Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

Psalmen 31


font
EINHEITSUBERSETZUNG BIBELGREEK BIBLE
1 [Für den Chormeister. Ein Psalm Davids.]1 Εις τον πρωτον μουσικον. Ψαλμος του Δαβιδ.>> Επι σε, Κυριε, ηλπισα ας μη καταισχυνθω εις τον αιωνα? εν τη δικαιοσυνη σου σωσον με.
2 Herr, ich suche Zuflucht bei dir.
Lass mich doch niemals scheitern;
rette mich in deiner Gerechtigkeit!
2 Κλινον εις εμε το ωτιον σου? ταχυνον να με ελευθερωσης? γενου εις εμε ισχυρος βραχος? οικος καταφυγης, δια να με σωσης.
3 Wende dein Ohr mir zu,
erlöse mich bald! Sei mir ein schützender Fels,
eine feste Burg, die mich rettet.
3 Διοτι πετρα μου και φρουριον μου εισαι? και ενεκεν του ονοματος σου οδηγησον με και διαθρεψον με.
4 Denn du bist mein Fels und meine Burg;
um deines Namens willen wirst du mich führen und leiten.
4 Εκβαλε με εκ της παγιδος, την οποιαν εκρυψαν δι' εμε? διοτι εισαι η δυναμις μου.
5 Du wirst mich befreien aus dem Netz, das sie mir heimlich legten;
denn du bist meine Zuflucht.
5 Εις τας χειρας σου παραδιδω το πνευμα μου? συ με ελυτρωσας, Κυριε ο Θεος της αληθειας.
6 In deine Hände lege ich voll Vertrauen meinen Geist;
du hast mich erlöst, Herr, du treuer Gott.
6 Εμισησα τους προσεχοντας εις τας ματαιοτητας του ψευδους? εγω δε επι τον Κυριον ελπιζω.
7 Dir sind alle verhasst, die nichtige Götzen verehren,
ich aber verlasse mich auf den Herrn.
7 Θελω αγαλλεσθαι και ευφραινεσθαι εις το ελεος σου? διοτι ειδες την θλιψιν μου, εγνωρισας την ψυχην μου εν στενοχωριαις,
8 Ich will jubeln und über deine Huld mich freuen;
denn du hast mein Elend angesehn,
du bist mit meiner Not vertraut.
8 και δεν με συνεκλεισας εις την χειρα του εχθρου? εστησας εν ευρυχωρια τους ποδας μου.
9 Du hast mich nicht preisgegeben der Gewalt meines Feindes,
hast meinen Füßen freien Raum geschenkt.
9 Ελεησον με, Κυριε, διοτι ειμαι εν θλιψει? εμαρανθη απο της λυπης ο οφθαλμος μου, η ψυχη μου και η κοιλια μου.
10 Herr, sei mir gnädig, denn mir ist angst;
vor Gram zerfallen mir Auge, Seele und Leib.
10 Διοτι εξελιπεν εν οδυνη η ζωη μου και τα ετη μου εν στεναγμοις? ησθενησεν απο ταλαιπωριας μου η δυναμις μου, και τα οστα μου κατεφθαρησαν.
11 In Kummer schwindet mein Leben dahin,
meine Jahre verrinnen im Seufzen. Meine Kraft ist ermattet im Elend,
meine Glieder sind zerfallen.
11 Εις παντας τους εχθρους μου εγεινα ονειδος και εις τους γειτονας μου σφοδρα, και φοβος εις τους γνωστους μου? οι βλεποντες με εξω εφευγον απ' εμου.
12 Zum Spott geworden bin ich all meinen Feinden,
ein Hohn den Nachbarn, ein Schrecken den Freunden;
wer mich auf der Straße sieht, der flieht vor mir.
12 Ελησμονηθην απο της καρδιας ως νεκρος? εγεινα ως σκευος συντετριμμενον.
13 Ich bin dem Gedächtnis entschwunden wie ein Toter,
bin geworden wie ein zerbrochenes Gefäß.
