Scrutatio

Lunedi, 6 maggio 2024 - San Pietro Nolasco ( Letture di oggi)

Vangelo secondo Luca 5


font
BIBBIA TINTORIGREEK BIBLE
1 Or mentre la gente si affollava intorno a lui per udir la parola di Dio, egli stava presso il lago di Genezaret.1 Ενω δε ο οχλος συνεθλιβεν αυτον δια να ακουη τον λογον του Θεου, αυτος ιστατο πλησιον της λιμνης Γεννησαρετ,
2 E vide due barelle fermò alla riva del lago, essendone i pescatori scesi a lavar le reti.2 και ειδε δυο πλοια ισταμενα παρα την λιμνην οι δε αλιεις αποβαντες απ' αυτων εξεπλυναν τα δικτυα.
3 Salito in una di quelle barche che era di Simone, lo pregò di scostarsi un po' da terra. E, sedutosi, dalla barca ammaestrava la folla.3 Εμβας δε εις εν των πλοιων, το οποιον ητο του Σιμωνος, παρεκαλεσεν αυτον να απομακρυνη αυτο ολιγον απο της γης, και καθησας εδιδασκεν εκ του πλοιου τους οχλους.
4 E come ebbe finito di parlare, disse a Simone: Prendi il largo, e calate le vostre reti per la pesca.4 Καθως δε επαυσε λαλων, ειπε προς τον Σιμωνα? Επαναγαγε το πλοιον εις τα βαθεα και ριψατε τα δικτυα υμων δια να οψαρευσητε.
5 Ma Simone gli rispose: Maestro, ci siam affaticati tutta la notte e non abbiamo preso niente: nonostante, sulla tua parola calerò le reti.5 Και αποκριθεις ο Σιμων, ειπε προς αυτον? Διδασκαλε, δι' ολης της νυκτος κοπιασαντες δεν επιασαμεν ουδεν? αλλ' ομως επι τω λογω σου θελω ριψει το δικτυον.
6 E fatto così, presero tanta quantità di pesci che la rete loro si rompeva.6 Και αφου εκαμον τουτο, συνεκλεισαν πληθος πολυ ιχθυων και διεσχιζετο το δικτυον αυτων.
7 Ed allora essi fecero segno ai compagni dell'altra barca di venirli ad aiutare. E, venuti quelli, riempirono tutte e due le barche da farle quasi affondare.7 Και εκαμον νευμα εις τους συντροφους τους εν τω αλλω πλοιω, δια να ελθωσι να βοηθησωσιν αυτους? και ηλθον και εγεμισαν αμφοτερα τα πλοια, ωστε εβυθιζοντο.
8 Veduto questo Simon Pietro si gettò ai ginocchi di Gesù dicendo: Signore, allontanati da me, perchè sono uomo peccatore.8 Ιδων δε ο Σιμων Πετρος, προσεπεσε προς τα γονατα του Ιησου, λεγων? Εξελθε απ' εμου, διοτι ειμαι ανθρωπος αμαρτωλος, Κυριε.
9 In verità, egli e quelli che erano con lui rimasero storditi della presa dei pesci che avevano fatta.9 Επειδη εκπληξις κατελαβεν αυτον και παντας τους μετ' αυτου δια την αγραν των ιχθυων, την οποιαν συνελαβον,
10 Così pure Giacomo e Giovanni, figli di Zebedeo, ch'eran soci di Simone. E Gesù disse a Simone: Non temere, d'ora innanzi tu sarai pescatore d'uomini.10 ομοιως δε και τον Ιακωβον και Ιωαννην, τους υιους του Ζεβεδαιου, οιτινες ησαν συντροφοι του Σιμωνος. Και ειπε προς τον Σιμωνα ο Ιησους? Μη φοβου? απο του νυν ανθρωπους θελεις αγρευει.
11 Ed essi, tirate a riva le barche, abbandonata ogni cosa, lo seguirono.11 Και αφου εφεραν τα πλοια επι την γην, αφησαντες απαντα ηκολουθησαν αυτον.
12 Or avvenne che trovandosi lui in una di quelle città, un uomo coperto di lebbra, visto Gesù, si gettò bocconi per terra, e lo pregò dicendo: Signore, se vuoi, tu puoi mondarmi.12 Και ενω ητο εν μια των πολεων ιδου, ανθρωπος πληρης λεπρας? και ιδων τον Ιησουν, επεσε κατα προσωπον και παρεκαλεσεν αυτον, λεγων? Κυριε, εαν θελης, δυνασαι να με καθαρισης.
13 Ed egli, stesa la mano, lo toccò dicendo: Sì, lo voglio, sii mondato. E subito la lebbra sparì da lui.13 Και εκτεινας την χειρα, ηγγισεν αυτον και ειπε? Θελω, καθαρισθητι. Και ευθυς η λεπρα εφυγεν απ' αυτου.
