Scrutatio

Mercoledi, 1 maggio 2024 - San Giuseppe Lavoratore ( Letture di oggi)

Daniele 4


font
BIBBIA TINTORILXX
1 « Io Nabucodonosor vivevo tranquillo nella mia casa e glorioso nella mia reggia,1 -
2 quando ebbi un sogno che mi spaventò, e i pensieri avuti nel mio letto e le visioni del mio capo mi turbarono.2 -
3 Allora con mio decreto feci venire davanti a me tutti i sapienti di Babilonia, a darmi la spiegazione del mio sogno.3 -
4 Venuti che furono gli indovini, i maghi, i Caldei e gli aruspici, esposi loro il mio sogno; ma essi non me ne dettero la spiegazione.4 ετους οκτωκαιδεκατου της βασιλειας ναβουχοδονοσορ ειπεν ειρηνευων ημην εν τω οικω μου και ευθηνων επι του θρονου μου
5 Finalmente venne al mio cospetto il collega Daniele, chiamato Baltassar dal nome del mio Dio e che ha in sè lo Spirito degli dèi santi. Davanti a lui esposi il mio sogno:5 ενυπνιον ειδον και ευλαβηθην και φοβος μοι επεπεσεν
6 O Baltassar, principe degli indovini, io so bene che lo spirito degli dèi santi abita in te, e che nessun arcano t'è impenetrabile: esponimi adunque le visioni da me avute nei miei sogni e il loro significato.6 -
7 Ecco la visione che io ebbi in testa nel mio letto. Io stava a guardare: ed ecco nel mezzo della terra un albero di eccessiva grandezza;7 -
8 un albero grande e robusto; la sua cima toccava il cielo e faccvasi vedere dagli estremi confini di tutto il mondo;8 -
9 le sue foglie erano bellissime, i suoi frutti eran senza numero, e v'era da mangiare per tutti; sotto l'albero stavano animali e fiere; sopra i suoi rami nidificavano gli uccelli dell'aria: ogni vivente aveva da esso il suo cibo.9 -
10 Mentre io contemplavo nel mio letto questa visione del mio capo, ecco scendere dal cielo il Vigilante, il Santo,10 εκαθευδον και ιδου δενδρον υψηλον φυομενον επι της γης η ορασις αυτου μεγαλη και ουκ ην αλλο ομοιον αυτω
11 e dire, gridando ad alta voce: « Tagliate l'albero, recidetene i rami, scotetene le foglie, disperdetene i frutti, fuggan le bestie dalla sua ombra, e gli uccelli dai suoi rami.11 και η ορασις αυτου μεγαλη η κορυφη αυτου ηγγιζεν εως του ουρανου και το κυτος αυτου εως των νεφελων πληρουν τα υποκατω του ουρανου ο ηλιος και η σεληνη εν αυτω ωκουν και εφωτιζον πασαν την γην
12 Però lasciate nella terra una punta delle sue radici. Sia legato con catene di ferro e di bronzo tra le erbe, all'aperto; sia bagnato dalla rugiada del cielo, e divida colle bestie l'erba dei campi.12 οι κλαδοι αυτου τω μηκει ως σταδιων τριακοντα και υποκατω αυτου εσκιαζον παντα τα θηρια της γης και εν αυτω τα πετεινα του ουρανου ενοσσευον ο καρπος αυτου πολυς και αγαθος και εχορηγει πασι τοις ζωοις
13 Il suo cuore di uomo sia mutato in cuore di fiera e così passino sopra di lui sette tempi.13 εθεωρουν εν τω υπνω μου και ιδου αγγελος απεσταλη εν ισχυι εκ του ουρανου
