ΑΜΒΑΚΟΥΜ - Abacuc - Habakkuk 2
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
LXX | VULGATA |
---|---|
1 επι της φυλακης μου στησομαι και επιβησομαι επι πετραν και αποσκοπευσω του ιδειν τι λαλησει εν εμοι και τι αποκριθω επι τον ελεγχον μου | 1 Super custodiam meam stabo, et figam gradum super munitionem : et contemplabor ut videam quid dicatur mihi, et quid respondeam ad arguentem me. |
2 και απεκριθη προς με κυριος και ειπεν γραψον ορασιν και σαφως επι πυξιον οπως διωκη ο αναγινωσκων αυτα | 2 Et respondit mihi Dominus, et dixit : Scribe visum, et explana eum super tabulas, ut percurrat qui legerit eum. |
3 διοτι ετι ορασις εις καιρον και ανατελει εις περας και ουκ εις κενον εαν υστερηση υπομεινον αυτον οτι ερχομενος ηξει και ου μη χρονιση | 3 Quia adhuc visus procul ; et apparebit in finem, et non mentietur : si moram fecerit, exspecta illum, quia veniens veniet, et non tardabit. |
4 εαν υποστειληται ουκ ευδοκει η ψυχη μου εν αυτω ο δε δικαιος εκ πιστεως μου ζησεται | 4 Ecce qui incredulus est, non erit recta anima ejus in semetipso ; justus autem in fide sua vivet. |
5 ο δε κατοινωμενος και καταφρονητης ανηρ αλαζων ουδεν μη περανη ος επλατυνεν καθως ο αδης την ψυχην αυτου και ουτος ως θανατος ουκ εμπιπλαμενος και επισυναξει επ' αυτον παντα τα εθνη και εισδεξεται προς αυτον παντας τους λαους | 5 Et quomodo vinum potantem decipit, sic erit vir superbus, et non decorabitur : qui dilatavit quasi infernus animam suam, et ipse quasi mors, et non adimpletur : et congregabit ad se omnes gentes, et coacervabit ad se omnes populos. |
6 ουχι ταυτα παντα παραβολην κατ' αυτου λημψονται και προβλημα εις διηγησιν αυτου και ερουσιν ουαι ο πληθυνων εαυτω τα ουκ οντα αυτου εως τινος και βαρυνων τον κλοιον αυτου στιβαρως | 6 Numquid non omnes isti super eum parabolam sument, et loquelam ænigmatum ejus, et dicetur : Væ ei qui multiplicat non sua ? usquequo et aggravat contra se densum lutum ? |
7 οτι εξαιφνης αναστησονται δακνοντες αυτον και εκνηψουσιν οι επιβουλοι σου και εση εις διαρπαγην αυτοις | 7 Numquid non repente consurgent qui mordeant te, et suscitabuntur lacerantes te, et eris in rapinam eis ? |
8 διοτι συ εσκυλευσας εθνη πολλα σκυλευσουσιν σε παντες οι υπολελειμμενοι λαοι δι' αιματα ανθρωπων και ασεβειας γης και πολεως και παντων των κατοικουντων αυτην | 8 Quia tu spoliasti gentes multas, spoliabunt te omnes qui reliqui fuerint de populis, propter sanguinem hominis, et iniquitatem terræ, civitatis, et omnium habitantium in ea. |
9 ω ο πλεονεκτων πλεονεξιαν κακην τω οικω αυτου του ταξαι εις υψος νοσσιαν αυτου του εκσπασθηναι εκ χειρος κακων | 9 Væ qui congregat avaritiam malam domui suæ, ut sit in excelso nidus ejus, et liberari se putat de manu mali ! |
10 εβουλευσω αισχυνην τω οικω σου συνεπερανας λαους πολλους και εξημαρτεν η ψυχη σου | 10 Cogitasti confusionem domui tuæ ; concidisti populos multos, et peccavit anima tua. |
11 διοτι λιθος εκ τοιχου βοησεται και κανθαρος εκ ξυλου φθεγξεται αυτα | 11 Quia lapis de pariete clamabit, et lignum, quod inter juncturas ædificiorum est, respondebit. |
12 ουαι ο οικοδομων πολιν εν αιμασιν και ετοιμαζων πολιν εν αδικιαις | 12 Væ qui ædificat civitatem in sanguinibus, et præparat urbem in iniquitate ! |
13 ου ταυτα εστιν παρα κυριου παντοκρατορος και εξελιπον λαοι ικανοι εν πυρι και εθνη πολλα ωλιγοψυχησαν | 13 Numquid non hæc sunt a Domino exercituum ? laborabunt enim populi in multo igne, et gentes in vacuum, et deficient. |
14 οτι πλησθησεται η γη του γνωναι την δοξαν κυριου ως υδωρ κατακαλυψει αυτους | 14 Quia replebitur terra, ut cognoscant gloriam Domini, quasi aquæ operientes mare. |
15 ω ο ποτιζων τον πλησιον αυτου ανατροπη θολερα και μεθυσκων οπως επιβλεπη επι τα σπηλαια αυτων | 15 Væ qui potum dat amico suo mittens fel suum, et inebrians ut aspiciat nuditatem ejus ! |
16 πλησμονην ατιμιας εκ δοξης πιε και συ και διασαλευθητι και σεισθητι εκυκλωσεν επι σε ποτηριον δεξιας κυριου και συνηχθη ατιμια επι την δοξαν σου | 16 Repletus es ignominia pro gloria ; bibe tu quoque, et consopire. Circumdabit te calix dexteræ Domini, et vomitus ignominiæ super gloriam tuam. |
17 διοτι ασεβεια του λιβανου καλυψει σε και ταλαιπωρια θηριων πτοησει σε δια αιματα ανθρωπων και ασεβειας γης και πολεως και παντων των κατοικουντων αυτην | 17 Quia iniquitas Libani operiet te, et vastitas animalium deterrebit eos de sanguinibus hominum, et iniquitate terræ, et civitatis, et omnium habitantium in ea. |
18 τι ωφελει γλυπτον οτι εγλυψαν αυτο επλασαν αυτο χωνευμα φαντασιαν ψευδη οτι πεποιθεν ο πλασας επι το πλασμα αυτου του ποιησαι ειδωλα κωφα | 18 Quid prodest sculptile, quia sculpsit illud fictor suus, conflatile, et imaginem falsam ? quia speravit in figmento fictor ejus, ut faceret simulacra muta. |
19 ουαι ο λεγων τω ξυλω εκνηψον εξεγερθητι και τω λιθω υψωθητι και αυτο εστιν φαντασια τουτο δε εστιν ελασμα χρυσιου και αργυριου και παν πνευμα ουκ εστιν εν αυτω | 19 Væ qui dicit ligno : Expergiscere ; Surge, lapidi tacenti ! Numquid ipse docere poterit ? ecce iste coopertus est auro et argento, et omnis spiritus non est in visceribus ejus. |
20 ο δε κυριος εν ναω αγιω αυτου ευλαβεισθω απο προσωπου αυτου πασα η γη | 20 Dominus autem in templo sancto suo : sileat a facie ejus omnis terra ! |