Scrutatio

Lunedi, 29 aprile 2024 - Santa Caterina da Siena ( Letture di oggi)

Primo libro dei Maccabei 13


font
BIBBIA MARTINIGREEK BIBLE
1 Or Simone inteso come Trifone avea radunato un grosso esercito per entrare nella terra di Giuda, e desolarla.1 και ηκουσεν σιμων οτι συνηγαγεν τρυφων δυναμιν πολλην του ελθειν εις γην ιουδα και εκτριψαι αυτην
2 E veggendo come la gente era impaurito e tremante, andò a Gerusalemme, e convocò tutto il popolo:2 και ειδεν τον λαον οτι εντρομος εστιν και εκφοβος και ανεβη εις ιερουσαλημ και ηθροισεν τον λαον
3 E gli animò, e disse: Voi sapete quanto e io e i miei fratelli, e la casa del padre mio abbiam combattuto per la legge e pel santuario, e in quali angustie ci siamo trovati.3 και παρεκαλεσεν αυτους και ειπεν αυτοις αυτοι οιδατε οσα εγω και οι αδελφοι μου και ο οικος του πατρος μου εποιησαμεν περι των νομων και των αγιων και τους πολεμους και τας στενοχωριας ας ειδομεν
4 Per questa causa perirono tutti i miei fratelli per Israele, e son rimaso io solo.4 τουτου χαριν απωλοντο οι αδελφοι μου παντες χαριν του ισραηλ και κατελειφθην εγω μονος
5 Or non sia mai, che io abbia riguardo alla mia vita in qualunque tempo di afflizione; perocchè non son io da più che i miei fratelli.5 και νυν μη μοι γενοιτο φεισασθαι μου της ψυχης εν παντι καιρω θλιψεως ου γαρ ειμι κρεισσων των αδελφων μου
6 Io adunque difenderò il mio popolo e il santuario e i nostri figliuoli e le nostre mogli, or che tutte le genti per l'odio, che portano a noi, si uniscono alla nostra distruzione.6 πλην εκδικησω περι του εθνους μου και περι των αγιων και περι των γυναικων και τεκνων υμων οτι συνηχθησαν παντα τα εθνη εκτριψαι ημας εχθρας χαριν
7 A queste parole si infiammò lo spirito del popolo;7 και ανεζωπυρησεν το πνευμα του λαου αμα του ακουσαι των λογων τουτων
8 E ad alta voce risposero: Tu se' nostro condottiere in luogo di Giuda e di Gionata tuoi fratelli:8 και απεκριθησαν φωνη μεγαλη λεγοντες συ ει ημων ηγουμενος αντι ιουδου και ιωναθου του αδελφου σου
9 Combatti per noi, e faremo tutto quello che ci conanderai.9 πολεμησον τον πολεμον ημων και παντα οσα αν ειπης ημιν ποιησομεν
10 Ed egli, messi insieme tutti gli uomini sperimentati nel mestiere dell'armi, fece terminare con tutta sollecitudine le mura di Gerusalemme, e fortificolla da tutte le parti.10 και συνηγαγεν παντας τους ανδρας τους πολεμιστας και εταχυνεν του τελεσαι τα τειχη ιερουσαλημ και ωχυρωσεν αυτην κυκλοθεν
11 E mandò Gionata figliuolo di Absalom a Joppe con nuove schiere, e cacciati quelli che vi eran dentro, si fermò egli colà.11 και απεστειλεν ιωναθαν τον του αψαλωμου και μετ' αυτου δυναμιν ικανην εις ιοππην και εξεβαλεν τους οντας εν αυτη και εμεινεν εκει εν αυτη
12 E Trifone parti con grosso esercito da Tolemaide per entrare nella Giudea, e con lui Gionata prigioniero.12 και απηρεν τρυφων απο πτολεμαιδος μετα δυναμεως πολλης ελθειν εις γην ιουδα και ιωναθαν μετ' αυτου εν φυλακη
13 E Simone si avvicinò ad Addus dirimpetto alla pianura.13 σιμων δε παρενεβαλεν εν αδιδοις κατα προσωπον του πεδιου
14 Ma avendo inteso Trifone, come in luogo di Gionata era subentrato il suo fratello Simone, e che questi volea venir seco a battaglia, mandò a lui ambasciadori,14 και επεγνω τρυφων οτι ανεστη σιμων αντι ιωναθου του αδελφου αυτου και οτι συναπτειν αυτω μελλει πολεμον και απεστειλεν προς αυτον πρεσβεις λεγων
