Vangelo secondo Giovanni 19
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
BIBBIA CEI 2008 | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Allora Pilato fece prendere Gesù e lo fece flagellare. | 1 Τοτε λοιπον ελαβεν ο Πιλατος τον Ιησουν και εμαστιγωσε. |
2 E i soldati, intrecciata una corona di spine, gliela posero sul capo e gli misero addosso un mantello di porpora. | 2 Και οι στρατιωται, πλεξαντες στεφανον εξ ακανθων, εθεσαν επι της κεφαλης αυτου και ενεδυσαν αυτον ιματιον πορφυρουν |
3 Poi gli si avvicinavano e dicevano: «Salve, re dei Giudei!». E gli davano schiaffi. | 3 και ελεγον? Χαιρε βασιλευ των Ιουδαιων? και εδιδον εις αυτον ραπισματα. |
4 Pilato uscì fuori di nuovo e disse loro: «Ecco, io ve lo conduco fuori, perché sappiate che non trovo in lui colpa alcuna». | 4 Εξηλθε δε παλιν εξω ο Πιλατος και λεγει προς αυτους? Ιδου, σας φερω αυτον εξω, δια να γνωρισητε οτι ουδεν εγκλημα ευρισκω εν αυτω. |
5 Allora Gesù uscì, portando la corona di spine e il mantello di porpora. E Pilato disse loro: «Ecco l’uomo!». | 5 Εξηλθε λοιπον ο Ιησους εξω, φορων τον ακανθινον στεφανον και το πορφυρουν ιματιον, και λεγει προς αυτους ο Πιλατος? Ιδε ο ανθρωπος. |
6 Come lo videro, i capi dei sacerdoti e le guardie gridarono: «Crocifiggilo! Crocifiggilo!». Disse loro Pilato: «Prendetelo voi e crocifiggetelo; io in lui non trovo colpa». | 6 Οτε δε ειδον αυτον οι αρχιερεις και οι υπηρεται, εκραυγασαν λεγοντες? Σταυρωσον, σταυρωσον αυτον. Λεγει προς αυτους ο Πιλατος? Λαβετε αυτον σεις και σταυρωσατε? διοτι εγω δεν ευρισκω εν αυτω εγκλημα. |
7 Gli risposero i Giudei: «Noi abbiamo una Legge e secondo la Legge deve morire, perché si è fatto Figlio di Dio». | 7 Απεκριθησαν προς αυτον οι Ιουδαιοι? ημεις νομον εχομεν, και κατα τον νομον ημων πρεπει να αποθανη, διοτι εκαμεν εαυτον Υιον του Θεου. |
8 All’udire queste parole, Pilato ebbe ancor più paura. | 8 Οτε δε ηκουσεν ο Πιλατος τουτον τον λογον, μαλλον εφοβηθη, |
9 Entrò di nuovo nel pretorio e disse a Gesù: «Di dove sei tu?». Ma Gesù non gli diede risposta. | 9 και εισηλθε παλιν εις το πραιτωριον, και λεγει προς τον Ιησουν? Ποθεν εισαι συ; Ο δε Ιησους αποκρισιν δεν εδωκεν εις αυτον. |
10 Gli disse allora Pilato: «Non mi parli? Non sai che ho il potere di metterti in libertà e il potere di metterti in croce?». | 10 Λεγει λοιπον προς αυτον ο Πιλατος? Προς εμε δεν λαλεις; δεν εξευρεις οτι εξουσιαν εχω να σε σταυρωσω και εξουσιαν εχω να σε απολυσω; |
11 Gli rispose Gesù: «Tu non avresti alcun potere su di me, se ciò non ti fosse stato dato dall’alto. Per questo chi mi ha consegnato a te ha un peccato più grande». | 11 Απεκριθη ο Ιησους? Δεν ειχες ουδεμιαν εξουσιαν κατ' εμου, εαν δεν σοι ητο δεδομενον ανωθεν? δια τουτο ο παραδιδων με εις σε εχει μεγαλητεραν αμαρτιαν. |
