Klagelieder 3
12345
Gen
Ex
Lev
Num
Dtn
Jos
Ri
Rut
1Sam
2Sam
1Kön
2Kön
1Chr
2Chr
Esra
Neh
Tob
Jdt
Est
1Makk
2Makk
Ijob
Ps
Spr
Koh
Hld
Weish
Sir
Jes
Jer
Klgl
Bar
Ez
Dan
Hos
Joel
Am
Obd
Jona
Mi
Nah
Hab
Zef
Hag
Sach
Mal
Mt
Mk
Lk
Joh
Apg
Röm
1Kor
2Kor
Gal
Eph
Phil
Kol
1Thess
2Thess
1Tim
2Tim
Tit
Phlm
Hebr
Jak
1Petr
2Petr
1Joh
2Joh
3Joh
Jud
Offb
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
EINHEITSUBERSETZUNG BIBEL | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Ich bin der Mann, der Leid erlebt hat durch die Rute seines Grimms. | 1 Εγω ειμαι ο ανθρωπος, οστις ειδον θλιψιν απο της ραβδου του θυμου αυτου. |
2 Er hat mich getrieben und gedrängt in Finsternis, nicht ins Licht. | 2 Με ωδηγησε και εφερεν εις σκοτος και ουχι εις φως. |
3 Täglich von neuem kehrt er die Hand nur gegen mich. | 3 Ναι, κατ' εμου εστραφη? κατ' εμου εστρεψε την χειρα αυτου ολην την ημεραν. |
4 Er zehrte aus mein Fleisch und meine Haut, zerbrach meine Glieder, | 4 Επαλαιωσε την σαρκα μου και το δερμα μου? συνετριψε τα οστα μου. |
5 umbaute und umschloss mich mit Gift und Erschöpfung. | 5 Ωικοδομησε κατ' εμου και με περιεκυκλωσε χολην και μοχθον. |
6 Im Finstern ließ er mich wohnen wie längst Verstorbene. | 6 Με εκαθισεν εν σκοτεινοις ως νεκρους αιωνιους. |
7 Er hat mich ummauert, ich kann nicht entrinnen. Er hat mich in schwere Fesseln gelegt. | 7 Με περιεφραξε, δια να μη εξελθω? εβαρυνε τας αλυσεις μου. |
8 Wenn ich auch schrie und flehte, er blieb stumm bei meinem Gebet. | 8 Ετι και οταν κραζω και αναβοω, αποκλειει την προσευχην μου. |
9 Mit Quadern hat er mir den Weg verriegelt, meine Pfade irregeleitet. | 9 Περιεφραξε με πελεκητους λιθους τας οδους μου, εστρεβλωσε τας τριβους μου. |
10 Ein lauernder Bär war er mir, ein Löwe im Versteck. | 10 Εγεινεν εις εμε αρκτος ενεδρευουσα, λεων εν αποκρυφοις. |
11 Er hat mich vom Weg vertrieben, mich zerfleischt und zerrissen. | 11 Παρετρεψε τας οδους μου και με κατεσπαραξε, με κατεστηαεν ηφανισμενην. |
12 Er spannte den Bogen und stellte mich hin als Ziel für den Pfeil. | 12 Ενετεινε το τοξον αυτου και με εστησεν ως σκοπον εις βελος. |
13 In die Nieren ließ er mir dringen die Geschosse seines Köchers. | 13 Ενεπηξεν εις τα νεφρα μου τα βελη της φαρετρας αυτου. |
14 Ein Gelächter war ich all meinem Volk, ihr Spottlied den ganzen Tag. | 14 Εγεινα γελως εις παντα τον λαον μου, ασμα αυτων ολην την ημεραν. |
15 Er speiste mich mit bitterer Kost und tränkte mich mit Wermut. | 15 Με εχορτασε πικριαν? με εμεθυσεν αψινθιον. |
16 Meine Zähne ließ er auf Kiesel beißen, er drückte mich in den Staub. | 16 Και συνετριψε τους οδοντας μου με χαλικας? με εκαλυψε με σποδον. |
17 Du hast mich aus dem Frieden hinausgestoßen; ich habe vergessen, was Glück ist. | 17 Και απεσπρωξα, απο ειρηνης την ψυχην μου? ελησμονησα το αγαθον. |
18 Ich sprach: Dahin ist mein Glanz und mein Vertrauen auf den Herrn. | 18 Και ειπα, Απωλεσθη η δυναμις μου και η ελπις μου υπο του Κυριου. |
19 An meine Not und Unrast denken ist Wermut und Gift. | 19 Ενθυμηθητι την θλιψιν μου και την εξωσιν μου, το αψινθιον και την χολην. |
20 Immer denkt meine Seele daran und ist betrübt in mir. | 20 Η ψυχη μου ενθυμειται ταυτα ακαταπαυστως και ειναι τεταπεινωμενη εν εμοι. |
21 Das will ich mir zu Herzen nehmen, darauf darf ich harren: | 21 Τουτο ανακαλω εις την καρδιαν μου, οθεν εχω ελπιδα? |