13 Διοτι ηκουσα τον ονειδισμον πολλων? φοβος ητο πανταχοθεν? οτε συνεβουλευθησαν κατ' εμου? εμηχανευθησαν να αφαιρεσωσι την ζωην μου.
14 Ich höre das Zischeln der Menge - Grauen ringsum.
Sie tun sich gegen mich zusammen;
sie sinnen darauf, mir das Leben zu rauben.
14 Αλλ' εγω επι σε, Κυριε, ηλπισα? ειπα, συ εισαι ο Θεος μου.
15 Ich aber, Herr, ich vertraue dir,
ich sage: «Du bist mein Gott.»
15 Εις τας χειρας σου ειναι οι καιροι μου? λυτρωσον με εκ χειρος των εχθρων μου και εκ των καταδιωκοντων με.
16 In deiner Hand liegt mein Geschick;
entreiß mich der Hand meiner Feinde und Verfolger!
16 Επιφανον το προσωπον σου επι τον δουλον σου? σωσον με εν τω ελεει σου.
17 Lass dein Angesicht leuchten über deinem Knecht,
hilf mir in deiner Güte!
17 Κυριε, ας μη καταισχυνθω, διοτι σε επεκαλεσθην? ας καταισχυνθωσιν οι ασεβεις, ας σιωπησωσιν εν τω αδη.
18 Herr, lass mich nicht scheitern,
denn ich rufe zu dir. Scheitern sollen die Frevler,
verstummen und hinabfahren ins Reich der Toten.
18 Αλαλα ας γεινωσι τα χειλη τα δολια, τα λαλουντα σκληρως κατα του δικαιου εν υπερηφανια και καταφρονησει.
19 Jeder Mund, der lügt, soll sich schließen,
der Mund, der frech gegen den Gerechten redet,
hochmütig und verächtlich.
19 Ποσον μεγαλη ειναι η αγαθοτης σου, την οποιαν εφυλαξας εις τους φοβουμενους σε και ενηργησας εις τους ελπιζοντας επι σε εμπροσθεν των υιων των ανθρωπων.
20 Wie groß ist deine Güte, Herr,
die du bereithältst für alle, die dich fürchten und ehren; du erweist sie allen,
die sich vor den Menschen zu dir flüchten.
20 Θελεις κρυψει αυτους εν αποκρυφω του προσωπου σου απο της αλαζονειας των ανθρωπων? θελεις κρυψει αυτους εν σκηνη απο της αντιλογιας των γλωσσων.
21 Du beschirmst sie im Schutz deines Angesichts
vor dem Toben der Menschen. Wie unter einem Dach bewahrst du sie
vor dem Gezänk der Zungen.
21 Ευλογητος ο Κυριος, διοτι εθαυμαστωσε το ελεος αυτου προς εμε εν πολει οχυρα.
22 Gepriesen sei der Herr, der wunderbar an mir gehandelt
und mir seine Güte erwiesen hat zur Zeit der Bedrängnis.
22 Εγω δε ειπα εν τη εκπληξει μου, Απερριφθην απ' εμπροσθεν των οφθαλμων σου? πλην συ ηκουσας της φωνης των δεησεων μου, οτε εβοησα προς σε.
23 Ich aber dachte in meiner Angst:
Ich bin aus deiner Nähe verstoßen. Doch du hast mein lautes Flehen gehört,
als ich zu dir um Hilfe rief.
23 Αγαπησατε τον Κυριον, παντες οι οσιοι αυτου? ο Κυριος φυλαττει τους πιστους, και ανταποδιδει περισσως εις τους πραττοντας την υπερηφανιαν.
24 Liebt den Herrn, all seine Frommen!
Seine Getreuen behütet der Herr,
doch den Hochmütigen vergilt er ihr Tun mit vollem Maß.
24 Ανδριζεσθε, και ας κραταιωθη η καρδια σας, παντες οι ελπιζοντες επι Κυριον.
25 Euer Herz sei stark und unverzagt,
ihr alle, die ihr wartet auf den Herrn.