14 Per sentenza dei vigilanti e secondo il consiglio e la petizione dei santi è così stabilito finché i viventi non riconoscano che l'Altissimo ha domìnio sopra il regno degli uomini, ch'Egli donerà a chi vuole, fino a porre sopra di esso l'uomo più abbietto ».14 και εφωνησε και ειπεν αυτω εκκοψατε αυτο και καταφθειρατε αυτο προστετακται γαρ απο του υψιστου εκριζωσαι και αχρειωσαι αυτο
15 Questo vidi in sogno io, re Nabucodonosor. Or tu, Baltassar, dammene subito la spiegazione, chè tutti i sapienti del mio regno non possono darmela, ma tu puoi, perchè lo spirito degli dèi santi è in te ».15 και ουτως ειπε ριζαν μιαν αφετε αυτου εν τη γη οπως μετα των θηριων της γης εν τοις ορεσι χορτον ως βους νεμηται
16 Allora Daniele, chiamato Baltassar, stette sopra pensiero e in silenzio per quasi un'ora, turbato dai suoi pensieri. Ma il re prese a dire: « Baltassar, non ti dare pena del sogno e del suo significato ». Rispose Baltassar, dicendo: « Signor mio, questo sogno sia per quelli che ti voglion male, e la sua interpretazione per i tuoi nemici.16 και απο της δροσου του ουρανου το σωμα αυτου αλλοιωθη και επτα ετη βοσκηθη συν αυτοις
17 L'albero che tu hai veduto sublime e robusto, alto fino al cielo, e visibile per tutta la terra,17 εως αν γνω τον κυριον του ουρανου εξουσιαν εχειν παντων των εν τω ουρανω και των επι της γης και οσα αν θελη ποιει εν αυτοις [17α] ενωπιον μου εξεκοπη εν ημερα μια και η καταφθορα αυτου εν ωρα μια της ημερας και οι κλαδοι αυτου εδοθησαν εις παντα ανεμον και ειλκυσθη και ερριφη και τον χορτον της γης μετα των θηριων της γης ησθιε και εις φυλακην παρεδοθη και εν πεδαις και εν χειροπεδαις χαλκαις εδεθη υπ' αυτων σφοδρα εθαυμασα επι πασι τουτοις και ο υπνος μου απεστη απο των οφθαλμων μου
18 dai bellissimi rami, dai frutti senza numero, in cui v'era da mangiare per tutti, sotto il quale stavano le bestie del campo, mentre sopra i suoi rami nidificavano gli uccelli dell'aria,18 και αναστας το πρωι εκ της κοιτης μου εκαλεσα τον δανιηλ τον αρχοντα των σοφιστων και τον ηγουμενον των κρινοντων τα ενυπνια και διηγησαμην αυτω το ενυπνιον και υπεδειξε μοι πασαν την συγκρισιν αυτου
19 sei tu, o re; tu sei divenuto grande e robusto, la tua grandezza è cresciuta, si è alzata fino al cielo, la tua potenza si è estesa fino alle ultime estremità della terra.19 μεγαλως δε εθαυμασεν ο δανιηλ και υπονοια κατεσπευδεν αυτον και φοβηθεις τρομου λαβοντος αυτον και αλλοιωθεισης της ορασεως αυτου κινησας την κεφαλην ωραν μιαν αποθαυμασας απεκριθη μοι φωνη πραεια βασιλευ το ενυπνιον τουτο τοις μισουσι σε και η συγκρισις αυτου τοις εχθροις σου επελθοι
20 Riguardo all'avere il re veduto il Vigilante, il Santo, scendere dal cielo e dire: Tagliate l'albero, fatelo in pezzi, ma lasciate in terra una punta di sue radici e sia legato con ferro e bronzo, stia all'aperto sull'erba, sia bagnato dalla rugiada del cièlo, pascoli colle fiere, finché non sian passati sopra di lui sette tempi,20 το δενδρον το εν τη γη πεφυτευμενον ου η ορασις μεγαλη συ ει βασιλευ