22 Die Huld des Herrn ist nicht erschöpft, sein Erbarmen ist nicht zu Ende. | 22 Ελεος του Κυριου ειναι, οτι δεν συνετελεσθημεν, επειδη δεν εξελιπον οι οικτιρμοι αυτου. |
23 Neu ist es an jedem Morgen; groß ist deine Treue. | 23 Ανανεονονται εν ταις πρωιαις? μεγαλη ειναι η πιστοτης σου. |
24 Mein Anteil ist der Herr, sagt meine Seele, darum harre ich auf ihn. | 24 Ο Κυριος ειναι η μερις μου, ειπεν η ψυχη μου? δια τουτο θελω ελπιζει επ' αυτον. |
25 Gut ist der Herr zu dem, der auf ihn hofft, zur Seele, die ihn sucht. | 25 Αγαθος ο Κυριος εις τους προσμενοντας αυτον, εις την ψυχην την εκζητουσαν αυτον. |
26 Gut ist es, schweigend zu harren auf die Hilfe des Herrn. | 26 Καλον ειναι και να ελπιζη τις και να εφησυχαζη εις την σωτηριαν του Κυριου. |
27 Gut ist es für den Mann, ein Joch zu tragen in der Jugend. | 27 Καλον εις τον ανθρωπον να βασταζη ζυγον εν τη νεοτητι αυτου. |
28 Er sitze einsam und schweige, wenn der Herr es ihm auflegt. | 28 Θελει καθησθαι κατα μονας και σιωπα, επειδη ο Θεος επεβαλε φορτιον επ' αυτον. |
29 Er beuge in den Staub seinen Mund; vielleicht ist noch Hoffnung. | 29 Θελει βαλει το στομα αυτου εις το χωμα, ισως ηναι ελπις. |
30 Er biete die Wange dem, der ihn schlägt, und lasse sich sättigen mit Schmach. | 30 Θελει δωσει την σιαγονα εις τον ραπιζοντα αυτον? θελει χορτασθη απο ονειδισμου. |
31 Denn nicht für immer verwirft der Herr. | 31 Διοτι ο Κυριος δεν απορριπτει εις τον αιωνα? |
32 Hat er betrübt, erbarmt er sich auch wieder nach seiner großen Huld. | 32 Αλλ' εαν και θλιψη, θελει ομως και οικτειρησει κατα το πληθος του ελεους αυτου. |
33 Denn nicht freudigen Herzens plagt und betrübt er die Menschen. | 33 Διοτι δεν θλιβει εκ καρδιας αυτου ουδε καταθλιβει τους υιους των ανθρωπων. |
34 Dass man mit Füßen tritt alle Gefangenen des Landes, | 34 Το να καταπατη τις υπο τους ποδας αυτου παντας τους δεσμιους της γης. |
35 dass man das Recht des Mannes beugt vor dem Antlitz des Höchsten, | 35 Το να διαστρεφη κρισιν ανθρωπου κατεναντι του προσωπου του Υψιστου? |
36 dass man im Rechtsstreit den Menschen bedrückt, sollte der Herr das nicht sehen? | 36 Το να αδικη ανθρωπον εν τη δικη αυτου? ο Κυριος δεν βλεπει ταυτα. |
37 Wer hat gesprochen und es geschah? Hat nicht der Herr es geboten? | 37 Τις λεγει τι και γινεται, χωρις να προσταξη αυτο ο Κυριος; |
38 Geht nicht hervor aus des Höchsten Mund das Gute wie auch das Böse? | 38 Εκ του στοματος του Υψιστου δεν εξερχονται τα κακα και τα αγαθα; |
39 Wie dürfte denn ein Lebender klagen, ein Mann über die Folgen seiner Sünden? | 39 Δια τι ηθελε γογγυσει ανθρωπος ζων, ανθρωπος, δια την ποινην της αμαρτιας αυτου; |
40 Prüfen wir unsre Wege, erforschen wir sie und kehren wir um zum Herrn. | 40 Ας ερευνησωμεν τας οδους ημων και ας εξετασωμεν και ας επιστρεψωμεν εις τον Κυριον. |
41 Erheben wir Herz und Hand zu Gott im Himmel. | 41 Ας υψωσωμεν τας καρδιας ημων και τας χειρας προς τον Θεον τον εν τοις ουρανοις, λεγοντες, |
42 Wir haben gesündigt und getrotzt; du aber hast nicht vergeben. | 42 Ημαρτησαμεν και απεστατησαμεν? συ δεν μας συνεχωρησας. |
43 Du hast dich in Zorn gehüllt und uns verfolgt, getötet und nicht geschont. | 43 Περιεκαλυψας με θυμον και κατεδιωξας ημας? εφονευσας, δεν εφεισθης. |