15 Perché gli dicessero: Abbiam ritenuto Gionata tuo fratello per ragion del denaro, di cui era debitore alla cassa del re, a titolo del negozi, che egli amministrano.15 περι αργυριου ου ωφειλεν ιωναθαν ο αδελφος σου εις το βασιλικον δι' ας ειχεν χρειας συνεχομεν αυτον
16 Or tu manda cento talenti d'argento, e i due suoi figliuoli in ostaggio, affinché messo in libertà non abbandoni il nostro partito, e noi lo rimanderemo.16 και νυν αποστειλον αργυριου ταλαντα εκατον και δυο των υιων αυτου ομηρα οπως μη αφεθεις αποστατηση αφ' ημων και αφησομεν αυτον
17 E Simone ben comprese, che quegli parlava seco con fraude: con tutto questo ordinò, che si desse il denaro e i fanciulli, per non tirarsi addosso la malevoglienza del popolo d'Israele, che direbbe:17 και εγνω σιμων οτι δολω λαλουσιν προς αυτον και πεμπει του λαβειν το αργυριον και τα παιδαρια μηποτε εχθραν αρη μεγαλην προς τον λαον
18 Perché egli non ha mandato il denaro e i fanciulli, per questo Gionata è morto.18 λεγοντες οτι ουκ απεστειλα αυτω το αργυριον και τα παιδαρια απωλετο
19 Ed egli mandò i fanciulli e i cento talenti: ma quegli mancò di parola, e non rimandò Gionata.19 και απεστειλεν τα παιδαρια και τα εκατον ταλαντα και διεψευσατο και ουκ αφηκεν τον ιωναθαν
20 E dipoi Trifone entrò nel paese per devastarlo: e si volsero a prendere la strada, che mena ad Ador, e Simone col suo esercito li seguitavano dovunque andassero.20 και μετα ταυτα ηλθεν τρυφων του εμβατευσαι εις την χωραν και εκτριψαι αυτην και εκυκλωσαν οδον την εις αδωρα και σιμων και η παρεμβολη αυτου αντιπαρηγεν αυτω εις παντα τοπον ου αν επορευετο
21 Ma quelli che erano nella cittadella mandarono a dire a Trifone, che venisse con sollecitudine dalla parte del deserto, e mandasse loro de' viveri.21 οι δε εκ της ακρας απεστελλον προς τρυφωνα πρεσβευτας κατασπευδοντας αυτον του ελθειν προς αυτους δια της ερημου και αποστειλαι αυτοις τροφας
22 E Trifone mise in ordine tutta la cavalleria per partir quella notte: ma essendo la neve in grandissima copia, egli non entrò nel paese di Galaad.22 και ητοιμασεν τρυφων πασαν την ιππον αυτου ελθειν και εν τη νυκτι εκεινη ην χιων πολλη σφοδρα και ουκ ηλθεν δια την χιονα και απηρεν και ηλθεν εις την γαλααδιτιν
23 Ma avvicinandosi a Bascaman, ivi uccise Gionata e i suoi figliuoli.23 ως δε ηγγισεν της βασκαμα απεκτεινεν τον ιωναθαν και εταφη εκει
24 E Trifone si voltò indietro, e se ne andò al suo paese.24 και επεστρεψεν τρυφων και απηλθεν εις την γην αυτου
25 E Simone mandò a prendere le ossa di Gionata suo fratello, e le seppellì in Modin patria de' loro padri.25 και απεστειλεν σιμων και ελαβεν τα οστα ιωναθου του αδελφου αυτου και εθαψεν αυτον εν μωδειν πολει των πατερων αυτου
26 E tutto Israele menò gran duolo per lui, e lo piansero per molto tempo.26 και εκοψαντο αυτον πας ισραηλ κοπετον μεγαν και επενθησαν αυτον ημερας πολλας
27 E Simone sopra il sepolcro del padre suo e dei suoi fratelli, alzò una fabbrica alta un'occhiata, di pietra tagliata nel dinanzi e nel di dietro:27 και ωκοδομησεν σιμων επι τον ταφον του πατρος αυτου και των αδελφων αυτου και υψωσεν αυτον τη ορασει λιθω ξεστω εκ των οπισθεν και εμπροσθεν
28 E vi collocò sette piramidi, l'una di rimpetto all'altra, al padre, alla madre e ai quattro fratelli:28 και εστησεν επτα πυραμιδας μιαν κατεναντι της μιας τω πατρι και τη μητρι και τοις τεσσαρσιν αδελφοις
