Scrutatio

Martedi, 7 maggio 2024 - Santa Flavia ( Letture di oggi)

Giudici 8


font
BIBBIA RICCIOTTIGREEK BIBLE
1 - Gli uomini di Efraim gli dissero: «Cosa hai inteso fare col non chiamarci quando movesti a combattere contro Madian?», e mettendosi a litigare violentemente, quasi gli usavano violenza.1 Και ειπον προς αυτον οι ανδρες Εφραιμ, Τι ειναι το πραγμα τουτο, το οποιον εκαμες εις ημας, οτι δεν εκαλεσας ημας οτε υπηγες να πολεμησης εναντιον του Μαδιαμ; και ελογομαχησαν σφοδρα μετ' αυτου.
2 Egli rispose loro: «Che cosa potea fare di simile a quello che voi avete fatto? Non vale di più un grappolo di Efraim, che le vendemmie di Abiezer?2 Ο δε ειπε προς αυτους, Τι εκαμα τωρα ως προς εσας; δεν ειναι καλητερον το αποτρυγημα του Εφραιμ παρα τον τρυγητον του Αβι-εζερ;
3 Il Signore ha dato nelle vostre mani i principi di Madian, Oreb e Zeb. Che cosa potea io fare di simile a quello che voi avete fatto?». Avendo ciò detto, si acquietò il loro animo, che s'era sdegnato contro di lui.3 παρεδωκεν ο Θεος εις τας χειρας σας τους αρχηγους του Μαδιαμ, τον Ωρηβ και τον Ζηβ? και τι ηδυναμην να καμω ως προς εσας; Τοτε το πνευμα αυτων ησυχασε προς αυτον, οτε ελαλησε τον λογον τουτον.
4 Giunto Gedeone al Giordano, lo passò coi trecento uomini che eran con lui e che per la stanchezza non potevano inseguire i fuggiaschi.4 Και ελθων ο Γεδεων εις τον Ιορδανην, διεβη, αυτος και οι τριακοσιοι ανδρες οι μετ' αυτου, αποκαμωμενοι, ομως καταδιωκοντες.
5 Disse allora a quei di Soccot: «Date, ve ne prego, del pane alla gente che è con me poichè sono assai stanchi, e così potremo inseguire Zebee e Salmana re di Madian».5 Και ειπε προς τους ανθρωπους της Σοκχωθ, Δοτε, παρακαλω, αρτους τινας εις τον λαον τον ακολουθουντα με? διοτι ειναι αποκαμωμενος, και εγω καταδιωκω οπισω του Ζεβεε και του Σαλμανα, των βασιλεων του Μαδιαμ.
6 Ma i capi di Soccot risposero: «Tieni tu forse già nelle tue mani le palme delle mani di Zebee e di Salmana, e perciò domandi che diamo pane al tuo esercito?».6 Και απεκριθησαν οι αρχηγοι της Σοκχωθ, Μηπως αι χειρες του Ζεβεε και του Σαλμανα ειναι τωρα εις την χειρα σου, ωστε να δωσωμεν αρτους εις το στρατευμα σου;
7 Al che egli soggiunse: «Ebbene, quando il Signore darà Zebee e Salmana nelle mie mani io strazierò le vostre carni colle spine e coi triboli del deserto».7 Και ειπεν ο Γεδεων, Δια τουτο, αφου παραδωση ο Κυριος τον Ζεβεε και τον Σαλμανα εις την χειρα μου, τοτε εγω θελω καταξανει τας σαρκας σας με τας ακανθας της ερημου και με τους τριβολους.
8 E salendo quindi a Fanuel parlò allo stesso modo agli uomini di quella località; ed avendogli essi risposto alla stessa guisa di quei di Soccot,8 Και ανεβη εκειθεν εις Φανουηλ και ελαλησεν ωσαυτως προς αυτους? και απεκριθησαν οι ανδρες της Φανουηλ προς αυτον καθως απεκριθησαν οι ανδρες της Σοκχωθ.
