Scrutatio

Venerdi, 3 maggio 2024 - Santi Filippo e Giacomo ( Letture di oggi)

Primo libro di Samuele 17


font
BIBBIA TINTORIGREEK BIBLE
1 I Filistei, messe insieme le loro schiere per far la guerra, si adunarono a Soco di Giuda, e posero il campo tra Soco e Azeca, ai confini di Dommim.1 Συνηθροισαν δε οι Φιλισταιοι τα στρατευματα αυτων δια πολεμον και ησαν συνηθροισμενοι εν Σοκχω, ητις ειναι του Ιουδα, και εστρατοπεδευσαν μεταξυ Σοκχω και Αζηκα, εν Εφες-δαμμειμ.
2 Saul e figli d'Israele, adunatisi, andarono nella Valle del Terebinto e si schierarono battaglia in faccia ai Filistei.2 Ο δε Σαουλ και οι ανδρες Ισραηλ συνηθροισθησαν, και εστρατοπεδευσαν εν τη κοιλαδι Ηλα, και παρεταχθησαν εις μαχην εναντιον των Φιλισταιων.
3 I Filistei eran da una parte su un monte, e Israele stava su un altro monte dall'altra parte, e in mezzo a loro vi era la valle.3 Και οι μεν Φιλισταιοι ισταντο επι του ορους εντευθεν, ο δε Ισραηλ ιστατο επι του ορους εκειθεν? η δε κοιλας ητο μεταξυ αυτων.
4 Ed ecco uscire dal campo dei Filiste un bastardo: si chiamava Golia, era di Get, era alto sei cubiti e un palmo.4 Και εξηλθεν ανηρ προμαχητης εκ του στρατοπεδου των Φιλισταιων ονομαζομενος Γολιαθ, εκ της Γαθ, υψους εξ πηχων και σπιθαμης?
5 Aveva in testa un elmo di bronzo, era vestito di una corazza a scaglie, la quale pesava cinque mila sicli di bronzo;5 ειχε δε περικεφαλαιαν χαλκινην επι της κεφαλης αυτου και ητο ενδεδυμενος θωρακα αλυσιδωτον? και το βαρος του θωρακος ητο πεντε χιλιαδες σικλων χαλκου?
6 aveva delle gambiere di bronzo, e uno scudo di bronzo copriva le sue spalle.6 και κνημιδας χαλκινας επι των σκελων αυτου και ασπιδα χαλκινην μεταξυ των ωμων αυτου.
7 L'asta della sua lancia era come un subbio di tessitore; il ferro della sua lancia pesava seicento sicli di ferro; e il suo scudiere gli andava innanzi.7 Και το κονταριον του δορατος αυτου ητο ως αντιον υφαντου? και η λογχη του δορατος αυτου εζυγιζεν εξακοσιους σικλους σιδηρου? εις δε κρατων τον θυρεον προεπορευετο αυτου.
8 Egli si fermava a gridare verso le falangi d'Israele e a dir loro: « Perchè siete venuti preparati alla battaglia? Non son io Filisteo, e voi servi di Saul? Scegliete tra voi un uomo che scenda a battersi con me;8 Και σταθεις εβοησε προς τας παραταξεις του Ισραηλ και ειπε προς αυτους, Δια τι εξερχεσθε να παραταχθητε εις μαχην; δεν ειμαι εγω ο Φιλισταιος, και σεις δουλοι του Σαουλ; εκλεξατε εις εαυτους ανδρα, και ας καταβη προς εμε?
9 se potrà combattere con me e giungerà ad uccidermi, noi saremo vostri schiavi; ma dato che resti vincitore io e l'ammazzi, sarete voi gli schiavi, e servirete a noi ».9 εαν μεν δυνηθη να πολεμηση μετ' εμου και με θανατωση, τοτε ημεις θελομεν εισθαι δουλοι σας? αλλ' εαν εγω υπερισχυσω κατ' αυτου και θανατωσω αυτον, τοτε σεις θελετε εισθαι δουλοι ημων και θελετε δουλευει ημας.
10 E il Filisteo aggiungeva: « Io oggi ho schernite le schiere d'Israele, col dire: Datemi un uomo che venga a battersi con me ».10 Και ειπεν ο Φιλισταιος, Εγω εξουθενησα τας παραταξεις του Ισραηλ την ημεραν ταυτην? δοτε εις εμε ανδρα, δια να μονομαχησωμεν.
