Scrutatio

Martedi, 7 maggio 2024 - Santa Flavia ( Letture di oggi)

Secondo libro dei Re 2


font
BIBBIA RICCIOTTIGREEK BIBLE
1 - Quando il Signore volle rapire in cielo Elia in un turbine, avvenne che Elia ed Eliseo partirono da Galgala.1 Οτε δε εμελλεν ο Κυριος να αναβιβαση τον Ηλιαν εις τον ουρανον με ανεμοστροβιλον, ανεχωρησεν ο Ηλιας μετα του Ελισσαιε απο Γαλγαλων.
2 Elia disse ad Eliseo: «Fermati qua, poichè il Signore mi manda fino a Betel». Ma Eliseo rispose: «Viva il Signore e viva l'anima tua! io non ti lascerò». Quando furono discesi in Betel,2 Και ειπεν ο Ηλιας προς τον Ελισσαιε, Καθου ενταυθα, παρακαλω? διοτι ο Κυριος με απεστειλεν εως Βαιθηλ. Και ειπεν ο Ελισσαιε, Ζη Κυριος και ζη η ψυχη σου, δεν θελω σε αφησει. Και κατεβησαν εις Βαιθηλ.
3 uscirono incontro ad Eliseo i figli dei profeti, che stavano a Betel, e gli dissero: «Non sai tu che oggi il Signore ti rapirà il tuo padrone?». Eliseo rispose: «Anche io lo so, tacete».3 Και εξηλθον οι υιοι των προφητων οι εν Βαιθηλ προς τον Ελισσαιε και ειπον προς αυτον, Εξευρεις οτι ο Κυριος σημερον λαμβανει τον κυριον σου επανωθεν της κεφαλης σου; Και ειπε, Και εγω εξευρω τουτο? σιωπατε.
4 Disse poi Elia ad Eliseo: «Fermati qua, poichè il Signore mi manda a Gerico». Ed egli rispose: «Viva il Signore e viva l'anima tua! io non ti lascerò». Venuti a Gerico4 Και ειπεν ο Ηλιας προς αυτον, Ελισσαιε, καθου ενταυθα, παρακαλω? διοτι ο Κυριος με απεστειλεν εις Ιεριχω. Ο δε ειπε, Ζη Κυριος και ζη η ψυχη σου, δεν θελω σε αφησει. Και ηλθον εις Ιεριχω.
5 si accostarono ad Eliseo i figli dei profeti, che stavano in Gerico, e gli dissero: «Non sai che oggi il Signore ti rapirà il tuo padrone?». Ed egli rispose: «Anch'io lo so; tacete».5 Και προσηλθον οι υιοι των προφητων οι εν Ιεριχω προς τον Ελισσαιε και ειπον προς αυτον, Εξευρεις οτι ο Κυριος σημερον λαμβανει τον κυριον σου επανωθεν της κεφαλης σου; Και ειπε, Και εγω εξευρω τουτο? σιωπατε.
6 Gli disse poi Elia: «Fermati qua, poichè il Signore mi manda fino al Giordano». Ed egli rispose: «Viva il Signore e viva l'anima tua! io non ti lascerò». Andarono dunque ambedue insieme,6 Και ειπεν ο Ηλιας προς αυτον, Καθου ενταυθα, παρακαλω? διοτι ο Κυριος με απεστειλεν εις τον Ιορδανην. Ο δε ειπε, Ζη Κυριος και ζη η ψυχη σου, δεν θελω σε αφησει. Και υπηγαν αμφοτεροι.
7 e cinquanta uomini dei figli dei profeti li seguirono, restando da lungi dalla parte opposta. Essi poi se ne stavano entrambi sulla riva del Giordano.7 Και υπηγαν πεντηκοντα ανδρες εκ των υιων των προφητων, και εσταθησαν απεναντι μακροθεν? εκεινοι δε οι δυο εσταθησαν επι του Ιορδανου.