9 egli disse: «Quando me ne ritornerò vittorioso in pace, io distruggerò questa torre».9 Ο δε ειπε και προς τους ανδρας της Φανουηλ, λεγων, Οταν επιστρεψω εν ειρηνη, θελω κατασκαψει τον πυργον τουτον.
10 Zebee e Salmana se ne stavano riposando con tutto il loro esercito. Erano rimasti quindicimila uomini di tutte le schiere dei popoli orientali, perchè erano stati uccisi centoventimila combattenti, che portavano la spada.10 Ο Ζεβεε δε και ο Σαλμανα ησαν εν Καρκορ και τα στρατευματα αυτων μετ' αυτων, ως δεκαπεντε χιλιαδες, παντες οι εναπολειφθεντες ολου του στρατευματος των κατοικων της ανατολης? διοτι επεσον εκατον εικοσι χιλιαδες ανδρων συροντων ρομφαιαν.
11 Ascendendo Gedeone per la stessa via di quelli che abitavano nelle tende, ad oriente di Nobe e di Iegbaa, assalì l'esercito nemico, che si credeva sicuro e non sospettava sinistro alcuno.11 Και ανεβη ο Γεδεων απο της οδου των κατοικουντων εν σκηναις, απο ανατολων της Νοβα και της Ιογβεα, και επαταξε το στρατοπεδον? ητο δε το στρατοπεδον εν αφοβια.
12 Fuggirono Zebee e Salmana, ma Gedeone li inseguì e li prese, gettando lo scompiglio in tutto il loro esercito.12 Ο δε Ζεβεε και ο Σαλμανα εφευγον, και αυτος κατεδιωκεν οπισω αυτων, και συνελαβε τους δυο βασιλεις του Μαδιαμ, τον Ζεβεε και τον Σαλμανα, και απαν το στρατοπεδον κατετροπωσε.
13 Nel ritornarsene dalla guerra prima del levar del sole,13 Και επεστρεψεν ο Γεδεων ο υιος του Ιωας εκ της μαχης απο της αναβασεως της Αρες.
14 prese un fanciullo degli uomini di Soccot e, richiestolo del nome dei principi e dei seniori della città, prese nota di settantasette uomini.14 Και συλλαβων νεον τινα εκ των ανδρων της Σοκχωθ, ηρωτησεν αυτον? ο δε περιεγραψε προς αυτον τους αρχηγους της Σοκχωθ και τους πρεσβυτερους αυτης, εβδομηκοντα επτα ανδρας.
15 Venne a Soccot e disse a quegli abitanti: «Ecco Zebee e Salmana a proposito dei quali voi mi avete insultato, col dire: - Tieni tu forse già nelle tue mani le mani di Zebee e di Salmana e perciò domandi che diamo del pane agli uomini che sono stanchi e vengono meno? -».15 Και ηλθεν ο Γεδεων προς τους ανδρας της Σοκχωθ και ειπεν, Ιδου, ο Ζεβεε και ο Σαλμανα, δια τους οποιους με ωνειδισατε, λεγοντες, Μηπως αι χειρες του Ζεβεε και του Σαλμανα ηναι τωρα εις την χειρα σου, ωστε να δωσωμεν αρτους εις τους ανθρωπους σου, τους αποκαμωμενους;
16 Presi adunque gli anziani della città, li flagellò con le spine del deserto e coi triboli e sterminò gli uomini di Soccot.16 Και ελαβε τους πρεσβυτερους της πολεως και τας ακανθας της ερημου και τους τριβολους, και επαιδευσε με αυτα τους ανδρας της Σοκχωθ.
17 Abbattè pure la torre di Fanuel e uccise gli abitanti della città.17 Και τον πυργον της Φανουηλ κατεσκαψε και εθανατωσε τους ανδρας της πολεως.