14 E, comandatogli di non palesarlo a nessuno gli disse: Va', presentati al sacerdote, o fa l'offerta per la tua purificazione, secondo quello che ha prescritto Mosè, in testimonianza per essi.14 Και αυτος παρηγγειλεν αυτον να μη ειπη τουτο προς μηδενα, αλλ' υπαγε, λεγει, και δειξον σεαυτον εις τον ιερεα και προσφερε περι του καθαρισμου σου, καθως προσεταξεν ο Μωυσης, δια μαρτυριαν εις αυτους.
15 Intanto più che mai si spargeva la sua fama, e molte, genti accorrevano per udirlo e per essere guarite dai loro mali.15 Αλλ' ετι μαλλον διηρχετο η φημη περι αυτου, και συνηθροιζοντο οχλοι πολλοι, δια να ακουωσι και να θεραπευωνται υπ' αυτου απο των ασθενειων αυτων?
16 Ma egli si ritirava in luoghi solitari e pregava.16 αυτος δε απεσυρετο εις τας ερημους και προσηυχετο.
17 E avvenne un giorno che egli stava insegnando; o c'erano a sedere dei Farisei e dottori della legge, venuti da ogni paese della Galilea e di Giudea e da Gerusalemme; e la potenza del Signore era lì a sanarli.17 Και εν μια των ημερων, ενω αυτος εδιδασκεν, εκαθηντο Φαρισαιοι και νομοδιδασκαλοι, οιτινες ειχον ελθει εκ πασης κωμης της Γαλιλαιας και Ιουδαιας και Ιερουσαλημ? και δυναμις Κυριου ητο εις το να ιατρευη αυτους.
18 Ed ecco degli uomini portar sopra un letticciuolo un paralitico, e cercavano di introdurlo per posarglielo davanti.18 Και ιδου, ανδρες φεροντες επι κλινης ανθρωπον, οστις ητο παραλυτικος, και εζητουν να φερωσιν αυτον εσω και να θεσωσιν ενωπιον αυτου?
19 E non trovando da qual parte introdurlo a motivo della calca, salirono sul tetto, e, di fra i tegoli, lo calarono giù col letticciuolo, in mezzo, davanti a Gesù.19 και μη ευροντες δια ποιας εισοδου να φερωσιν αυτον εσω εξ αιτιας του οχλου, ανεβησαν επι το δωμα και δια των κεραμιδων κατεβιβασαν αυτον μετα του κλινιδιου εις το μεσον εμπροσθεν του Ιησου.
20 Egli, veduta la loro fede, disse: Uomo, ti son rimessi i tuoi peccati.20 Και ιδων την πιστιν αυτων, ειπε προς αυτον? Ανθρωπε, συγκεχωρημεναι ειναι εις σε αι αμαρτιαι σου.
21 Allora gli Scribi e i Farisei cominciarono a pensare e dire: Chi è costui che pronuncia bestemmie? Chi può rimettere i peccati se non Dio solo?21 Και ηρχισαν να διαλογιζωνται οι γραμματεις και οι Φαρισαιοι, λεγοντες? Τις ειναι ουτος, οστις λαλει βλασφημιας; τις δυναται να συγχωρη αμαρτιας ειμη μονος ο Θεος;
22 Ma Gesù, conosciuti i loro pensieri, prese a dir loro: Che andate pensando nei vostri cuori?22 Νοησας δε ο Ιησους τους διαλογισμους αυτων, απεκριθη και ειπε προς αυτους? Τι διαλογιζεσθε εν ταις καρδιαις σας;
23 Cos'è più facile dire: Ti son rimessi i peccati, o dire: Levati su e cammina?23 τι ειναι ευκολωτερον, να ειπω, Συγκεχωρημεναι ειναι εις σε αι αμαρτιαι σου, η να ειπω, Σηκωθητι και περιπατει;
24 Or affinché sappiate che il Figlio dell'uomo ha sulla terra il potere di rimettere i peccati, dico a te — disse ai paralitico — levati su, piglia il tuo lettocelo e vattene a casa tua.24 αλλα δια να γνωρισητε οτι εξουσιαν εχει ο ιος του ανθρωπου επι της γης να συγχωρη αμαρτιας, ειπε προς τον παραλυτικον? Προς σε λεγω, Σηκωθητι και σηκωσον το κλινιδιον σου και υπαγε εις τον οικον σου.
25 E quello, rizzatosi sull'atto, in presenza di loro, prese il suo giaciglio e se ne andò a casa, glorificando Dio.25 Και παρευθυς εγερθεις ενωπιον αυτων, εσηκωσε το κλινιδιον εφ' ου κατεκειτο και ανεχωρησεν εις τον οικον αυτου, δοξαζων τον Θεον.
