostoli ad Iesum renuntiaverunt illi omnia, quae egerant etdocuerant.30 Και συναγονται οι αποστολοι προς τον Ιησουν και απηγγειλαν προς αυτον παντα, και οσα επραξαν και οσα εδιδαξαν.
31 Et ait illis: “ Venite vos ipsi seorsum in desertum locum etrequiescite pusillum ”. Erant enim, qui veniebant et redibant, multi, et necmanducandi spatium habebant.31 Και ειπε προς αυτους? Ελθετε σεις αυτοι κατ' ιδιαν εις τοπον ερημον και αναπαυεσθε ολιγον? διοτι ησαν πολλοι οι ερχομενοι και οι υπαγοντες, και ουδε να φαγωσιν ηυκαιρουν?
32 Et abierunt in navi in desertum locum seorsum.
32 και υπηγον εις ερημον τοπον με το πλοιον κατ' ιδιαν.
33 Et viderunt eos abeuntes et cognoverunt multi; et pedestre de omnibuscivitatibus concurrerunt illuc et praevenerunt eos.33 Και ειδον αυτους υπαγοντας οι οχλοι, και πολλοι εγνωρισαν αυτον και συνεδραμον εκει πεζοι απο πασων των πολεων και φθασαντες προ αυτων συνηχθησαν πλησιον αυτου.
34 Et exiens vidit multamturbam et misertus est super eos, quia erant sicut oves non habentes pastorem,et coepit docere illos multa.34 Εξελθων δε ο Ιησους, ειδε πολυν οχλον και εσπλαγχνισθη δι' αυτους, επειδη ησαν ως προβατα μη εχοντα ποιμενα, και ηρχισε να διδασκη αυτους πολλα.
35 Et cum iam hora multa facta esset, accesseruntdiscipuli eius dicentes: “ Desertus est locus hic, et hora iam est multa;35 Και επειδη ειχεν ηδη παρελθει ωρα πολλη, προσελθοντες προς αυτον οι μαθηται αυτου, λεγουσιν οτι ερημος ειναι ο τοπος και παρηλθεν ηδη πολλη ωρα?
36 dimitte illos, ut euntes in villas et vicos in circuitu emant sibi, quodmanducent ”.36 απολυσον αυτους, δια να υπαγωσιν εις τους περιξ αγρους και κωμας και αγορασωσιν εις εαυτους αρτους? διοτι δεν εχουσι τι να φαγωσιν.
37 Respondens autem ait illis: “ Date illis vos manducare ”.Et dicunt ei: “ Euntes emamus denariis ducentis panes et dabimus eismanducare? ”.37 Ο δε αποκριθεις ειπε προς αυτους? Δοτε σεις εις αυτους να φαγωσι. Και λεγουσι προς αυτον? να υπαγωμεν να αγορασωμεν διακοσιων δηναριων αρτους και να δωσωμεν εις αυτους να φαγωσιν;
38 Et dicit eis: “ Quot panes habetis? Ite, videte ”. Et cumcognovissent, dicunt: “ Quinque et duos pisces ”.38 Ο δε λεγει προς αυτους? Ποσους αρτους εχετε; υπαγετε και ιδετε. Και αφου ειδον, λεγουσι? Πεντε, και δυο οψαρια.
39 Et praecepit illis, utaccumbere facerent omnes secundum contubernia super viride fenum.39 Και προσεταξεν αυτους να καθισωσι παντας επι του χλωρου χορτου συμποσια συμποσια.
40 Etdiscubuerunt secundum areas per centenos et per quinquagenos.40 Και εκαθησαν πρασιαι ανα εκατον και ανα πεντηκοντα.
41 Et acceptisquinque panibus et duobus piscibus, intuens in caelum benedixit et fregit paneset dabat discipulis suis, ut ponerent ante eos; et duos pisces divisit omnibus.41 Και λαβων τους πεντε αρτους και τα δυο οψαρια, αναβλεψας εις τον ουρανον ηυλογησε και κατεκοψε τους αρτους και εδιδεν εις τους μαθητας αυτου δια να βαλωσιν εμπροσθεν αυτων, και τα δυο οψαρια εμοιρασεν εις παντας.