11 All'udir le parole di tal Filisteo, Saul e tutti gli Israeliti restavano bigottiti e pieni di grande paura.11 Οτε ηκουσεν ο Σαουλ και πας ο Ισραηλ εκεινους τους λογους του Φιλισταιου, εξεστησαν και εφοβηθησαν σφοδρα.
12 Or David era figlio di quell'Etrateo dì Betlem di Giuda, chiamato Isai, di cui abbiamo sopra, parlato. Isai aveva otto figli, e al tempo di Saul era vechio e avanzato negli anni.12 Ητο δε Δαβιδ ο υιος εκεινου του Εφραθαιου εκ Βηθλεεμ Ιουδα, ονομαζομενου Ιεσσαι? ειχε δε οκτω υιους? και ο ανθρωπος εις τας ημερας του Σαουλ ειχε ταξιν γεροντος μεταξυ των ανθρωπων.
13 I suoi tre figli maggiori, che si chiamavano Eliab il primogenito, Abinadab il secondo, Samma il terzo, avevan seguito Saul alla guerra.13 Και υπηγαν οι τρεις υιοι του Ιεσσαι οι μεγαλητεροι ακολουθουντες τον Σαουλ εις την μαχην? και τα ονοματα των τριων υιων αυτου οιτινες υπηγαν εις την μαχην ησαν Ελιαβ ο πρωτοτοκος, και ο δευτερος αυτου Αβιναδαβ, και ο τριτος Σαμμα.
14 David poi era il minore. Avendo adunque i tre maggiori seguito Saul,14 Ο δε Δαβιδ ητο ο νεωτερος? και οι τρεις οι μεγαλητεροι ηκολουθουν τον Σαουλ.
15 David se ne andò via da Saul per pascolare la greggia di suo padre in Betlemme.15 Και ανεχωρει ο Δαβιδ και επεστρεφεν απο του Σαουλ, δια να ποιμαινη τα προβατα του πατρος αυτου εν Βηθλεεμ.
16 Intanto il Filisteo, facendosi avanti sera e mattina, comparve per quaranta giorni.16 Ο δε Φιλισταιος επλησιαζε πρωι και εσπερας και εστηλονετο τεσσαρακοντα ημερας.
17 Or Isai disse a David suo figlio: « Prendi per i tuoi fratelli un efi di grano arrostito e questi dieci pani, e corri al campo dei tuoi fratelli;17 Και ειπεν Ιεσσαι προς Δαβιδ τον υιον αυτου, Λαβε τωρα δια τους αδελφους σου εν εφα εκ τουτου του πεφρυγανισμενου σιτου και τους δεκα τουτους αρτους, και τρεξον εις το στρατοπεδον προς τους αδελφους σου?
18 prendi anche queste dieci forme di cacio e portale al tribuno, fa una visita ai tuoi fratelli, per vedere se stanno bene, e informati con chi siano schierati ».18 και τα δεκα ταυτα νωπα τυρια φερε προς τον χιλιαρχον, και ιδε αν υγιαινωσιν οι αδελφοι σου και λαβε σημειον παρ' αυτων.
19 Allora essi, Saul e tutti i figli d'Israele eran nella Valle del Terebinto a combattere contro i Filistei.19 Ο δε Σαουλ και αυτοι και παντες οι ανδρες Ισραηλ ησαν εν τη κοιλαδι Ηλα, μαχομενοι μετα των Φιλισταιων.
20 David, levatosi la mattina e raccomandato il gregge ad un guardiano, se ne andò carico, secondo gli ordini d'Isai. Giunse al luogo di Magala, davanti all'esercito, quando questo, uscito per combattere, alzava il grido della battaglia:20 Και εξηγερθη ο Δαβιδ ενωρις το πρωι? και αφησας τα προβατα εις φυλακα, ελαβε και υπηγε, καθως προσεταξεν αυτον ο Ιεσσαι? και ηλθεν εις το περιχαρακωμα, ενω το στρατευμα εξηρχετο εις παραταξιν? και ηλαλαξαν προς την μαχην?
21 Israele aveva messe in ordine le sue schiere, e i Filistei stavano preparati dall'altra parte.21 διοτι παρεταχθησαν ο Ισραηλ και οι Φιλισταιοι, στρατευμα κατα προσωπον στρατευματος.