44 Du hast dich in Wolken gehüllt, kein Gebet kann sie durchstoßen. | 44 Εκαλυψας σεαυτον με νεφος, δια να μη διαβαινη η προσευχη ημων. |
45 Zu Unrat und Auswurf hast du uns gemacht inmitten der Völker. | 45 Μας εκαμες σκυβαλον και βδελυγμα εν μεσω των λαων. |
46 Ihren Mund rissen gegen uns auf all unsre Feinde. | 46 Παντες οι εχθροι ημων ηνοιξαν το στομα αυτων εφ' ημας. |
47 Grauen und Grube wurde uns zuteil, Verwüstung und Verderben. | 47 Φοβος και λακκος ηλθον εφ' ημας, ερημωσις και συντριμμος. |
48 Tränenströme vergießt mein Auge über den Zusammenbruch der Tochter, meines Volkes. | 48 Ρυακας υδατων καταβιβαζει ο οφθαλμος μου δια τον συντριμμον της θυγατρος του λαου μου. |
49 Mein Auge ergießt sich und ruht nicht; es hört nicht auf, | 49 Ο οφθαλμος μου σταλαζει και δεν σιωπα, διοτι δεν εχει ανεσιν, |
50 bis der Herr vom Himmel her sieht und schaut. | 50 Εωσου ο Κυριος διακυψη και ιδη εξ ουρανου. |
51 Mein Auge macht mich elend vor lauter Weinen in meiner Stadt. | 51 Ο οφθαλμος μου καταθλιβει την ψυχην μου, εκ πασων των θυγατερων της πολεως μου. |
52 Wie auf einen Vogel machten sie Jagd auf mich, die ohne Grund meine Feinde sind. | 52 Οι εχθρευομενοι με αναιτιως με εκυνηγησαν ακαταπαυστως ως στρουθιον. |
53 Sie stürzten in die Grube mein Leben und warfen Steine auf mich. | 53 Εκοψαν την ζωην μου εν τω λακκω και ερριψαν λιθον επ' εμε. |
54 Das Wasser ging mir über den Kopf; ich sagte: Ich bin verloren. | 54 Τα υδατα επλημμυρησαν υπερανω της κεφαλης μου? ειπα, Απερριφθην. |
55 Da rief ich deinen Namen, Herr, tief unten aus der Grube. | 55 Επεκαλεσθην το ονομα σου, Κυριε, εκ λακκου κατωτατου. |
56 Du hörst meine Stimme. Verschließ nicht dein Ohr vor meinem Seufzen, meinem Schreien! | 56 Ηκουσας την φωνην μου? μη κλεισης το ωτιον σου εις τον στεναγμον μου, εις την κραυγην μου. |
57 Du warst nahe am Tag, da ich dich rief; du sagtest: Fürchte dich nicht! | 57 Επλησιασας καθ' ην ημεραν σε επεκαλεσθην? ειπας, Μη φοβου. |
58 Du, Herr, hast meine Sache geführt, hast mein Leben erlöst. | 58 Εδικασας, Κυριε, την δικην της ψυχης μου? ελυτρωσας την ζωην μου. |
59 Du, Herr, hast meine Bedrückung gesehen, hast mir Recht verschafft. | 59 Ειδες, Κυριε, το προς εμε αδικον? κρινον την κρισιν μου. |
60 Du hast gesehen ihre ganze Rachgier, all ihr Planen gegen mich. | 60 Ειδες πασας τας εκδικησεις αυτων, παντας τους διαλογισμους αυτων κατ' εμου. |
61 Du hast ihr Schmähen gehört, o Herr, all ihr Planen gegen mich. | 61 Ηκουσας, Κυριε, τον ονειδισμον αυτων, παντας τους διαλογισμους αυτων κατ' εμου? |
62 Das Denken und Reden meiner Gegner ist gegen mich den ganzen Tag. | 62 Τους λογους των επανισταμενων επ' εμε και τας μελετας αυτων κατ' εμου ολην την ημεραν. |
63 Blick auf ihr Sitzen und Stehen! Ein Spottlied bin ich für sie. | 63 Ιδε, οταν καθηνται και οταν σηκονωνται? εγω ειμαι το ασμα αυτων. |
64 Du wirst ihnen vergelten, Herr, nach dem Tun ihrer Hände. | 64 Καμε, Κυριε, εις αυτους ανταποδοσιν κατα τα εργα των χειρων αυτων. |
65 Du wirst ihren Sinn verblenden. Dein Fluch über sie! | 65 Δος εις αυτους πωρωσιν καρδιας, την καταραν? σου επ' αυτους. |
66 Du wirst sie im Zorn verfolgen und vernichten unter deinem Himmel, o Herr. | 66 Καταδιωξον εν οργη και αφανισον αυτους υποκατωθεν των ουρανων του Κυριου. |