1 - E mi rivolsi ad altro, e vidi tutte le oppressioni che si commettono sotto il sole: le lacrime degl'innocenti [oppressi], e nessun consolatore!l'impotenza a resistere alle violenze degli oppressori, e nessuno che gli aiuti [e conforti]! | 1 Τοτε εγω εστραφην και ειδον πασας τας αδικιας τας γινομενας υπο τον ηλιον? και ιδου, δακρυα των αδικουμενων, και δεν υπηρχεν εις αυτους ο παρηγορων? η δε δυναμις ητο εν τη χειρι των αδικουντων αυτους? και δεν υπηρχεν εις αυτους ο παρηγορων. |
2 E proclamai i morti più beati de' vivi, | 2 Οθεν εγω εμακαρισα τους τελευτησαντας, τους ηδη αποθανοντας, μαλλον παρα τους ζωντας, οσοι ζωσιν ετι. |
3 e più felici d'entrambi chi non è nato ancora, nè ha visto il male che si fa sotto il sole! | 3 Καλητερος δε αμφοτερων ειναι, οστις δεν υπηρξεν ετι, οστις δεν ειδε τα πονηρα εργα τα γινομενα υπο τον ηλιον. |
4 Osservai poi tutte le fatiche degli uomini, e m'accòrsi che l'industria dell'uno è esposta all'invidia dell'altro. Anche in ciò è vanità e inutile affanno! | 4 Προσετι εγω εθεωρησα παντα μοχθον και πασαν επιτευξιν εργου, οτι δια τουτο ο ανθρωπος φθονειται υπο του πλησιον αυτου? και τουτο ματαιοτης και θλιψις πνευματος. |
5 Lo stolto [invece] incrocia le manie consuma le proprie carni. | 5 Ο αφρων περιπλεκει τας χειρας αυτου και τρωγει την εαυτου σαρκα. |
6 Meglio un pugno [di roba] con pace, che le due mani piene con travaglio e afflizione di spirito! | 6 Καλητερον μια δραξ πληρης αναπαυσεως παρα δυο πληρεις μοχθου και θλιψεως πνευματος. |
7 Considerando [ancora], vidi un'altra vanità sotto il sole. | 7 Παλιν εστραφην εγω και ειδον ματαιοτητα υπο τον ηλιον? |
8 Ecco uno ch'è solo, e non ha altri dopo di sè, nè figliuolo nè fratello. Eppure, non la smette di affaticarsi, nè i suoi occhi si sazian di ricchezze. Non pensa a dire: «Per chi travaglio ioe privo del benessere l'anima mia?». Anche in questo è vanità e tristissima afflizione! | 8 υπαρχει τις και δεν εχει δευτερον? ναι, δεν εχει ουτε υιον ουτε αδελφον? και ομως δεν παυει απο παντος του μοχθου αυτου? μαλιστα ο οφθαλμος αυτου δεν χορταινει πλουτου? και δεν λεγει, δια τινα εγω κοπιαζω και στερω την ψυχην μου απο αγαθων; και τουτο ειναι ματαιοτης και περισπασμος λυπηρος. |
9 Meglio esser due insieme che uno solo, perchè han profitto dalla loro unione [ne' travagli]. | 9 Καλητεροι οι δυο υπερ τον ενα? επειδη αυτοι εχουσι καλην αντιμισθιαν εν τω κοπω αυτων. |
10 Se uno cade, lo sostiene [e lo rialza] l'altro. Ma guai a chi è solo, perchè, cadendo, non ha chi lo sollevi! | 10 Διοτι, εαν πεσωσιν, ο εις θελει σηκωσει τον συντροφον αυτου? αλλ' ουαι εις τον ενα, οστις πεση και δεν εχη δευτερον να σηκωση αυτον. |
11 Se due uomini dormono insieme, si riscaldan l'un l'altro; ma un solo come si riscalderà? | 11 Παλιν, εαν δυο πλαγιασωσιν ομου, τοτε θερμαινονται? ο εις ομως πως θελει θερμανθη; |
12 E se altri soverchia l'uno, in due gli terranno testa: una fune a tre fila difficilmente si rompe. | 12 Και εαν τις υπερισχυση κατα του ενος, οι δυο θελουσιν αντισταθη εις αυτον? και το τριπλουν σχοινιον δεν κοπτεται ταχεως. |
13 Meglio un giovane povero e saggio, che un re vecchio e stolto, che non sa provveder per il futuro, | 13 Καλητερον πτωχον και σοφον παιδιον παρα βασιλευς γερων και αφρων, οστις δεν ειναι πλεον επιδεκτικος νουθεσιας? |
14 perchè anche dalla prigione e da' ceppi uno può talora uscir fuori a regnare, e altri [invece], nato re, finir nella miseria. | 14 διοτι το μεν εξερχεται εκ του οικου των δεσμιων δια να βασιλευση? ο δε και βασιλευς γεννηθεις καθισταται πενης. |
15 Vidi tutti gli uomini andarsene alla luce del solecol giovane successore che prendeva il posto dell'altro. | 15 Ειδον παντας τους ζωντας τους περιπατουντας υπο τον ηλιον, μετα του υιου, του δευτερου, οστις θελει σταθη αντ' αυτου. |
16 Infinita la gente che sfilava al suo cospetto; ma quei che verran dopo, non si rallegreranno di lui! Anche questo è vanità e afflizione di spirito! | 16 Δεν υπαρχει τελος εις παντα τον λαον, εις παντας τους προυπαρξαντας αυτων? αλλ' ουδε οι μετα ταυτα θελουσιν ευφρανθη εις αυτον? λοιπον και τουτο ματαιοτης και θλιψις πνευματος. |
17 Bada ai tuoi passi nell'avviarti alla casa di Dio, e accostati per ascoltare [la sua voce]; perchè molto migliore è l'obbedienza che le vittime degli stolti, i quali non avvertono il male che fanno. | |