29 E intorno ad esse pose delle grandi colonne; e sopra le colonne pose delle armi per eterna memoria; e presso alle armi, delle navi scolpite, le quali si vedessero da tutti quelli che navigassero per quel mare.29 και ταυταις εποιησεν μηχανηματα περιθεις στυλους μεγαλους και εποιησεν επι τοις στυλοις πανοπλιας εις ονομα αιωνιον και παρα ταις πανοπλιαις πλοια εγγεγλυμμενα εις το θεωρεισθαι υπο παντων των πλεοντων την θαλασσαν
30 Tale e' il sepolcro edificato da lui in Modin, che si vede anche in oggi.30 ουτος ο ταφος ον εποιησεν εν μωδειν εως της ημερας ταυτης
31 Ma Trifone essendo in viaggio col giovinetto re Antioco, lo uccise con inganno.31 ο δε τρυφων επορευετο δολω μετα αντιοχου του βασιλεως του νεωτερου και απεκτεινεν αυτον
32 E regnò in sua vece, e si cinse il diodema dell'Asia, e riempiè il paese di stragi.32 και εβασιλευσεν αντ' αυτου και περιεθετο το διαδημα της ασιας και εποιησεν πληγην μεγαλην επι της γης
33 Ma Simone ristorò le fortezze della Giudea, e le rinforzo con alle torri e salde mura e porte e sbarre; e mise viveri nelle fortezze.33 και ωκοδομησεν σιμων τα οχυρωματα της ιουδαιας και περιετειχισεν πυργοις υψηλοις και τειχεσιν μεγαλοις και πυλαις και μοχλοις και εθετο βρωματα εν τοις οχυρωμασιν
34 E Simone mandò deputati al re Demetrio per pregarlo di concedere l'immunità al paese; perocchè tutti gli alti di Trifone erano stati tanti ladrocinj.34 και επελεξεν σιμων ανδρας και απεστειλεν προς δημητριον τον βασιλεα του ποιησαι αφεσιν τη χωρα οτι πασαι αι πραξεις τρυφωνος ησαν αρπαγαι
35 E il re Demetrio rispose alla domanda, e scrisse lettera di tal tenore:35 και απεστειλεν αυτω δημητριος ο βασιλευς κατα τους λογους τουτους και απεκριθη αυτω και εγραψεν αυτω επιστολην τοιαυτην
36 Il re Demetrio a Simone sommo Sacerdote e amico dei re, e ai seniori e al popolo de' Giudei, salute.36 βασιλευς δημητριος σιμωνι αρχιερει και φιλω βασιλεων και πρεσβυτεροις και εθνει ιουδαιων χαιρειν
37 Abbiam ricevuto la corona d'oro e la palma mandata da voi; e siamo disposti a far con voi buona pace, e a scrivere agli agenti del re di condonarvi quello che noi vi abbiom condonato.37 τον στεφανον τον χρυσουν και την βαινην ην απεστειλατε κεκομισμεθα και ετοιμοι εσμεν του ποιειν υμιν ειρηνην μεγαλην και γραφειν τοις επι των χρειων του αφιεναι υμιν τα αφεματα
38 Perocchè debb' esser rato tutto quello, che vi abbiam conceduto: le fortezze edificate da voi sieno vostre.38 και οσα εστησαμεν προς υμας εστηκεν και τα οχυρωματα α ωκοδομησατε υπαρχετω υμιν
39 Vi rimettiamo eziandio i mancamenti e i torti fino a questi dì, e la corona, di cui eravate debitori: e se altra gravezza si pagava in Gerusalemme, omai cessi.39 αφιεμεν δε αγνοηματα και τα αμαρτηματα εως της σημερον ημερας και τον στεφανον ον ωφειλετε και ει τι αλλο ετελωνειτο εν ιερουσαλημ μηκετι τελωνεισθω
40 E se havvi tra voi chi sia capace di esser arruolato nelle nostre milizie, si arruoli, e sia tra noi pace.40 και ει τινες επιτηδειοι υμων γραφηναι εις τους περι ημας εγγραφεσθωσαν και γινεσθω ανα μεσον ημων ειρηνη
41 L'anno cento settanta Israele scosse il giogo dei Greci.41 ετους εβδομηκοστου και εκατοστου ηρθη ο ζυγος των εθνων απο του ισραηλ
42 E il popolo d'Israele cominciò a contare nè monumenti e negli atti pubblici dall'anno primo sotto Simone sommo Sacerdote, gran condottiero e principe dei Giudei.42 και ηρξατο ο λαος γραφειν εν ταις συγγραφαις και συναλλαγμασιν ετους πρωτου επι σιμωνος αρχιερεως μεγαλου και στρατηγου και ηγουμενου ιουδαιων