21 eccone la spiegazione: è sentenza dell'Altissimo, pronunziata contro il re mio Signore:21 και παντα τα πετεινα του ουρανου τα νοσσευοντα εν αυτω η ισχυς της γης και των εθνων και των γλωσσων πασων εως των περατων της γης και πασαι αι χωραι σοι δουλευουσι
22 ti cacceranno dalla società, e tu starai colle bestie e colle fiere, qual bue mangerai il fieno, sarai bagnato dalla rugiada del cielo, e così passeranno sopra di te sette tempi finché non riconosca che l'Altissimo ha dominio sopra il regno degli uomini e lo dà a chi gli pare.22 το δε ανυψωθηναι το δενδρον εκεινο και εγγισαι τω ουρανω και το κυτος αυτου αψασθαι των νεφελων συ βασιλευ υψωθης υπερ παντας τους ανθρωπους τους οντας επι προσωπου πασης της γης υψωθη σου η καρδια υπερηφανια και ισχυι τα προς τον αγιον και τους αγγελους αυτου τα εργα σου ωφθη καθοτι εξερημωσας τον οικον του θεου του ζωντος επι ταις αμαρτιαις του λαου του ηγιασμενου
23 Ma siccome fu dato l'ordine di lasciare una punta delle radici dell'albero, il tuo regno resterà a te, quando avrai riconosciuto che il potere è dal cielo.23 και η ορασις ην ειδες οτι αγγελος εν ισχυι απεσταλη παρα του κυριου και οτι ειπεν εξαραι το δενδρον και εκκοψαι η κρισις του θεου του μεγαλου ηξει επι σε
24 Per questo, o re, accetta il mio consiglio: redimi colle elemosine i tuoi peccati, e le tue iniquità con opere di misericordia verso i poveri: può essere che Dio perdoni i tuoi delitti ».24 και ο υψιστος και οι αγγελοι αυτου επι σε κατατρεχουσιν
25 Tutte queste cose avvennero al re Nabucodonosor.25 εις φυλακην απαξουσι σε και εις τοπον ερημον αποστελουσι σε
26 Dodici mesi dopo, mentre passeggiava per la reggia di Babilonia,26 και η ριζα του δενδρου η αφεθεισα επει ουκ εξερριζωθη ο τοπος του θρονου σου σοι συντηρηθησεται εις καιρον και ωραν ιδου επι σε ετοιμαζονται και μαστιγωσουσι σε και επαξουσι τα κεκριμενα επι σε
27 il re prese a dire: « Non è questa la gran Babilonia da me edificata, come sede del mio regno, colla forza della mia potenza, collo splendore della mia gloria? »27 κυριος ζη εν ουρανω και η εξουσια αυτου επι παση τη γη αυτου δεηθητι περι των αμαρτιων σου και πασας τας αδικιας σου εν ελεημοσυναις λυτρωσαι ινα επιεικεια δοθη σοι και πολυημερος γενη επι του θρονου της βασιλειας σου και μη καταφθειρη σε τουτους τους λογους αγαπησον ακριβης γαρ μου ο λογος και πληρης ο χρονος σου
28 Il re non aveva ancora finito di dire queste parole, quando una voce discese dal cielo: — Vien detto a te, o re Nabucodonosor: il tuo regno non sarà più tuo;28 και επι συντελεια των λογων ναβουχοδονοσορ ως ηκουσε την κρισιν του οραματος τους λογους εν τη καρδια συνετηρησε
29 Ti cacceranno dalla società, starai colle bestie e colle fiere, qual bue mangerai il fieno; cosi passeranno sopra di te sette tempi, finché tu non riconosca che l'Altissimo ha dominio sopra il regno degli uomini, e lo dà a chi gli pare.29 και μετα μηνας δωδεκα ο βασιλευς επι των τειχων της πολεως μετα πασης της δοξης αυτου περιεπατει και επι των πυργων αυτης διεπορευετο