12 Da quel momento Pilato cercava di metterlo in libertà. Ma i Giudei gridarono: «Se liberi costui, non sei amico di Cesare! Chiunque si fa re si mette contro Cesare». | 12 Εκτοτε εζητει ο Πιλατος να απολυση αυτον? οι Ιουδαιοι ομως εκραζον, λεγοντες? Εαν τουτον απολυσης, δεν εισαι φιλος του Καισαρος. Πας οστις καμνει εαυτον βασιλεα αντιλεγει εις τον Καισαρα. |
13 Udite queste parole, Pilato fece condurre fuori Gesù e sedette in tribunale, nel luogo chiamato Litòstroto, in ebraico Gabbatà. | 13 Ο Πιλατος λοιπον, ακουσας τουτον τον λογον, εφερεν εξω τον Ιησουν και εκαθησεν επι του βηματος εις τον τοπον λεγομενον Λιθοστρωτον, Εβραιστι δε Γαβαθθα. |
14 Era la Parasceve della Pasqua, verso mezzogiorno. Pilato disse ai Giudei: «Ecco il vostro re!». | 14 Ητο δε παρασκευη του πασχα και ωρα περιπου εκτη? και λεγει προς τους Ιουδαιους? Ιδου ο βασιλευς σας. |
15 Ma quelli gridarono: «Via! Via! Crocifiggilo!». Disse loro Pilato: «Metterò in croce il vostro re?». Risposero i capi dei sacerdoti: «Non abbiamo altro re che Cesare». | 15 Οι δε εκραυγασαν? Αρον, αρον, σταυρωσον αυτον. Λεγει προς αυτους ο Πιλατος? Τον βασιλεα σας να σταυρωσω; Απεκριθησαν οι αρχιερεις? Δεν εχομεν βασιλεα ειμη Καισαρα. |
16 Allora lo consegnò loro perché fosse crocifisso. Essi presero Gesù | 16 Τοτε λοιπον παρεδωκεν αυτον εις αυτους δια να σταυρωθη. Και παρελαβον τον Ιησουν και απηγαγον? |
17 ed egli, portando la croce, si avviò verso il luogo detto del Cranio, in ebraico Gòlgota, | 17 και βασταζων τον σταυρον αυτου, εξηλθεν εις τον λεγομενον Κρανιου τοπον, οστις λεγεται Εβραιστι Γολγοθα, |
18 dove lo crocifissero e con lui altri due, uno da una parte e uno dall’altra, e Gesù in mezzo. | 18 οπου εσταυρωσαν αυτον και μετ' αυτου αλλους δυο εντευθεν και εντευθεν, μεσον δε τον Ιησουν. |
19 Pilato compose anche l’iscrizione e la fece porre sulla croce; vi era scritto: «Gesù il Nazareno, il re dei Giudei». | 19 Εγραψε δε και τιτλον ο Πιλατος και εθεσεν επι του σταυρου? ητο δε γεγραμμενον? Ιησους ο Ναζωραιος ο Βασιλευς των Ιουδαιων. |
20 Molti Giudei lessero questa iscrizione, perché il luogo dove Gesù fu crocifisso era vicino alla città; era scritta in ebraico, in latino e in greco. | 20 Και τουτον τον τιτλον ανεγνωσαν πολλοι των Ιουδαιων, διοτι ητο πλησιον της πολεως ο τοπος, οπου εσταυρωθη ο Ιησους? και ητο γεγραμμενον Εβραιστι, Ελληνιστι, Ρωμαιστι. |
21 I capi dei sacerdoti dei Giudei dissero allora a Pilato: «Non scrivere: “Il re dei Giudei”, ma: “Costui ha detto: Io sono il re dei Giudei”». | 21 Ελεγον λοιπον προς τον Πιλατον οι αρχιερεις των Ιουδαιων? Μη γραφε, Ο βασιλευς των Ιουδαιων? αλλ' οτι εκεινος ειπε, Βασιλευς ειμαι των Ιουδαιων. |
22 Rispose Pilato: «Quel che ho scritto, ho scritto». | 22 Απεκριθη ο Πιλατος? Ο γεγραφα, γεγραφα. |