8 Ed Elia preso il mantello e arrotolatolo, percosse le acque, che si divisero in due parti; e passarono ambedue a piedi asciutti.8 Και ελαβεν ο Ηλιας την μηλωτην αυτου και εδιπλωσεν αυτην και εκτυπησε τα υδατα, και διηρεθησαν ενθεν και ενθεν, και διεβησαν αμφοτεροι δια ξηρας.
9 Dopo essere passati, Elia disse ad Eliseo: «Domanda quanto vuoi che io ti faccia, prima ch'io sia portato via». Ed Eliseo rispose: «Ti prego di far sì che sopra di me siavi doppiamente il tuo spirito».9 Και οτε διεβησαν, ειπεν ο Ηλιας προς τον Ελισσαιε, Ζητησον τι να σοι καμω, πριν αναληφθω απο σου. Και ειπεν ο Ελισσαιε, Διπλασια μερις του πνευματος σου ας ηναι, παρακαλω, επ' εμε.
10 Elia gli disse: «Hai chiesto una sola cosa difficile. Tuttavia se tu mi vedrai quando io ti sarò tolto, otterrai ciò che hai domandato; se non mi vedrai, non l'otterrai».10 Ο δε ειπε, Σκληρον πραγμα εζητησας? πλην εαν με ιδης αναλαμβανομενον απο σου, θελει γεινει εις σε ουτως? ει δε μη, δεν θελει γεινει.
11 Mentre se ne andavano, e camminando parlavano tra loro, ecco un carro di fuoco, con cavalli di fuoco che li separarono l'un dall'altro; ed Elia salì in cielo in un turbine,11 Και ενω αυτοι περιεπατουν ετι λαλουντες, ιδου, αμαξα πυρος και ιπποι πυρος, και διεχωρισαν αυτους αμφοτερους? και ανεβη ο Ηλιας με ανεμοστροβιλον εις τον ουρανον.
12 mentre Eliseo guardava e gridava: «Oh, padre mio, o padre mio, carro d'Israele e suo condottiero!». Ma poi non lo vide più. E prese le sue vesti, le divise in due parti,12 Ο δε Ελισσαιε εβλεπε και εβοα, Πατερ μου, πατερ μου, αμαξα του Ισραηλ και ιππικον αυτου. Και δεν ειδεν αυτον πλεον? και επιασε τα ιματια αυτου και διεσχισεν αυτα εις δυο τμηματα.
13 e raccolse il mantello di Elia, che gli era caduto. Poi ritornò e se ne stette sulla riva del Giordano13 Και σηκωσας την μηλωτην του Ηλια, ητις επεσεν επανωθεν εκεινου, επεστρεφε και εσταθη επι του χειλους του Ιορδανου.
14 e col mantello di Elia, che gli era caduto, percosse le acque, ma le acque non si divisero. Disse allora: «Ov'è adesso il Dio d'Elia?». Percosse ancora le acque e si divisero di qua e di là ed Eliseo passò.14 Και λαβων την μηλωτην του Ηλια, ητις επεσεν επανωθεν εκεινου, εκτυπησε τα υδατα και ειπε, Που ειναι Κυριος ο Θεος του Ηλια; Και ως εκτυπησε και αυτος τα υδατα, διηρεθησαν ενθεν και ενθεν? και διεβη ο Ελισσαιε.
15 Quando i figli dei profeti, che se ne stavano a Gerico, dalla parte opposta, videro ciò, dissero: «Lo spirito di Elia si è posato sopra Eliseo»; e venutigli incontro, lo adorarono prostrati a terra.15 Και ιδοντες αυτον οι υιοι των προφητων, οι εν Ιεριχω εκ του απεναντι, ειπον, Το πνευμα του Ηλια επανεπαυθη επι τον Ελισσαιε. Και ηλθον εις συναντησιν αυτου και προσεκυνησαν αυτον εως εδαφους.