18 Disse quindi a Zebee e a Salmana: «Com'erano gli uomini che voi avete uccisi sul Tabor?». E avendo essi risposto: «Somigliavano a te e uno di loro pareva quasi un figlio di re»,18 Τοτε ειπε προς τον Ζεβεε και τον Σαλμανα, Οποιοι ησαν οι ανθρωποι τους οποιους εθανατωσατε εν Θαβωρ; Οι δε ειπον, Οποιος συ, τοιουτοι ησαν? εκαστος ωμοιαζεν υιον βασιλεως.
19 egli soggiunse: «Erano miei fratelli, figli di mia madre. Viva il Signore se voi li aveste risparmiati, ora non vi ucciderei».19 Ο δε ειπεν, Αδελφοι μου, υιοι της μητρος μου ησαν? ζη Κυριος, εαν ηθελετε φυλαξει την ζωην αυτων, εγω δεν ηθελον σας θανατωσει.
20 Poi voltosi a Ieter, suo primogenito disse: «Levati e uccidili». Ma non avendo egli estratto la spada, perchè essendo ancora un giovinetto aveva paura,20 Και ειπε προς τον Ιεθερ τον πρωτοτοκον αυτου, Σηκωθεις θανατωσον αυτους? αλλ' ο νεος δεν εσυρε την ρομφαιαν αυτου, διοτι εφοβειτο, επειδη ητο ετι παιδιον.
21 Zebee e Salmana dissero: «Levati su tu stesso e avventati sopra di noi, poichè la forza dell'uomo è in proporzione dell'età». Gedeone si levò, uccise Zebee e Salmana e prese gli ornamenti e le borchie, con cui si suole adornare il collo dei cammelli dei re.21 Τοτε ειπεν ο Ζεβεε και ο Σαλμανα, Σηκωθητι συ και πεσον εφ' ημας? διοτι κατα τον ανθρωπον και η δυναμις αυτου. Και σηκωθεις ο Γεδεων εθανατωσε τον Ζεβεε και τον Σαλμανα, και ελαβε τους μηνισκους τους περι τον τραχηλον των καμηλων αυτων.
22 Tutti gli uomini d'Israele dissero a Gedeone: «Domina sopra di noi tu, il figliuolo tuo e il figlio del figliuol tuo, poichè ci hai liberati dalle mani di Madian».22 Και ειπον οι ανδρες Ισραηλ προς τον Γεδεων, Γενου αρχων εφ' ημας, και συ και ο υιος σου και ο υιος του υιου σου, διοτι εσωσας ημας απο της χειρος του Μαδιαμ.
23 Al che egli rispose: «Io non dominerò sopra di voi, nè dominerà sopra di voi il mio figliuolo: ma dominerà sopra di voi il Signore».23 Ο δε Γεδεων ειπε προς αυτους, Δεν θελω γεινει αρχων εφ' υμας εγω, αλλ' ουδε ο υιος μου θελει γεινει αρχων εφ' υμας? ο Κυριος θελει εισθαι αρχων εφ' υμας.
24 Poi soggiunse: «Domando una sol cosa da voi: datemi tutti gli orecchini che sono nel vostro bottino». Gli Ismaeliti infatti erano soliti portare orecchini d'oro.24 Και ειπεν ο Γεδεων προς αυτους, θελω ζητησει απο σας ζητημα? να μοι δωσητε εκαστος τα ενωτια εκ των λαφυρων αυτου? διοτι οι εχθροι ειχον ενωτια χρυσα, οντες Ισμαηλιται.
25 Ed essi risposero: «Te li daremo assai volentieri». E avendo steso sul suolo un mantello, vi gettarono tutti gli orecchini della preda.25 Και απεκριθησαν, Θελομεν δωσει αυτα μετα χαρας. Και ηπλωσαν φορεμα και ερριπτεν εκει εκαστος τα ενωτια εκ των λαφυρων αυτου.