30 Sull'istante le parole furon compite sopra Nabucodonosor: cacciato dalla società, mangiò fieno qual bue, il suo corpo fu bagnato dalla rugiada del cielo, tanto che i suoi capelli, crescendo, divennero come le penne dell'aquila, e le sue unghie come gli artigli degli uccelli.30 και αποκριθεις ειπεν αυτη εστι βαβυλων η μεγαλη ην εγω ωκοδομησα και οικος βασιλειας μου εν ισχυι κρατους μου κληθησεται εις τιμην της δοξης μου
31 « Ma finito quel tempo, io Nabucodonosor alzai i miei occhi al cielo, e mi ritornò la ragione. Allora benedissi l'Altissimo, e lodai e glorificai colui che vive in eterno: la sua potenza è eterna; il regno di lui si estende a tutte le generazioni.31 και επι συντελειας του λογου αυτου φωνην εκ του ουρανου ηκουσε σοι λεγεται ναβουχοδονοσορ βασιλευ η βασιλεια βαβυλωνος αφηρηται σου και ετερω διδοται εξουθενημενω ανθρωπω εν τω οικω σου ιδου εγω καθιστημι αυτον επι της βασιλειας σου και την εξουσιαν σου και την δοξαν σου και την τρυφην σου παραληψεται οπως επιγνως οτι εξουσιαν εχει ο θεος του ουρανου εν τη βασιλεια των ανθρωπων και ω εαν βουληται δωσει αυτην εως δε ηλιου ανατολης βασιλευς ετερος ευφρανθησεται εν τω οικω σου και κρατησει της δοξης σου και της ισχυος σου και της εξουσιας σου
32 Tutti gli abitatori della terra son davanti a lui un niente. Egli dispone a suo beneplacito tanto delle potenze dei cieli, come degli abitatori della terra; e nessuno può resistere alla sua mano, e dirgli: — Perchè hai fatto questo? —32 και οι αγγελοι διωξονται σε επι ετη επτα και ου μη οφθης ουδ' ου μη λαλησης μετα παντος ανθρωπου χορτον ως βουν σε ψωμισουσι και απο της χλοης της γης εσται η νομη σου ιδου αντι της δοξης σου δησουσι σε και τον οικον της τρυφης σου και την βασιλειαν σου ετερος εξει
33 Nel medesimo tempo ritornò in me la mia ragione, ritornai nell'onore e nella magnificenza del regno, ritornai nel mio primo aspetto, i miei cortigiani e i miei magistrati mi ricercarono, fui rimesso nel mio regno, e la mia potenza fu ancor più accresciuta.33 εως δε πρωι παντα τελεσθησεται επι σε ναβουχοδονοσορ βασιλευ βαβυλωνος και ουχ υστερησει απο παντων τουτων ουθεν [33α] εγω ναβουχοδονοσορ βασιλευς βαβυλωνος επτα ετη επεδηθην χορτον ως βουν εψωμισαν με και απο της χλοης της γης ησθιον και μετα ετη επτα εδωκα την ψυχην μου εις δεησιν και ηξιωσα περι των αμαρτιων μου κατα προσωπον κυριου του θεου του ουρανου και περι των αγνοιων μου του θεου των θεων του μεγαλου εδεηθην [33β] και αι τριχες μου εγενοντο ως πτερυγες αετου οι ονυχες μου ωσει λεοντος ηλλοιωθη η σαρξ μου και η καρδια μου γυμνος περιεπατουν μετα των θηριων της γης ενυπνιον ειδον και υπονοιαι με ειληφασι και δια χρονου υπνος με ελαβε πολυς και νυσταγμος επεπεσε μοι
34 Ed ora io, Nabucodonosor, lodo, esalto, glorifico il re del cielo, perchè le opere sue son rette, le sue vie son giuste, ed egli può umiliare i superbi ».34 και επι συντελεια των επτα ετων ο χρονος μου της απολυτρωσεως ηλθε και αι αμαρτιαι μου και αι αγνοιαι μου επληρωθησαν εναντιον του θεου του ουρανου και εδεηθην περι των αγνοιων μου του θεου των θεων του μεγαλου και ιδου αγγελος εις εκαλεσε με εκ του ουρανου λεγων ναβουχοδονοσορ δουλευσον τω θεω του ουρανου τω αγιω και δος δοξαν τω υψιστω το βασιλειον του εθνους σου σοι αποδιδοται