22 David, lasciata in mano del custode dei bagagli la roba che aveva portata, corse al luogo della battaglia, ad informarsi se tutto andasse bene pe' suoi fratelli.22 Και ο Δαβιδ, αφησας επανωθεν αυτου τα σκευη εις την χειρα του σκευοφυλακος, εδραμε προς το στρατευμα και ηλθε και ηρωτησε τους αδελφους αυτου πως εχουσι.
23 Mentre s'intratteneva con essi, ecco apparire quel bastardo chiamato Golia, filisteo, di Gef, avanzarsi dal campo dei Filistei e ripetere le stesse parole, che David sentì.23 Και ενω ωμιλει μετ' αυτων, ιδου, ανεβαινεν ο προμαχητης, ο Φιλισταιος ο εκ της Γαθ, Γολιαθ το ονομα, εκ των στρατευματων των Φιλισταιων, και ελαλησε κατα τους αυτους λογους? και ηκουσεν ο Δαβιδ.
24 Veduto quell'uomo, tutti gl'israeliti, presi da grande paura, fuggirono dai suo cospetto.24 Παντες δε οι ανδρες Ισραηλ, ως ειδον τον ανδρα, εφυγον απο προσωπου αυτου και εφοβηθησαν σφοδρα.
25 Un Israelita disse: « Avete visto quell'uomo che si è fatto avanti? Si è fatto avanti per insultare Israele. Per questo il re colmerà di grandi ricchezze colui che lo ucciderà, gli darà la sua propria figlia ed esenterà la casa del padre di lui dal tributo in Israele ».25 Και ελεγον οι ανδρες Ισραηλ, Ειδετε τον ανδρα τουτον τον αναβαινοντα; βεβαιως ανεβη δια να εξουθενηση τον Ισραηλ? και οστις θανατωση αυτον, τουτον θελει πλουτισει ο βασιλευς με πλουτη μεγαλα, και την θυγατερα αυτου θελει δωσει εις αυτον, και τον οικον του πατρος αυτου θελει καμει ελευθερον μεταξυ του Ισραηλ.
26 Allora David disse agli uomini che aveva d'intorno: « Che sarà dato all'uomo che ucciderà questo filisteo e torrà l'obbrobrio da Israele? E chi è questo Filisteo incirconciso, da insultare le schiere del Dio viverne? »26 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τους ανδρας τους ισταμενους πλησιον αυτου, λεγων, Τι θελει γεινει εις τον ανδρα, οστις παταξη τον Φιλισταιον τουτον και αφαιρεση το ονειδος απο του Ισραηλ; διοτι τις ειναι ο Φιλισταιος ουτος ο απεριτμητος, ωστε να εξουθενη τα στρατευματα του Θεου του ζωντος;
27 La gente gli ripeteva le stesse parole, dicendo: « Ecco quanto sarà dato all'uomo che l'ucciderà ».27 Και απεκριθη προς αυτον ο λαος κατα τον λογον τουτον, λεγων, ουτω θελει γεινει εις τον ανδρα, οστις παταξη αυτον.
28 Eliab, suo fratello maggiore, avendolo sentito parlar così cogli altri si adirò contro di lui e disse: « Perch sei venuto qua ed hai abbandonato quelle poche pecore nel deserto? Io conosco la tua superbia e la malvagità del tuo cuore: tu sei venuto per veder la battaglia ».28 Και ηκουσεν Ελιαβ ο αδελφος αυτου ο μεγαλητερος, ενω ελαλει προς τους ανδρας? και εξηφθη ο θυμος του Ελιαβ εναντιον του Δαβιδ, και ειπε, Δια τι κατεβης ενταυθα; και εις ποιον αφηκες τα ολιγα εκεινα προβατα εν τη ερημω; εγω εξευρω την υπερηφανιαν σου και την πονηριαν της καρδιας σου? βεβαιως δια να ιδης την μαχην κατεβης.
29 David rispose: « E che ho fatto? Non son forse parole? »29 Και ειπεν ο Δαβιδ, Τι εκαμα τωρα; δεν ειναι αιτια;
30 Ed allontanatosi un po' da lui, disse ad un altro le stesse cose, e la gente gli diede la stessa risposta di prima.30 Και εστραφη απ' αυτου προς αλλον και ελαλησε κατα τον αυτον τροπον? και ο λαος απεκριθη παλιν προς αυτον κατα τον πρωτον λογον.