26 E tutti, colmi di maraviglia, glorificavano Dio e, invasi dallo spavento, dicevano: Oggi abbiamo visto delle cose meravigliose.26 Και εκστασις κατελαβεν απαντας και εδοξαζον τον Θεον, και επλησθησαν φοβου, λεγοντες οτι ειδομεν παραδοξα σημερον.
27 E dopo questi fatti uscì e vide un pubblicano di nome Levi, che sedeva al banco della gabella, e disse: Seguimi;27 Και μετα ταυτα εξηλθε και ειδε τελωνην τινα Λευιν το ονομα, καθημενον εις το τελωνιον, και ειπε προς αυτον? Ακολουθει μοι.
28 e quello, abbandonata ogni cosa, si alzò e lo seguì.28 Και αφησας απαντα, εσηκωθη και ηκολουθησεν αυτον.
29 Poi Levi gli fece un gran banchetto in casa sua, e tra gli altri che erano a mensa con essi c'era gran folla di pubblicani.29 Και εκαμεν εις αυτον ο Λευις υποδοχην μεγαλην εν τη οικια αυτου, και ητο πληθος πολυ τελωνων και αλλων, οιτινες εκαθηντο μετ' αυτων εις την τραπεζαν.
30 E i Farisei ed i loro Scribi ne mormoravano e dicevano ai discepoli di Gesù: Perchè mangiate e bevete coi pubblicani e i peccatori?30 Και εγογγυζον οι γραμματεις αυτων και οι Φαρισαιοι προς τους μαθητας αυτου, λεγοντες? Δια τι μετα τελωνων και αμαρτωλων τρωγετε και πινετε;
31 Ma Gesù rispose loro; Non han bisogno del medico i sani, ma gli ammalati.31 Και αποκριθεις ο Ιησους, ειπε προς αυτους? Δεν εχουσι χρειαν ιατρου οι υγιαινοντες, αλλ' οι πασχοντες.
32 Non son venuto a chiamare i giusti, ma i peccatori a penitenza.32 Δεν ηλθον δια να καλεσω δικαιους, αλλα αμαρτωλους εις μετανοιαν.
33 Ma quelli gli replicarono: Perchè, mentre 1 discepoli di Giovanni digiunano spesso e fan preghiera, come parimenti quelli dei Farisei, i tuoi mangiano e bevono?33 Οι δε ειπον προς αυτον? Δια τι οι μαθηται του Ιωαννου νηστευουσι συχνα και καμνουσι δεησεις, ομοιως και οι των Φαρισαιων, οι δε ιδικοι σου τρωγουσι και πινουσιν;
34 E rispose loro: Potete forse far digiunare i compagni dello sposo mentre lo sposo è con essi?34 Ο δε ειπε προς αυτους? Μηπως δυνασθε να καμητε τους υιους του νυμφωνος να νηστευωσιν, ενοσω ειναι μετ' αυτων ο νυμφιος;
35 verranno poi i giorni quando sarà loro tolto lo sposo; allora, in quei giorni digiuneranno.35 θελουσιν ομως ελθει ημεραι, οταν αφαιρεθη απ' αυτων ο νυμφιος? τοτε θελουσι νηστευει εν εκειναις ταις ημεραις.
36 E portò loro un paragone: Nessuno taglia da un vestito nuovo una toppa per metterla su un vestito vecchio, perchè romperebbe il nuovo senza poter adattare il pozzo nuovo ai vecchio.36 Ελεγε δε και παραβολην προς αυτους, οτι ουδεις βαλλει επιρραμμα ιματιου νεου επι ιματιον παλαιον ει δε μη, και το νεον σχιζει και με το παλαιον δεν συμφωνει το επιρραμμα το απο του νεου.
37 E nessuno mette vino nuovo in otri vecchi, perché il vino nuovo rompe gli otri e si versa, mentre gli otri vanno a male.37 Και ουδεις βαλλει οινον νεον εις ασκους παλαιους ει δε μη, ο νεος οινος θελει σχισει τους ασκους, και αυτος θελει εκχυθη και οι ασκοι θελουσι φθαρη
38 Ma il vino nuovo va messo in otri nuovi, per conservare così l'uno e gli altri.38 αλλα πρεπει να βαλληται ο νεος οινος εις ασκους νεους, και αμφοτερα διατηρουνται.
39 E nessuno che beve vin vecchio desidera ad un tratto del nuovo; perchè dice: Il vecchio è migliore.39 Και ουδεις αφου πιη οινον παλαιον, θελει ευθυς νεον? διοτι λεγει? Ο παλαιος ειναι καλητερος.