42 Et manducaverunt omnes et saturati sunt;42 Και εφαγον παντες και εχορτασθησαν.
43 et sustulerunt fragmenta duodecimcophinos plenos, et de piscibus.43 Και εσηκωσαν απο των κλασματων δωδεκα κοφινους πληρεις και απο των οψαριων.
44 Et erant, qui manducaverunt panes, quinquemilia virorum.
44 Ησαν δε οι φαγοντες τους αρτους εως πεντακισχιλιοι ανδρες.
45 Et statim coegit discipulos suos ascendere navem, ut praecederent transfretum ad Bethsaidam, dum ipse dimitteret populum.45 Και ευθυς ηναγκασε τους μαθητας αυτου να εμβωσιν εις το πλοιον και να προυπαγωσιν εις το περαν προς Βηθσαιδαν, εωσου αυτος απολυση τον οχλον?
46 Et cum dimisisset eos,abiit in montem orare.46 και απολυσας αυτους, υπηγεν εις το ορος να προσευχηθη.
47 Et cum sero factum esset, erat navis in medio mari, etipse solus in terra.47 Και οτε εγεινεν εσπερα, το πλοιον ητο εν τω μεσω της θαλασσης και αυτος μονος επι της γης.
48 Et videns eos laborantes in remigando, erat enim ventuscontrarius eis, circa quartam vigiliam noctis venit ad eos ambulans super mareet volebat praeterire eos.48 Και ειδεν αυτους βασανιζομενους εις το να κωπηλατωσι? διοτι ητο ο ανεμος εναντιος εις αυτους? και περι την τεταρτην φυλακην της νυκτος ερχεται προς αυτους περιπατων επι της θαλασσης, και ηθελε να περαση αυτους.
49 At illi, ut viderunt eum ambulantem super mare,putaverunt phantasma esse et exclamaverunt;49 Οι δε ιδοντες αυτον περιπατουντα επι της θαλασσης ενομισαν οτι ειναι φαντασμα και ανεκραξαν?
50 omnes enim eum viderunt etconturbati sunt. Statim autem locutus est cum eis et dicit illis: “ Confidite,ego sum; nolite timere! ”.50 διοτι παντες ειδον αυτον και εταραχθησαν. Και ευθυς ελαλησε μετ' αυτων και λεγει προς αυτους? Θαρσειτε, εγω ειμαι, μη φοβεισθε.
51 Et ascendit ad illos in navem, et cessavitventus. Et valde nimis intra se stupebant;51 Και ανεβη προς αυτους εις το πλοιον, και επαυσεν ο ανεμος? και εξεπληττοντο καθ' εαυτους λιαν καθ' υπερβολην και εθαυμαζον.
52 non enim intellexerant de panibus,sed erat cor illorum obcaecatum.
52 Διοτι δεν ενοησαν εκ των αρτων, επειδη η καρδια αυτων ητο πεπωρωμενη.
53 Et cum transfretassent in terram, pervenerunt Gennesaret et applicuerunt.53 Και διαπερασαντες ηλθον εις την γην Γεννησαρετ και ελιμενισθησαν.
54 Cumque egressi essent de navi, continuo cognoverunt eum54 Και οτε εξηλθον εκ του πλοιου, ευθυς γνωρισαντες αυτον,
55 et percurrentesuniversam regionem illam coeperunt in grabatis eos, qui se male habebant,circumferre, ubi audiebant eum esse.55 εδραμον εις παντα τα περιχωρα εκεινα και ηρχισαν να περιφερωσιν επι των κραββατων τους αρρωστους, οπου ηκουον οτι ειναι εκει.
56 Et quocumque introibat in vicos aut incivitates vel in villas, in plateis ponebant infirmos; et deprecabantur eum, utvel fimbriam vestimenti eius tangerent; et, quotquot tangebant eum, salvifiebant.
56 Και οπου εισηρχετο εις κωμας η πολεις η αγρους, εθετον εις τας αγορας τους ασθενεις και παρεκαλουν αυτον να εγγισωσι καν το κρασπεδον του ιματιου αυτου? και οσοι ηγγιζον αυτον, εθεραπευοντο.