31 Or le parole che David aveva dette,furono udite e riportate a Saul,31 Και οτε ηκουσθησαν οι λογοι, τους οποιους ελαλησεν ο Δαβιδ, ανηγγειλαν προς τον Σαουλ? και παρελαβεν αυτον.
32 condotto dinanzi al quale, David disse: « Nessuno si sgomenti per cagion di quell'uomo: andrò io, tuo servo, a combatterecontro quel Filisteo ».32 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Σαουλ, Μηδενος ανθρωπου η καρδια ας μη ταπεινονηται δια τουτον? ο δουλος σου θελει υπαγει και πολεμησει μετα του Φιλισταιου τουτου.
33 Ma Saul dissea David: « Tu non puoi resistere a questo Filisteo, nè combattere contro di lui, perchè sei un giovane ed egli è un uomo di guerra fin dalla sua giovinezza ».33 Και ειπεν ο Σαουλ προς τον Δαβιδ, Δεν δυνασαι να υπαγης εναντιον του Φιλισταιου τουτου δια να πολεμησης μετ' αυτου? διοτι συ εισαι παιδιον, αυτος δε ανηρ πολεμιστης εκ νεοτητος αυτου.
34 E David rispose a Saul: « Il tuo servo pascolava la greggia di suo padre, or se veniva un leone od un orso a rapire un montone di mezzo al gregge,34 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Σαουλ, Ο δουλος σου εβοσκε τα προβατα του πατρος αυτου, και ηλθε λεων και αρκτος και ηρπασε προβατον εκ του ποιμνιου?
35 io l'inseguivo, lo percotevo e lo strappavo dalla loro gola: essi si levavano contro di me, ma io li prendevo per la gola, li strangolavo, li ammazzavo.35 και εξηλθον κατοπιν αυτου και επαταξα αυτον και ηλευθερωσα αυτο εκ του στοματος αυτου? και καθως εσηκωθη εναντιον μου, ηρπασα αυτον απο της σιαγονος και επαταξα αυτον και εθανατωσα αυτον?
36 Io tuo servo ho ucciso dei leoni e degli orsi: or anche questo Filisteo incirconciso sarà come uno di essi. Ora andrò a togliere l'obbrobrio del popolo. E chi è questo Filisteo incirconciso che ha ardito maledire l'esercito del Dio vivente? »36 επαταξεν ο δουλος σου και τον λεοντα και την αρκτον? και ο Φιλισταιος ουτος ο απεριτμητος θελει εισθαι ως εν εκ τουτων, επειδη εξουθενησε τα στρατευματα του Θεου του ζωντος.
37 Poi David aggiunse: « Il Signore che mi ha liberato dai leoni e dagli orsi, mi libererà da questo Filisteo ». Allora Saul disse a David: « Va pure, e il Signore sia con te ».37 Και ειπεν ο Δαβιδ, Ο Κυριος ο ελευθερωσας με εκ χειρος του λεοντος και εκ χειρος της αρκτου, ουτος θελει με ελευθερωσει εκ χειρος του Φιλισταιου τουτου. Και ειπεν ο Σαουλ προς τον Δαβιδ, Υπαγε, και ο Κυριος ας ηναι μετα σου.
38 Saul fece indossare a David le sue vesti, gli mise in capo un elmo di bronzo e lo armò di corazza.38 Και ωπλισεν ο Σαουλ τον Δαβιδ με την πανοπλιαν αυτου και εβαλε χαλκινην περικεφαλαιαν επι της κεφαλης αυτου? και ενεδυσεν αυτον θωρακα.
39 Ma David, cintasi la spada di Saul sopra la sua armatura, cominciò a provare se potesse camminare armato, che non ne aveva l'abitudine: poi disse a Saul: « Io così non posso camminare: non vi sono abituato ». Posate quelle armi,39 Και εζωσθη ο Δαβιδ την ρομφαιαν αυτου επανωθεν της πανοπλιας αυτου και ηθελησε να περιπατηση? διοτι δεν ειχε δοκιμασει. Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Σαουλ, Δεν δυναμαι να περιπατησω με ταυτα? διοτι δεν εδοκιμασα ποτε. Και εξεδυθη ο Δαβιδ αυτα επανωθεν αυτου.
