Scrutatio

Domenica, 28 aprile 2024 - San Luigi Maria Grignion da Montfort ( Letture di oggi)

Genesi 49


font
NOVA VULGATAGREEK BIBLE
1 Vocavit autem Iacob filios suos et ait eis: “ Congrega mini, ut annuntiem, quae ventura sunt vobis in diebus novissimis.
1 Εκαλεσε δε ο Ιακωβ τους υιους αυτου και ειπε, Συναχθητε, δια να σας αναγγειλω τι μελλει να συμβη εις εσας εν ταις εσχαταις ημεραις?
2 Congregamini et audite, filii Iacob,
audite Israel patrem vestrum!
2 συναχθητε και ακουσατε, υιοι του Ιακωβ, και ακροασθητε τον Ισραηλ τον πατερα σας.
3 Ruben primogenitus meus,
tu fortitudo mea et principium roboris mei;
prior in dignitate, maior in robore!
3 Ρουβην ο πρωτοτοκος μου, συ ισχυς μου και αρχη των δυναμεων μου, εξοχος κατα την αξιαν και εξοχος κατα την δυναμιν.
4 Ebulliens sicut aqua non excellas,
quia ascendisti cubile patris tui
et maculasti stratum meum.
4 Εξεβρασας ως υδωρ? δεν θελεις εχει την υπεροχην? διοτι ανεβης επι την κλινην του πατρος σου? τοτε εμιανας αυτην? επι την κλινην μου ανεβη.
5 Simeon et Levi fratres,
vasa violentiae arma eorum.
5 Συμεων και Λευι οι αδελφοι, οργανα αδικιας ειναι αι μαχαιραι αυτων?
6 In consilium eorum ne veniat anima mea,
et in coetu illorum non sit gloria mea;
quia in furore suo occiderunt virum
et in voluntate sua subnervaverunt tauros.
6 εις την βουλην αυτων μη εισελθης, ψυχη μου? εις την συνελευσιν αυτων μη ενωθης, τιμη μου? διοτι εν τω θυμω αυτων εφονευσαν ανθρωπους και εν τω πεισματι αυτων κατηδαφισαν τειχος.
7 Maledictus furor eorum, quia pertinax,
et indignatio eorum, quia dura!
Dividam eos in Iacob
et dispergam eos in Israel.
7 Επικαταρατος ο θυμος αυτων, διοτι ητο αυθαδης? και η οργη αυτων, διοτι ητο σκληρα? θελω διαμοιρασει αυτους εις τον Ιακωβ, και θελω διασκορπισει αυτους εις τον Ισραηλ.
8 Iuda, te laudabunt fratres tui;
manus tua in cervicibus inimicorum tuorum;
adorabunt te filii patris tui.
8 Ιουδα, σε θελουσι επαινεσει οι αδελφοι σου? η χειρ σου θελει εισθαι επι τον τραχηλον των εχθρων σου? οι υιοι του πατρος σου θελουσι σε προσκυνησει?
9 Catulus leonis Iuda:
a praeda, fili mi, ascendisti;
requiescens accubuit ut leo
et quasi leaena; quis suscitabit eum?
9 σκυμνος λεοντος ειναι ο Ιουδας? εκ του θηρευματος, υιε μου, ανεβης? αναπεσων εκοιμηθη ως λεων και ως σκυμνος λεοντος? τις θελει εγειρει αυτον;
10 Non auferetur sceptrum de Iuda
et baculus ducis de pedibus eius,
donec veniat ille, cuius est,
et cui erit oboedientia gentium;
10 Δεν θελει εκλειψει το σκηπτρον εκ του Ιουδα ουδε νομοθετης εκ μεσου των ποδων αυτου, εωσου ελθη ο Σηλω? και εις αυτον θελει εισθαι η υπακοη των λαων.
11 ligans ad vineam pullum suum
et ad vitem filium asinae suae,
lavabit in vino stolam suam
et in sanguine uvae pallium suum;
11 Εις την αμπελον δενει το πωλαριον αυτου, και εις τον εκλεκτον βλαστον το παιδιον της ονου αυτου? θελει πλυνει εν οινω το ενδυμα αυτου και εν τω αιματι της σταφυλης το περιβολαιον αυτου?
12 nigriores sunt oculi eius vino
et dentes eius lacte candidiores.
12 Οι οφθαλμοι αυτου θελουσιν εισθαι ερυθροι εκ του οινου και οι οδοντες αυτου λευκοι εκ του γαλακτος.
13 Zabulon in litore maris habitabit
et in statione navium,
pertingens usque ad Sidonem.
13 Ο Ζαβουλων θελει κατοικησει εν λιμενι θαλασσης και θελει εισθαι εν λιμενι πλοιων? το δε οριον αυτου θελει εκταθη εως Σιδωνος.
14 Issachar asinus fortis,
accubans inter caulas
14 Ο Ισσαχαρ ειναι ονος δυνατος, κοιτωμενος εν τω μεσω των επαυλεων?
15 vidit requiem quod esset bona,
et terram quod optima;
et supposuit umerum suum ad portandum
factusque est tributis serviens.
15 Και ιδων οτι η αναπαυσις ητο καλη και ο τοπος τερπνος, εκλινε τον ωμον αυτου εις φορτιον και εγεινε δουλος υποτελης.
16 Dan iudicabit populum suum
sicut una tribuum Israel.
16 Ο Δαν θελει κρινει τον λαον αυτου, ως μια εκ των φυλων του Ισραηλ?
17 Fiat Dan coluber in via,
cerastes in semita,