43 In quel tempo Simone si accostò a Gaza, e la circondò coll'esercito, e alzò le macchine, e le spinse contro la città, e batte una torre, e la prese.43 εν ταις ημεραις εκειναις παρενεβαλεν επι γαζαρα και εκυκλωσεν αυτην παρεμβολαις και εποιησεν ελεοπολιν και προσηγαγεν τη πολει και επαταξεν πυργον ενα και κατελαβετο
44 E quelli che stavano in una delle macchine entrarono con furia nella città; e questa fu in gran tumulto.44 και εξηλλοντο οι εν τη ελεοπολει εις την πολιν και εγενετο κινημα μεγα εν τη πολει
45 E i cittadini salirono colle moglie coi figliuoli sulle mura, stracciate le vesti, e gridavano ad alta voce pregando Simone a dar loro la pace,45 και ανεβησαν οι εν τη πολει συν γυναιξιν και τοις τεκνοις επι το τειχος διερρηχοτες τα ιματια αυτων και εβοησαν φωνη μεγαλη αξιουντες σιμωνα δεξιας αυτοις δουναι
46 E dicevano: Non voler trattarci secondo la nostra malvagità, ma secondo la tua clemenza.46 και ειπαν μη ημιν χρηση κατα τας πονηριας ημων αλλα κατα το ελεος σου
47 E Simone si lasciò piegare, e non li punì; ma però li cacciò dalla città, e purificò le case, dove erano stati simulacri: e poi vi entrò dentro cantando inni in lode del Signore.47 και συνελυθη αυτοις σιμων και ουκ επολεμησεν αυτους και εξεβαλεν αυτους εκ της πολεως και εκαθαρισεν τας οικιας εν αις ην τα ειδωλα και ουτως εισηλθεν εις αυτην υμνων και ευλογων
48 E toltone tutte le immondezze, la fece abitare da gente che osservasse la legge, e la fortificò, e vi fece una casa per sè.48 και εξεβαλεν εξ αυτης πασαν ακαθαρσιαν και κατωκισεν εν αυτη ανδρας οιτινες τον νομον ποιησωσιν και προσωχυρωσεν αυτην και ωκοδομησεν εαυτω εν αυτη οικησιν
49 Ma quelli, che stavano nella cittadella di Gerusalemme non potendo andare, e stare pel paese, ne vendere, né comprare, si ridussero a una gran carestia, e molti di essi moriron di fame.49 οι δε εκ της ακρας εν ιερουσαλημ εκωλυοντο εκπορευεσθαι και εισπορευεσθαι εις την χωραν αγοραζειν και πωλειν και επεινασαν σφοδρα και απωλοντο εξ αυτων ικανοι τω λιμω
50 E gridavano a Simone, che desse loro la pace; ed egli la concesse; e cacciolti di là, e purficò la cittadella dalle immondezze.50 και εβοησαν προς σιμωνα δεξιας λαβειν και εδωκεν αυτοις και εξεβαλεν αυτους εκειθεν και εκαθαρισεν την ακραν απο των μιασματων
51 E i Giudei vi entraron dentro ai ventitre del secondo mese, l'anno cento settant'uno con rami di palme, e cantando laude al suono di arpe cimbali, e lire, con inni e cantici perché era stato tolto via un nemico grande d'Israele.51 και εισηλθον εις αυτην τη τριτη και εικαδι του δευτερου μηνος ετους πρωτου και εβδομηκοστου και εκατοστου μετα αινεσεως και βαιων και εν κινυραις και εν κυμβαλοις και εν ναβλαις και εν υμνοις και εν ωδαις οτι συνετριβη εχθρος μεγας εξ ισραηλ
52 E Simone ordinò, che si solennizzassero ogni anno quei giorni con gaudio.52 και εστησεν κατ' ενιαυτον του αγειν την ημεραν ταυτην μετα ευφροσυνης και προσωχυρωσεν το ορος του ιερου το παρα την ακραν και ωκει εκει αυτος και οι παρ' αυτου
53 E fortificò il monte del tempio, che era presso alla cittadella, e ivi abitò egli coi suoi.53 και ειδεν σιμων τον ιωαννην υιον αυτου οτι ανηρ εστιν και εθετο αυτον ηγουμενον των δυναμεων πασων και ωκει εν γαζαροις
54 E Simone avendo riconosciuto, che Giovanni suo figliuolo era uomo di gran valore, lo creò capitano di tutte le schiere, ed egli facea residenza a Gazara.