Scrutatio

Lunedi, 29 aprile 2024 - Santa Caterina da Siena ( Letture di oggi)

Esodo 22


font
NOVA VULGATAGREEK BIBLE
1 Si effringens fur domum sive suffodiens fuerit inventus et, accepto vulnere, mortuus fuerit, percussor non erit reus sanguinis.1 Εαν τις κλεψη βουν η προβατον και σφαξη αυτο η πωληση αυτο, θελει πληρωσει πεντε βοας αντι του βοος και τεσσαρα προβατα αντι του προβατου.
2 Quod si orto sole hoc fecerit, erit reus sanguinis. Fur plene restituet. Si non habuerit, quod reddat, venumdabitur pro furto.2 Εαν ο κλεπτης ευρεθη καμνων ρηξιν και κτυπηθη και αποθανη, δεν θελει χυθη αιμα δι' αυτον.
3 Si inventum fuerit apud eum, quod furatus est, vivens sive bos sive asinus sive ovis, duplum restituet.
3 Εαν ομως ο ηλιος ανατειλη επανω αυτου, θελει χυθη αιμα δι' αυτον? πρεπει να καμη ανταποδοσιν? και αν δεν εχη, θελει πωληθη δια την κλοπην αυτου.
4 Si quispiam depasci permiserit agrum vel vineam et dimiserit iumentum suum, ut depascatur agrum alienum, restituet plene ex agro suo secundum fruges eius; si autem totum agrum depastum fuerit, quidquid optimum habuerit in agro suo vel in vinea, restituet.
4 Εαν το κλοπιμαιον ευρεθη εις τας χειρας αυτου ζων, ειτε βους ειτε ονος ειτε προβατον, θελει αποδωσει το διπλουν.
5 Si egressus ignis invenerit spinas et comprehenderit acervos frugum sive stantes segetes sive agrum, reddet damnum, qui ignem succenderit.
5 Εαν τις καταβοσκηση αγρον η αμπελωνα και αφηση το κτηνος αυτου να βοσκηθη εν αγρω ξενου ανθρωπου, θελει καμει ανταποδοσιν εκ του καλητερου του αγρου αυτου και εκ του καλητερου του αμπελωνος αυτου.
6 Si quis commendaverit amico pecuniam aut vasa in custodiam, et ab eo, qui susceperat, furto ablata fuerint, si invenitur fur, duplum reddet.6 Εαν εξελθη πυρ και ευρη ακανθας, και καωσι θημωνιαι σιτου η ασταχυα ισταμενα η αγρος, ο αναψας το πυρ θελει εξαπαντος καμει ανταποδοσιν.
7 Si latet fur, dominus domus applicabitur ad Deum et iurabit quod non extenderit manum in rem proximi sui.
7 Εαν τις παραδωση εις τον πλησιον αυτου αργυριον η σκευη δια να φυλαττη αυτα, και κλαπωσιν εκ της οικιας του ανθρωπου, αν ευρεθη ο κλεπτης, θελει αποδωσει το διπλουν?
8 In omni causa fraudis tam de bove quam de asino et ove ac vestimento et, quidquid damnum inferre potest, si quis dixerit: “ Hoc est! ”, ad Deum utriusque causa perveniet, et, quem Deus condemnaverit, duplum restituet proximo suo.
8 αν ο κλεπτης δεν ευρεθη, τοτε ο κυριος της οικιας θελει φερθη εμπροσθεν των κριτων, δια να εξετασθη αν δεν εβαλε την χειρα αυτου επι τα κτηματα του πλησιον αυτου.
9 Si quis commendaverit proximo suo asinum, bovem, ovem vel omne iumentum ad custodiam, et mortuum fuerit aut fractum vel captum ab hostibus, nullusque hoc viderit,9 Περι παντος ειδους αδικηματος, περι βοος, περι ονου, περι προβατου, περι ενδυματος, περι παντος πραγματος χαμενου, το οποιον αλλος ηθελε διαφιλονεικει οτι ειναι αυτου, η κρισις αμφοτερων θελει ελθει εμπροσθεν των κριτων? και οντινα καταδικασωσιν οι κριται, εκεινος θελει αποδωσει το διπλουν εις τον πλησιον αυτου.
10 iusiurandum per Dominum erit in medio quod non extenderit manum ad rem proximi sui; suscipietque dominus iuramentum, et ille reddere non cogetur.10 Εαν τις παραδωση εις τον πλησιον αυτου ονον η βουν η προβατον η οποιονδηποτε κτηνος, δια να φυλαττη αυτο, και αποθανη η συντριφθη η αρπαχθη χωρις να ιδη τις,
11 Quod si furto ablatum fuerit, restituet damnum domino;11 ορκος Θεου θελει γεινει ανα μεσον αμφοτερων αυτων, οτι δεν εβαλε την χειρα αυτου επι το κτημα του πλησιον αυτου? και ο κυριος αυτου θελει λαβει αυτο, ο δε αλλος δεν θελει καμει ανταποδοσιν.
12 si dilaceratum a bestia, deferat, quod occisum est, in testimonium et non restituet.
12 Εαν ομως εκλεφθη παρ' αυτου, θελει καμει ανταποδοσιν εις τον κυριον αυτου.