40 prese il bastone che usava portare in mano, si scelse dal torrente cinque pietre ben pulite, e le mise nella tasca da pastore che aveva seco; presa finalmente in mano la fionda, andò contro il Filisteo.40 Και ελαβε την ραβδον αυτου εν τη χειρι αυτου, και εξελεξεν εις εαυτον πεντε λιθους ομαλους εκ του χειμαρρου, και θεσας αυτους εις το ποιμενικον αυτου σακκιον και θυλακιον, την δε σφενδονην αυτου εις την χειρα αυτου, επλησιαζε προς τον Φιλισταιον.
41 Il Filisteo preceduto dai suo scudiere, anda va a poco a poco accostandosi a David,41 Ο δε Φιλισταιος ηρχετο προχωρων και επλησιαζε προς τον Δαβιδ? και ο ανηρ ο ασπιδοφορος εμπροσθεν αυτου.
42 e quando l'ebbe guardato e rimirato, lo disprezzo, perchè era giovanissimo, biondo e di bell'aspetto.42 Και οτε περιεβλεψεν ο Φιλισταιος και ειδε τον Δαβιδ, κατεφρονησεν αυτον? διοτι ητο παιδιον και ξανθος και ωραιος την οψιν.
43 Il Filisteo disse a David: « Son forse un cane io, perchè tu venga verso di me col bastone? » Il Filisteo maledisse David per i suoi dèi;43 Και ειπεν ο Φιλισταιος προς τον Δαβιδ, Κυων ειμαι εγω, ωστε ερχεσαι προς εμε με ραβδους; Και κατηρασθη ο Φιλισταιος τον Δαβιδ εις τους θεους αυτου.
44 e disse a David: « Vieni pure, chè io darò la tua carne agli uccelli dell'aria e alle bestie della terra ».44 Και ειπεν ο Φιλισταιος προς τον Δαβιδ, Ελθε προς εμε, και θελω παραδωσει τας σαρκας σου εις τα πετεινα του ουρανου και εις τα θηρια του αγρου.
45 Ma David disse al Filisteo: « Tu vieni a me colla spada, colla lancia e collo scudo; ma io vengo a te nel nome del Signore degli eserciti, del Dio delle schiere d'Israele, che oggi hai schernite.45 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Φιλισταιον, Συ ερχεσαι εναντιον μου με ρομφαιαν και δορυ και ασπιδα? εγω δε ερχομαι εναντιον σου εν τω ονοματι του Κυριου των δυναμεων, του Θεου των στρατευματων του Ισραηλ, τα οποια συ εξουθενησας?
46 Il Signore ti darà nelle mie mani, ed io ti percoterò, ti troncherò il capo; ed oggi darò i cadaveri del campo dei Filistei agli uccelli del cielo e alle bestie della terra; affinchè tutta la terra sappia che vi è un Dio in Israele,46 την ημεραν ταυτην θελει σε παραδωσει ο Κυριος εις την χειρα μου? και θελω σε παταξει και αφαιρεσει απο σου την κεφαλην σου? και θελω παραδωσει τα πτωματα του στρατοπεδου των Φιλισταιων την ημεραν ταυτην εις τα πετεινα του ουρανου, και εις τα θηρια της γης? δια να γνωριση πασα η γη οτι ειναι Θεος εις τον Ισραηλ?
47 e tutta questa moltitudine conosca che il Signore non salva nè colla spada nè colla lancia: siccome la guerra è sua, egli vi darà nelle nostre mani ».47 και θελει γνωρισει παν το πληθος τουτο οτι ο Κυριος δεν σωζει με ρομφαιαν και δορυ? διοτι του Κυριου ειναι η μαχη, και αυτος θελει σας παραδωσει εις την χειρα ημων.
48 Essendosi il Filisteo mosso e avanzandosi per avventarsi contro David, David si affrettò e corse alla battaglia di fronte al Filisteo.48 Και οτε εσηκωθη ο Φιλισταιος και ηρχετο και επλησιαζεν εις συναντησιν του Δαβιδ, ο Δαβιδ εσπευσε και εδραμε προς μαχην εναντιον του Φιλισταιου.
