Scrutatio

Domenica, 28 aprile 2024 - San Luigi Maria Grignion da Montfort ( Letture di oggi)

Ijob 10


font
EINHEITSUBERSETZUNG BIBELGREEK BIBLE
1 Zum Ekel ist mein Leben mir geworden,
ich lasse meiner Klage freien Lauf,
reden will ich in meiner Seele Bitternis.
1 Η ψυχη μου εβαρυνθη την ζωην μου? θελω παραδοθη εις το παραπονον μου? θελω λαλησει εν τη πικρια της ψυχης μου.
2 Ich sage zu Gott: Sprich mich nicht schuldig,
lass mich wissen, warum du mich befehdest.
2 Θελω ειπει προς τον Θεον, μη με καταδικασης? δειξον μοι δια τι με δικαζεις.
3 Nützt es dir, dass du Gewalt verübst,
dass du das Werk deiner Hände verwirfst,
doch über dem Plan der Frevler aufstrahlst?
3 Ειναι καλον εις σε να καταθλιβης, να καταφρονης το εργον των χειρων σου και να ευοδονης την βουλην των ασεβων;
4 Hast du die Augen eines Sterblichen,
siehst du, wie Menschen sehen?
4 Σαρκος οφθαλμους εχεις; η βλεπεις καθως βλεπει ανθρωπος;
5 Sind Menschentagen deine Tage gleich
und deine Jahre wie des Mannes Tage,
5 Ανθρωπινος ειναι ο βιος σου; η τα ετη σου ως ημεραι ανθρωπου,
6 dass du Schuld an mir suchst,
nach meiner Sünde fahndest,
6 ωστε αναζητεις την ανομιαν μου και ανερευνας την αμαρτιαν μου;
7 obwohl du weißt, dass ich nicht schuldig bin
und keiner mich deiner Hand entreißt?
7 Ενω εξευρεις οτι δεν ησεβησα? και δεν υπαρχει ο ελευθερων εκ των χειρων σου.
8 Deine Hände haben mich gebildet, mich gemacht;
dann hast du dich umgedreht und mich vernichtet.
8 Αι χειρες σου με εμορφωσαν και με επλασαν ολον κυκλω? και με καταστρεφεις.
9 Denk daran, dass du wie Ton mich geschaffen hast.
Zum Staub willst du mich zurückkehren lassen.
9 Ενθυμηθητι, δεομαι, οτι ως πηλον με εκαμες? και εις χωμα θελεις με επιστρεψει.
10 Hast du mich nicht ausgegossen wie Milch,
wie Käse mich gerinnen lassen?
10 Δεν με ημελξας ως γαλα και με επηξας ως τυρον;
11 Mit Haut und Fleisch hast du mich umkleidet,
mit Knochen und Sehnen mich durchflochten.
11 Δερμα και σαρκα με ενεδυσας και με οστα και νευρα με περιεφραξας.
12 Leben und Huld hast du mir verliehen,
deine Obhut schützte meinen Geist.
12 Ζωην και ελεος εχαρισας εις εμε, και η επισκεψις σου εφυλαξε το πνευμα μου?
13 Doch verbirgst du dies in deinem Herzen;
ich weiß, das hattest du im Sinn.
13 ταυτα ομως εκρυπτες εν τη καρδια σου? εξευρω οτι τουτο ητο μετα σου.
14 Sündige ich, wirst du mich bewachen,
mich nicht freisprechen von meiner Schuld.
14 Εαν αμαρτησω, με παραφυλαττεις, και απο της ανομιας μου δεν θελεις με αθωωσει.
15 Wenn ich schuldig werde, dann wehe mir!
Bin ich aber im Recht, darf ich das Haupt nicht erheben,
bin gesättigt mit Schmach und geplagt mit Kummer.
15 Εαν ασεβησω, ουαι εις εμε? και εαν ημαι δικαιος, δεν δυναμαι να σηκωσω την κεφαλην μου? ειμαι πληρης ατιμιας? ιδε λοιπον την θλιψιν μου,
16 Erhebe ich es doch, jagst du mich wie ein Löwe
und verhältst dich wieder wunderbar gegen mich.
16 διοτι αυξανει. Με κυνηγεις ως αγριος λεων? και επιστρεφων δεικνυεσαι θαυμαστος κατ' εμου.
17 Neue Zeugen stellst du gegen mich,
häufst deinen Unwillen gegen mich,
immer neue Heere führst du gegen mich.
17 Ανανεονεις τους μαρτυρας σου εναντιον μου, και πληθυνεις την οργην σου κατ' εμου? αλλαγαι στρατευματος γινονται επ' εμε.
18 Warum ließest du mich aus dem Mutterschoß kommen,
warum verschied ich nicht, ehe mich ein Auge sah?
18 Δια τι λοιπον με εξηγαγες εκ της μητρας; ειθε να εξεπνεον, και οφθαλμος να μη με εβλεπεν.
19 Wie nie gewesen wäre ich dann,
vom Mutterleib zum Grab getragen.
19 Ηθελον εισθαι ως μη υπαρξας? ηθελον φερθη εκ της μητρας εις τον ταφον.
20 Sind wenig nicht die Tage meines Lebens?
Lass ab von mir, damit ich ein wenig heiter blicken kann,
20 Αι ημεραι μου δεν ειναι ολιγαι; παυσον λοιπον, και αφες με, δια να αναλαβω ολιγον,
21 bevor ich fortgehe ohne Wiederkehr
ins Land des Dunkels und des Todesschattens,
21 πριν υπαγω οθεν δεν θελω επιστρεψει, εις γην σκοτους και σκιας θανατου?
22 ins Land, so finster wie die Nacht,
wo Todesschatten herrscht und keine Ordnung,
und wenn es leuchtet, ist es wie tiefe Nacht.
22 γην γνοφεραν, ως το σκοτος της σκιας του θανατου, οπου ταξις δεν ειναι, και το φως ειναι ως το σκοτος.