23 I soldati poi, quando ebbero crocifisso Gesù, presero le sue vesti, ne fecero quattro parti – una per ciascun soldato – e la tunica. Ma quella tunica era senza cuciture, tessuta tutta d’un pezzo da cima a fondo. | 23 Οι στρατιωται λοιπον, αφου εσταυρωσαν τον Ιησουν, ελαβον τα ιματια αυτου και εκαμον τεσσαρα μεριδια, εις εκαστον στρατιωτην εν μεριδιον, και τον χιτωνα? ητο δε ο χιτων αρραφος, απο ανωθεν ολος υφαντος. |
24 Perciò dissero tra loro: «Non stracciamola, ma tiriamo a sorte a chi tocca». Così si compiva la Scrittura, che dice: Si sono divisi tra loro le mie vesti e sulla mia tunica hanno gettato la sorte. E i soldati fecero così. | 24 Ειπον λοιπον προς αλληλους? Ας μη σχισωμεν αυτον, αλλ' ας ριψωμεν λαχνον περι αυτου τινος θελει εισθαι? δια να πληρωθη η γραφη η λεγουσα? Διεμερισθησαν τα ιματια μου εις εαυτους, Και επι τον ιματισμον μου εβαλον κληρον? οι μεν λοιπον στρατιωται ταυτα εκαμον. |
25 Stavano presso la croce di Gesù sua madre, la sorella di sua madre, Maria madre di Clèopa e Maria di Màgdala. | 25 Ισταντο δε πλησιον εις τον σταυρον του Ιησου η μητηρ αυτου και η αδελφη της μητρος αυτου, Μαρια η γυνη του Κλωπα και Μαρια η Μαγδαληνη. |
26 Gesù allora, vedendo la madre e accanto a lei il discepolo che egli amava, disse alla madre: «Donna, ecco tuo figlio!». | 26 Ο Ιησους λοιπον, ως ειδε την μητερα και τον μαθητην παρισταμενον, τον οποιον ηγαπα, λεγει προς την μητερα αυτου? Γυναι, ιδου ο υιος σου. |
27 Poi disse al discepolo: «Ecco tua madre!». E da quell’ora il discepolo l’accolse con sé. | 27 Επειτα λεγει προς τον μαθητην? Ιδου η μητηρ σου. Και απ' εκεινης της ωρας ελαβεν αυτην ο μαθητης εις την οικιαν αυτου. |
28 Dopo questo, Gesù, sapendo che ormai tutto era compiuto, affinché si compisse la Scrittura, disse: «Ho sete». | 28 Μετα τουτο γινωσκων ο Ιησους οτι παντα ηδη ετελεσθησαν δια να πληρωθη η γραφη, λεγει? Διψω. |
29 Vi era lì un vaso pieno di aceto; posero perciò una spugna, imbevuta di aceto, in cima a una canna e gliela accostarono alla bocca. | 29 Εκειτο δε εκει αγγειον πληρες οξους? και εκεινοι γεμισαντες σπογγον απο οξους και περιθεσαντες εις υσσωπον προσεφεραν εις το στομα αυτου. |
30 Dopo aver preso l’aceto, Gesù disse: «È compiuto!». E, chinato il capo, consegnò lo spirito. | 30 Οτε λοιπον ελαβε το οξος ο Ιησους, ειπε, Τετελεσται? και κλινας την κεφαλην παρεδωκε το πνευμα. |
31 Era il giorno della Parasceve e i Giudei, perché i corpi non rimanessero sulla croce durante il sabato – era infatti un giorno solenne quel sabato –, chiesero a Pilato che fossero spezzate loro le gambe e fossero portati via. | 31 Οι δε Ιουδαιοι, δια να μη μεινωσιν επι του σταυρου τα σωματα εν τω σαββατω, επειδη ητο παρασκευη? διοτι ητο μεγαλη εκεινη η ημερα του σαββατου? παρεκαλεσαν τον Πιλατον δια να συνθλασθωσιν αυτων τα σκελη, και να σηκωθωσιν. |