49 Messa la mano nella tasca e presa una pietra, la scagliò colla fionda menata in giro e percosse il Filisteo nella fronte: la pietra gli si conficcò nella fronte, ed egli cadde bocconi per terra.49 Και εκτεινας ο Δαβιδ την χειρα αυτου εις το σακκιον, ελαβεν εκειθεν λιθον και εσφενδονησε και εκτυπησε τον Φιλισταιον κατα το μετωπον αυτου, ωστε ο λιθος ενεπηχθη εις το μετωπον αυτου? και επεσε κατα προσωπον εις την γην.
50 Così David colla fionda e colla pietra vinse il Filisteo,lo percosse, lo uccise. Or David, non avendo in mano alcuna spada,50 και υπερισχυσεν ο Δαβιδ κατα του Φιλισταιου δια της σφενδονης και δια του λιθου, και εκτυπησε τον Φιλισταιον και εθανατωσεν αυτον. Αλλα δεν ητο ρομφαια εν τη χειρι του Δαβιδ?
51 corse, si gettò sul Filisteo, afferrò la spada di lui, e trattala dal fodero, lo uccise tagliandogli la testa. Vedendo che il loro forte era morto, i Filistei si diedero alla fuga.51 οθεν ο Δαβιδ εδραμε και σταθεις επι τον Φιλισταιον, ελαβε την ρομφαιαν αυτου και εσυρεν αυτην εκ της θηκης αυτης, και θανατωσας αυτον, απεκοψε την κεφαλην αυτου με αυτην. Ιδοντες δε οι Φιλισταιοι, οτι απεθανεν ο ισχυρος αυτων, εφυγον?
52 Ma gli uomini d'Israele e di Giuda, lanciandosi ad alte grida, inseguirono i Filistei fino alla valle, sino alle porte di Acearon; e molti dei Filistei caddero feriti per la strada di Saraim, fino a Get, e fino ad Accarom52 Τοτε εσηκωθησαν οι ανδρες του Ισραηλ και του Ιουδα και ηλαλαξαν και κατεδιωξαν τους Φιλισταιους, εως της εισοδου της κοιλαδος, και εως των πυλων της Ακκαρων. Και επεσον οι τραυματισμενοι των Φιλισταιων εν τη οδω Σααραειμ, εως Γαθ και εως Ακκαρων.
53 Ritornati dall'inseguimento dei Filistei, i figli d‘Israele ne predarono il campo.53 Και επεστρεψαν οι υιοι Ισραηλ εκ της καταδιωξεως των Φιλισταιων και διηρπασαν τα στρατοπεδα αυτων.
54 Poi David, presa la testa del Filisteo, le portò a Gerusalemme e ne pose le armi nella sua tenda.54 Ο δε Δαβιδ ελαβε την κεφαλην του Φιλισταιου, και εφερεν αυτην εις Ιερουσαλημ? την δε πανοπλιαν αυτου εβαλεν εν τη σκηνη αυτου.
55 Or quando Saul vide David avanzarsi contro il Filisteo, disse ad Abner, capo dell'esercito: « Abner, da quale famiglia discende questo giovane? » Abner rispose: «Vive l'anima tua, o re, se io lo so ».55 Οτε δε ειδεν ο Σαουλ τον Δαβιδ εξερχομενον εναντιον του Φιλισταιου, ειπε προς Αβενηρ, τον αρχηγον του στρατευματος, Αβενηρ, τινος υιος ειναι ο νεος ουτος; Και ο Αβενηρ ειπε, Ζη η ψυχη σου, βασιλευ, δεν εξευρω.
56 E il re a lui: « Domanda di chi sia figliolo questo giovane ».56 Και ειπεν ο βασιλευς, Ερωτησον συ, τινος υιος ειναι ο νεανισκος ουτος.
57 Quando poi David, ucciso il Filisteo, fu di ritorno, Abner lo prese e lo introdusse alla presenza di Saul. David teneva in mano la testa del Filisteo.57 Και καθως επεστρεψεν ο Δαβιδ, παταξας τον Φιλισταιον, παρελαβεν αυτον ο Αβενηρ και εφερεν αυτον ενωπιον του Σαουλ? και η κεφαλη του Φιλισταιου ητο εν τη χειρι αυτου.
58 Saul gli disse: « Di qual famiglia sei tu o giovane? ». David rispose: «Io son figlio del tuo servo Isai Betlemita ».58 Και ειπε προς αυτον ο Σαουλ, Τινος υιος εισαι, νεε; και απεκριθη ο Δαβιδ, Ο υιος του δουλου σου Ιεσσαι του Βηθλεεμιτου.