mordens calcanea equi,
ut cadat ascensor eius retro.
17 Ο Δαν θελει εισθαι οφις επι της οδου, ασπις επι της τριβου, δακνων τας πτερνας του ιππου, ωστε ο ιππευς αυτου θελει πιπτει εις τα οπισω.
18 Salutare tuum exspectabo, Domine!
18 Την σωτηριαν σου περιεμεινα, Κυριε.
19 Gad, latrones aggredientur eum,
ipse autem aggredietur calcaneum eorum.
19 Τον Γαδ θελουσι πειρατευσει πειραται? πλην και αυτος εις το τελος θελει πειρατευσει.
20 Aser, pinguis panis eius,
et praebebit delicias regales.
20 Του Ασηρ ο αρτος θελει εισθαι παχυς? και αυτος θελει διδει βασιλικας τρυφας.
21 Nephthali cerva emissa,
dans cornua pulchra.
21 Ο Νεφθαλι ειναι ελαφος απολελυμενη, διδων λογους αρεστους.
22 Arbor fructifera Ioseph,
arbor fructifera super fontem:
rami transcendunt murum.
22 Ο Ιωσηφ, κλαδος καρποφορος, κλαδος καρποφορος πλησιον πηγης, του οποιου οι βλαστοι εκτεινονται επι του τοιχου?
23 Sed exasperaverunt eum et iurgati sunt,
et adversati sunt illi habentes iacula.
23 Οι τοξοται επικραναν αυτον και ετοξευσαν κατ' αυτου, και εχθρευθησαν αυτον.
24 Et confractus est arcus eorum,
et dissoluti sunt nervi brachiorum eorum
per manus Potentis Iacob,
per nomen Pastoris, Lapidis Israel.
24 Αλλα το τοξον αυτου εμεινε δυνατον και οι βραχιονες των χειρων αυτου ενεδυναμωθησαν δια των χειρων του ισχυρου Θεου του Ιακωβ? εκειθεν ο ποιμην, η πετρα του Ισραηλ?
25 Deus patris tui erit adiutor tuus,
et Omnipotens benedicet tibi
benedictionibus caeli desuper,
benedictionibus abyssi iacentis
deorsum,
benedictionibus uberum et vulvae.
25 και τουτο δια του Θεου του πατρος σου, οστις θελει σε βοηθει, και δια του Παντοδυναμου, οστις θελει σε ευλογει, ευλογιας του ουρανου ανωθεν, ευλογιας της αβυσσου κατωθεν, ευλογιας των μαστων και της μητρας?
26 Benedictiones patris tui confortatae sunt
super benedictiones montium aeternorum,
desiderium collium antiquorum;
fiant in capite Ioseph
et in vertice nazaraei inter fratres suos.
26 Αι ευλογιαι του πατρος σου υπερισχυσαν υπερ τας ευλογιας των προγονων μου εως των υψηλων κορυφων των αιωνιων ορεων? θελουσιν εισθαι επι της κεφαλης του Ιωσηφ και επι της κορυφης του εκλεκτου μεταξυ των αδελφων αυτου.
27 Beniamin lupus rapax;
mane comedet praedam
et vespere dividet spolia ”.
27 Ο Βενιαμιν θελει εισθαι λυκος αρπαξ? το πρωι θελει κατατρωγει θηραμα, και το εσπερας θελει διαιρει λαφυρα.
28 Omnes hi in tribubus Israel duodecim. Haec locutus est eis pater suus benedixitque singulis benedictionibus propriis.
28 Παντες ουτοι ειναι αι δωδεκα φυλαι του Ισραηλ, και τουτο ειναι το οποιον ελαλησε προς αυτους ο πατηρ αυτων και ευλογησεν αυτους? εκαστον κατα την ευλογιαν αυτου ευλογησεν αυτους.
29 Et praecepit eis dicens: “ Ego congregor ad populum meum; sepelite me cum patribus meis in spelunca Machpela, quae est in agro Ephron Hetthaei29 Και παρηγγειλεν εις αυτους και ειπε προς αυτους, Εγω προστιθεμαι εις τον λαον μου? θαψατε με μετα των πατερων μου εν τω σπηλαιω τω εν τω αγρω Εφρων του Χετταιου?
30 contra Mambre in terra Chanaan, quam emit Abraham cum agro ab Ephron Hetthaeo in possessionem sepulcri;30 εν τω σπηλαιω τω εν τω αγρω Μαχπελαχ τω απεναντι της Μαμβρη εν τη γη Χανααν, το οποιον ο Αβρααμ ηγορασε μετα του αγρου παρα του Εφρων του Χετταιου δια κτημα μνημειου?
31 ibi sepelierunt eum et Saram uxorem eius, ibi sepultus est Isaac cum Rebecca coniuge sua, ibi et Lia condita iacet ”.
31 εκει εθαψαν τον Αβρααμ και την Σαρραν την γυναικα αυτου? εκει εθαψαν τον Ισαακ και την Ρεβεκκαν την γυναικα αυτου? και εκει εθαψα εγω την Λειαν?
32 Finitisque mandatis, quibus filios instruebat, collegit pedes suos super lectulum et obiit; appositusque est ad populum suum.
32 η αγορα του αγρου και του σπηλαιου του εν αυτω εγεινε παρα των υιων του Χετ.
33 Και αφου ετελειωσεν ο Ιακωβ παραγγελλων εις τους υιους αυτου, εσυρε τους ποδας αυτου επι την κλινην και εξεπνευσε? και προσετεθη εις τον λαον αυτου.