32 Vennero dunque i soldati e spezzarono le gambe all’uno e all’altro che erano stati crocifissi insieme con lui. | 32 Ηλθον λοιπον οι στρατιωται, και του μεν πρωτου συνεθλασαν τα σκελη και του αλλου του συσταυρωθεντος μετ' αυτου? |
33 Venuti però da Gesù, vedendo che era già morto, non gli spezzarono le gambe, | 33 εις δε τον Ιησουν ελθοντες, ως ειδον αυτον ηδη τεθνηκοτα, δεν συνεθλασαν αυτου τα σκελη, |
34 ma uno dei soldati con una lancia gli colpì il fianco, e subito ne uscì sangue e acqua. | 34 αλλ' εις των στρατιωτων εκεντησε με λογχην την πλευραν αυτου, και ευθυς εξηλθεν αιμα και υδωρ. |
35 Chi ha visto ne dà testimonianza e la sua testimonianza è vera; egli sa che dice il vero, perché anche voi crediate. | 35 Και ο ιδων μαρτυρει, και αληθινη ειναι η μαρτυρια αυτου, και εκεινος εξευρει οτι αληθειαν λεγει, δια να πιστευσητε σεις. |
36 Questo infatti avvenne perché si compisse la Scrittura: Non gli sarà spezzato alcun osso. | 36 Διοτι εγειναν ταυτα, δια να πληρωθη η γραφη, Οστουν αυτου δεν θελει συντριφθη. |
37 E un altro passo della Scrittura dice ancora: Volgeranno lo sguardo a colui che hanno trafitto. | 37 Και παλιν αλλη γραφη λεγει? Θελουσιν επιβλεψει εις εκεινον, τον οποιον εξεκεντησαν. |
38 Dopo questi fatti Giuseppe di Arimatea, che era discepolo di Gesù, ma di nascosto, per timore dei Giudei, chiese a Pilato di prendere il corpo di Gesù. Pilato lo concesse. Allora egli andò e prese il corpo di Gesù. | 38 Μετα δε ταυτα Ιωσηφ ο απο Αριμαθαιας, οστις ητο μαθητης του Ιησου, κεκρυμμενος ομως δια τον φοβον των Ιουδαιων, παρεκαλεσε τον Πιλατον να σηκωση το σωμα του Ιησου? και ο Πιλατος εδωκεν αδειαν. Ηλθε λοιπον και εσηκωσε το σωμα του Ιησου. |
39 Vi andò anche Nicodèmo – quello che in precedenza era andato da lui di notte – e portò circa trenta chili di una mistura di mirra e di àloe. | 39 Ηλθε δε και ο Νικοδημος, οστις ειχεν ελθει προς τον Ιησουν δια νυκτος κατ' αρχας, φερων μιγμα σμυρνης και αλοης εως εκατον λιτρας. |
40 Essi presero allora il corpo di Gesù e lo avvolsero con teli, insieme ad aromi, come usano fare i Giudei per preparare la sepoltura. | 40 Ελαβον λοιπον το σωμα του Ιησου και εδεσαν αυτο με σαβανα μετα των αρωματων, καθως ειναι συνηθεια εις τους Ιουδαιους να ενταφιαζωσιν. |
41 Ora, nel luogo dove era stato crocifisso, vi era un giardino e nel giardino un sepolcro nuovo, nel quale nessuno era stato ancora posto. | 41 Ητο δε εν τω τοπω οπου εσταυρωθη κηπος, και εν τω κηπω μνημειον νεον, εις το οποιον ουδεις ετι ειχε τεθη. |
42 Là dunque, poiché era il giorno della Parasceve dei Giudei e dato che il sepolcro era vicino, posero Gesù. | 42 Εκει λοιπον εθεσαν τον Ιησουν δια την παρασκευην των Ιουδαιων, διοτι ητο πλησιον το μνημειον. |