16 Poi gli dissero: «Ecco, vi sono tra i tuoi servi cinquanta uomini forti, che possono andare a cercare il tuo signore, nel caso che lo spirito del Signore l'avesse preso e gettato sopra qualche montagna o in qualche vallata». Ma egli rispose: «Non li mandate».16 Και ειπον προς αυτον, Ιδου τωρα, πεντηκοντα δυνατοι ανδρες ειναι μετα των δουλων σου? ας υπαγωσι, παρακαλουμεν, και ας ζητησωσι τον κυριον σου, μηποτε εσηκωσεν αυτον το πνευμα του Κυριου και ερριψεν αυτον επι τινος ορους η επι τινος κοιλαδος. Και ειπε, Μη αποστειλητε.
17 Essi però insistettero fino a che egli accondiscese e disse: «Mandateli»; ed essi mandarono i cinquanta uomini, i quali dopo aver cercato per tre giorni continui senza averlo trovato,17 Αλλ' αφου εβιασαν αυτον τοσον ωστε ησχυνετο, ειπεν, Αποστειλατε. Απεστειλαν λοιπον πεντηκοντα ανδρας και εζητησαν τρεις ημερας, πλην δεν ευρηκαν αυτον.
18 ritornarono da lui, che si era fermato in Gerico, e disse loro: «Non vi avevo io detto di non mandarli?».18 Και οτε επεστρεψαν προς αυτον, διοτι εμεινεν εν Ιεριχω, ειπε προς αυτους, Δεν σας ειπα, Μη υπαγητε;
19 Ora gli uomini della città dissero ad Eliseo: «Il soggiorno di questa città è ottimo, come tu stesso, o signore, vedi; ma le acque sono pessime e la terra sterile».19 Και ειπον οι ανδρες της πολεως προς τον Ελισσαιε, Ιδου τωρα, η θεσις της πολεως ταυτης ειναι καλη, καθως ο κυριος μου βλεπει τα υδατα ομως ειναι κακα και η γη αγονος.
20 Ed egli disse: «Portatemi un vaso nuovo e mettetevi del sale». Quando glielo ebbero portato,20 Και ειπε, Φερετε μοι φιαλην καινην και βαλετε αλας εις αυτην. Και εφεραν προς αυτον.
21 egli uscì alla fonte delle acque, vi gettò dentro il sale, e disse: «Questo ha detto il Signore: - Ho sanato queste acque ed esse non saranno più causa di morte nè di sterilità -».21 Και εξηλθεν εις την πηγην των υδατων και ερριψε το αλας εκει και ειπεν, Ουτω λεγει Κυριος? Υγιανα τα υδατα ταυτα? δεν θελει εισθαι πλεον εκ τουτων θανατος η ακαρπια.
22 Così quelle acque furono risanate fino a questo giorno, secondo la parola che Eliseo aveva pronunziato.22 Και ιαθησαν τα υδατα εως της ημερας ταυτης, κατα τον λογον του Ελισσαιε, τον οποιον ελαλησε.
23 Poi di là egli salì verso Betel. Mentre saliva lungo il sentiero, uscirono dalla città dei fanciulletti, che si misero a prendersi beffa di lui e a dire: «Sali, calvo! Sali, calvo!».23 Και ανεβη εκειθεν εις Βαιθηλ? και ενω αυτος ανεβαινεν εν τη οδω, εξηλθον εκ της πολεως παιδια μικρα και ενεπαιζον αυτον και ελεγον προς αυτον, Αναβαινε, φαλακρε? αναβαινε, φαλακρε?
24 Egli, essendosi voltato verso di loro, li vide e li maledisse nel nome del Signore; e uscirono due orsi dalla foresta che sbranarono quarantadue di quei fanciulli.24 ο δε εστραφη οπισω και ιδων αυτα, κατηρασθη αυτα εις το ονομα του Κυριου. Και εξηλθον εκ του δασους δυο αρκτοι και διεσπαραξαν εξ αυτων τεσσαρακοντα δυο παιδια.
25 Di là poi se ne andò al monte Carmelo, donde fece ritorno in Samaria.25 Και υπηγεν εκειθεν εις το ορος τον Καρμηλον? και εκειθεν επεστρεψεν εις Σαμαρειαν.