26 Il peso degli orecchini ch'egli aveva chiesto fu di millesettecento sicli d'oro, senza contare gli ornamenti, i monili e la veste di porpora, di cui faceano uso i re di Madian, e senza contare le collane d'oro dei cammelli.26 Και το βαρος των χρυσων ενωτιων, τα οποια εζητησεν, ητο χιλιοι και επτακοσιοι σικλοι χρυσοι? εκτος των μηνισκων και των περιδεραιων και των πορφυρων, τα οποια ησαν επι τους βασιλεις του Μαδιαμ, και εκτος των περιλαιμιων, τα οποια ησαν εις τους τραχηλους των καμηλων αυτων.
27 Gedeone fece con quell'oro un Efod e lo pose nella sua città di Efra e tutto Israele prevaricò a causa di esso, che divenne una rovina per Gedeone e per tutta la sua casa.27 Και εκαμεν ο Γεδεων εφοδ εξ αυτων και εθεσεν αυτο εν τη πολει αυτου, εν Οφρα? και επορνευσε πας ο Ισραηλ οπισω αυτου εκει? και εγεινε παγις εις τον Γεδεων και εις τον οικον αυτου.
28 Madian fu umiliato innanzi ai figliuoli d'Israele, nè potè più oltre alzare il suo collo; e il paese riposò per i quarant'anni durante i quali governò Gedeone.28 Και εταπεινωθη ο Μαδιαμ εμπροσθεν των υιων Ισραηλ, και δεν εσηκωσε πλεον την κεφαλην αυτου. Και ανεπαυθη η γη τεσσαρακοντα ετη εν ταις ημεραις του Γεδεων.
29 Andò pertanto Jerobaal figlio di Joas ad abitare nella sua casa,29 Τοτε υπηγεν ο Ιεροβααλ υιος του Ιωας και κατωκησεν εν τω οικω αυτου.
30 ed ebbe settanta figli, tutti da lui procreati avendo avuto molte mogli.30 Ειχε δε Γεδεων εβδομηκοντα υιους εξελθοντας εκ των μηρων αυτου? διοτι ειχε γυναικας πολλας.
31 Da una concubina che avea in Sichem ebbe un figlio di nome Abimelec.31 Και η παλλακη αυτου, η εν Συχεμ, και αυτη εγεννησεν εις αυτον υιον, τον οποιον αυτος ωνομασεν Αβιμελεχ.
32 Morì Gedeone figlio di Joas in età molto avanzata e venne sepolto nella tomba di Joas suo padre, in Efra della famiglia di Ezri.32 Και απεθανεν ο Γεδεων ο υιος του Ιωας εν γηρατι καλω και εταφη εν τω ταφω Ιωας του πατρος αυτου, εν τη Οφρα των Αβι-εζεριτων.
33 Dopo la morte di Gedeone i figli di Israele prevaricarono e fornicarono coi Baalim. Fecero alleanza con Baal, affinchè fosse il loro dio33 Αποθανοντος δε του Γεδεων, επεστρεψαν οι υιοι Ισραηλ και επορνευσαν κατοπιν των Βααλειμ και εστησαν εις εαυτους τον Βααλ-βεριθ δια Θεον.
34 e non si ricordarono più del Signore Iddio che li aveva liberati dalle mani di tutti i loro nemici circostanti,34 Και δεν ενεθυμηθησαν οι υιοι Ισραηλ Κυριον τον Θεον αυτων, τον σωσαντα αυτους εκ της χειρος παντων των εχθρων αυτων κυκλοθεν.
35 e non usarono neppure misericordia alla casa di Jerobaal ossia di Gedeone, in vista di tutto il bene che egli aveva fatto in Israele.35 Και δεν εκαμον ελεος εις τον οικον του Ιεροβααλ Γεδεων, αναλογως προς παντα τα αγαθα, τα οποια εκαμεν εις τον Ισραηλ.