35 -
36 εν εκεινω τω καιρω αποκατεσταθη η βασιλεια μου εμοι και η δοξα μου απεδοθη μοι
37 τω υψιστω ανθομολογουμαι και αινω τω κτισαντι τον ουρανον και την γην και τας θαλασσας και τους ποταμους και παντα τα εν αυτοις εξομολογουμαι και αινω οτι αυτος εστι θεος των θεων και κυριος των κυριων και βασιλευς των βασιλεων οτι αυτος ποιει σημεια και τερατα και αλλοιοι καιρους και χρονους αφαιρων βασιλειαν βασιλεων και καθιστων ετερους αντ' αυτων [37α] απο του νυν αυτω λατρευσω και απο του φοβου αυτου τρομος ειληφε με και παντας τους αγιους αυτου αινω οι γαρ θεοι των εθνων ουκ εχουσιν εν εαυτοις ισχυν αποστρεψαι βασιλειαν βασιλεως εις ετερον βασιλεα και αποκτειναι και ζην ποιησαι και ποιησαι σημεια και θαυμασια μεγαλα και φοβερα και αλλοιωσαι υπερμεγεθη πραγματα καθως εποιησεν εν εμοι ο θεος του ουρανου και ηλλοιωσεν επ' εμοι μεγαλα πραγματα εγω πασας τας ημερας της βασιλειας μου περι της ψυχης μου τω υψιστω θυσιας προσοισω εις οσμην ευωδιας τω κυριω και το αρεστον ενωπιον αυτου ποιησω εγω και ο λαος μου το εθνος μου και αι χωραι μου αι εν τη εξουσια μου και οσοι ελαλησαν εις τον θεον του ουρανου και οσοι αν καταληφθωσι λαλουντες τι τουτους κατακρινω θανατω [37β] εγραψε δε ο βασιλευς ναβουχοδονοσορ επιστολην εγκυκλιον πασι τοις κατα τοπον εθνεσι και χωραις και γλωσσαις πασαις ταις οικουσαις εν πασαις ταις χωραις εν γενεαις και γενεαις κυριω τω θεω του ουρανου αινειτε και θυσιαν και προσφοραν προσφερετε αυτω ενδοξως εγω βασιλευς βασιλεων ανθομολογουμαι αυτω ενδοξως οτι ουτως εποιησε μετ' εμου εν αυτη τη ημερα εκαθισε με επι του θρονου μου και της εξουσιας μου και της βασιλειας μου εν τω λαω μου εκρατησα και η μεγαλωσυνη μου αποκατεσταθη μοι [37χ] ναβουχοδονοσορ βασιλευς πασι τοις εθνεσι και πασαις ταις χωραις και πασι τοις οικουσιν εν αυταις ειρηνη υμιν πληθυνθειη εν παντι καιρω και νυν υποδειξω υμιν τας πραξεις ας εποιησε μετ' εμου ο θεος ο μεγας εδοξε δε μοι αποδειξαι υμιν και τοις σοφισταις υμων οτι εστι θεος και τα θαυμασια αυτου μεγαλα το βασιλειον αυτου βασιλειον εις τον αιωνα η εξουσια αυτου απο γενεων εις γενεας και απεστειλεν επιστολας περι παντων των γενηθεντων αυτω εν τη βασιλεια αυτου πασι τοις εθνεσι τοις ουσιν υπο την βασιλειαν αυτου
38 βαλτασαρ ο βασιλευς εποιησε δοχην μεγαλην εν ημερα εγκαινισμου των βασιλειων αυτου και απο των μεγιστανων αυτου εκαλεσεν ανδρας δισχιλιους εν τη ημερα εκεινη βαλτασαρ ανυψουμενος απο του οινου και καυχωμενος επηνεσε παντας τους θεους των εθνων τους χωνευτους και γλυπτους εν τω τοπω αυτου και τω θεω τω υψιστω ουκ εδωκεν αινεσιν εν αυτη τη νυκτι εξηλθον δακτυλοι ωσει ανθρωπου και επεγραψαν επι του τοιχου οικου αυτου επι του κονιαματος κατεναντι του λυχνους μανη φαρες θεκελ εστι δε η ερμηνεια αυτων μανη ηριθμηται φαρες εξηρται θεκελ εσταται