13 Qui a proximo suo quidquam horum mutuo postulaverit, et fractum aut mortuum fuerit, domino non praesente, reddere compelletur.13 Εαν εγεινε θηριαλωτον, θελει φερει αυτο δια μαρτυριαν και δεν θελει πληρωσει το θηριαλωτον.
14 Quod si impraesentiarum dominus fuerit, non restituet. Si mercennarius est, venit in mercedem operis sui.
14 Και εαν τις δανεισθη ζωον παρα του πλησιον αυτου, και συντριφθη η αποθανη, ο δε κυριος αυτου δεν ηναι μετ' αυτου, θελει εξαπαντος πληρωσει αυτο.
15 Si seduxerit quis virginem necdum desponsatam dormieritque cum ea, pretio acquiret eam sibi uxorem.15 Εαν ομως ο κυριος αυτου ηναι μετ' αυτου, δεν θελει πληρωσει? αν ητο μεμισθωμενον, ηλθε δια τον μισθον αυτου.
16 Si pater virginis eam dare noluerit, appendet ei pecuniam iuxta pretium pro virginibus dandum.
16 Και εαν τις απατηση παρθενον μη ηρραβωνισμενην, και κοιμηθη μετ' αυτης, θελει εξαπαντος προικισει αυτην με προικα δια γυναικα εις εαυτον.
17 Maleficam non patieris vivere.
17 Εαν ομως ο πατηρ αυτης δεν στεργη να δωση αυτην εις αυτον, αργυριον θελει πληρωσει κατα την προικα των παρθενων.
18 Qui coierit cum iumento, morte moriatur.
18 Μαγισσαν δεν θελεις αφησει να ζη.
19 Qui immolat diis, occidetur, praeter Domino soli.
19 Οστις συνευρεθη με κτηνος, θελει εξαπαντος θανατωθη.
20 Advenam non opprimes neque affliges eum; advenae enim et ipsi fuistis in terra Aegypti.
20 Ο θυσιαζων εις θεους, εκτος εις μονον τον Κυριον, θελει εξολοθρευθη.
21 Viduae et pupillo non nocebitis.21 Και ξενον δεν θελεις κακοποιησει ουδε θελεις καταδυναστευσει αυτον? διοτι ξενοι εσταθητε εν τη γη της Αιγυπτου.
22 Si laeseritis eos, vociferabuntur ad me, et ego audiam clamorem eorum;22 Ουδεμιαν χηραν η ορφανον δεν θελετε καταθλιψει.
23 et indignabitur furor meus, percutiamque vos gladio, et erunt uxores vestrae viduae et filii vestri pupilli.
23 Εαν καταθλιψητε αυτους οπωσδηποτε και βοησωσι προς εμε, θελω εξαπαντος εισακουσει της φωνης αυτων,
24 Si pecuniam mutuam dederis in populo meo pauperi, qui habitat tecum, non eris ei quasi creditor; non imponetis ei usuram.
24 και ο θυμος μου θελει εξαφθη και θελω σας θανατωσει εν μαχαιρα? και αι γυναικες σας θελουσιν εισθαι χηραι και τα τεκνα σας ορφανα.
25 Si pignus a proximo tuo acceperis pallium, ante solis occasum reddes ei;25 Εαν δανεισης αργυριον εις τον πτωχον γειτονα σου μεταξυ του λαου μου, δεν θελεις φερθη προς αυτον ως τοκιστης, δεν θελεις επιβαλει επ' αυτον τοκον.
26 ipsum enim est solum, quo operitur, indumentum carnis eius, nec habet aliud, in quo dormiat; si clamaverit ad me, exaudiam eum, quia misericors sum.
26 Εαν λαβης ενεχυρον το ενδυμα του πλησιον σου, θελεις επιστρεψει αυτο προς αυτον πριν δυση ο ηλιος?
27 Deo non detrahes et principi populi tui non maledices.
27 διοτι τουτο μονον ειναι το σκεπασμα αυτου, τουτο το ενδυμα του δερματος αυτου? με τι θελει κοιμηθη; και οταν βοηση προς εμε, θελω εισακουσει? διοτι εγω ειμαι ελεημων.
28 Abundantiam areae tuae et torcularis tui non tardabis reddere.
Primogenitum filiorum tuorum dabis mihi.
28 Δεν θελεις κακολογησει κριτας, ουδε θελεις καταρασθη αρχοντα του λαου σου.
29 De bobus quoque et ovibus similiter facies: septem diebus sit cum matre sua, die octavo reddes illum mihi.
29 Τας απαρχας του αλωνιου σου και του ληνου σου δεν θελεις καθυστερησει? τον πρωτοτοκον σου εκ των υιων σου θελεις δωσει εις εμε?
30 Viri sancti eritis mihi; carnem animalis in agro dilacerati non comedetis, sed proicietis canibus.
30 ομοιως θελεις καμει δια τον βουν σου και δια το προβατον σου? επτα ημερας θελει εισθαι μετα της μητρος αυτου, την ογδοην ημεραν θελεις δωσει αυτο εις εμε.
31 Και ανδρες αγιοι θελετε εισθαι εις εμε? και κρεας θηριαλωτον εν τω αγρω δεν θελετε φαγει? εις τον σκυλον θελετε ριψει αυτο.