1 και ουτοι οι υιοι της χωρας οι αναβαινοντες απο της αιχμαλωσιας της αποικιας ης απωκισεν ναβουχοδονοσορ βασιλευς βαβυλωνος εις βαβυλωνα και επεστρεψαν εις ιερουσαλημ και ιουδα ανηρ εις πολιν αυτου | 1 Niszán havában történt, Artaxerxész királynak huszadik esztendejében, hogy egyszer éppen bor volt előtte, s én fogtam a bort és odanyújtottam a királynak. Közben bágyadtnak tűnhettem fel előtte, |
2 οι ηλθον μετα ζοροβαβελ ιησους νεεμιας σαραιας ρεελιας μαρδοχαιος βαλασαν μασφαρ βαγουι ρεουμ βαανα ανδρων αριθμος λαου ισραηλ | 2 mert így szólt hozzám a király: »Miért olyan szomorú az arcod? Tudtommal nem vagy beteg. Ok nélkül azonban ez nincsen! Szívedet, nem tudom milyen, de valami bánat emésztheti.« Erre nagyon megijedtem, |
3 υιοι φορος δισχιλιοι εκατον εβδομηκοντα δυο | 3 és azt mondtam a királynak: »Örökké élj, ó király! Hogyne lenne szomorú az arcom, amikor a várost, atyáim sírhelyét lerombolták, kapuit pedig tűz emésztette meg.« |
4 υιοι σαφατια τριακοσιοι εβδομηκοντα δυο | 4 Erre így szólt a király: »Mi volna a kívánságod?« Én ekkor a menny Istenéhez fohászkodtam |
5 υιοι ηρα επτακοσιοι εβδομηκοντα πεντε | 5 és így szóltam a királyhoz: »Ha jónak látja a király és ha kegyben van előtted a te szolgád, küldj el engem Júdába, abba a városba, ahol atyáim sírja van, hogy újra felépíthessem azt.« |
6 υιοι φααθμωαβ τοις υιοις ιησουε ιωαβ δισχιλιοι οκτακοσιοι δεκα δυο | 6 Erre azt kérdezte tőlem a király meg a királyné, aki mellette ült: »Mennyi időt venne igénybe utad, és mikor térnél vissza?« Amikor megmondtam neki az időt, beleegyezett és elbocsátott. |
7 υιοι αιλαμ χιλιοι διακοσιοι πεντηκοντα τεσσαρες | 7 Majd így szóltam a királyhoz: »Ha jónak látja a király, adjon nekem írásokat a folyamon túli terület helytartóihoz, hogy adjanak kíséretet mellém, amíg Júdába nem érek, |
8 υιοι ζαθουα εννακοσιοι τεσσαρακοντα πεντε | 8 valamint levelet Ászáfhoz, a királyi erdőség felügyelőjéhez: bocsásson rendelkezésemre fát, hogy gerendával láthassam el a templom várának kapuit, a városfalakat és a házat, amelybe be fogok lépni.« A király megadta, mivel Istenem jóságos keze volt rajtam. |
9 υιοι ζακχου επτακοσιοι εξηκοντα | 9 Amikor megérkeztem a folyamon túli vidék helytartóihoz, átnyújtottam nekik a királytól kapott írásokat. Katonai főtiszteket és lovasokat rendelt mellém a király. |
10 υιοι βανουι εξακοσιοι τεσσαρακοντα δυο | 10 Amikor ezt megtudta a hóroni Szanballát és Tóbiás, az ammonita szolga, nagyon bosszankodtak azon, hogy jött valaki, aki Izrael fiainak javát keresi. |
11 υιοι βαβι εξακοσιοι εικοσι τρεις | 11 Miután megérkeztem Jeruzsálembe és már három napig ott tartózkodtam, |
12 υιοι ασγαδ τρισχιλιοι διακοσιοι εικοσι δυο | 12 néhány férfi kíséretében elindultam éjjel – senkinek sem árultam el, mire indította szívemet Isten, hogy Jeruzsálemben cselekedjem. Állat sem volt velem azon az állaton kívül, amelyen ültem – |
13 υιοι αδωνικαμ εξακοσιοι εξηκοντα εξ | 13 és éjnek idején kimentem a Völgy-kapun a Sárkány-forrás és a Szemét-kapu felé és megszemléltem Jeruzsálem lerombolt falát és tűz emésztette kapuit. |
14 υιοι βαγοι δισχιλιοι πεντηκοντα εξ | 14 Majd tovább haladtam a Forrás-kapu és a királyi vízvezeték irányában. Itt nem volt hely, hogy az állat, amelyen ültem, áthaladhasson. |
15 υιοι αδιν τετρακοσιοι πεντηκοντα τεσσαρες | 15 Azért gyalog mentem fölfelé a völgyben, éjnek idején és megvizsgáltam a falat, majd visszafordulva ismét odaérkeztem a Völgy-kapuhoz, és így tértem vissza. |
16 υιοι ατηρ τω εζεκια ενενηκοντα οκτω | 16 Az elöljárók nem tudtak arról, hogy hová mentem és mit művelek. A zsidókkal, a papokkal, az előkelőkkel, az elöljárókkal és a többiekkel, akik a munkában résztvettek, mindeddig ugyanis semmit sem közöltem. |
17 υιοι βασου τριακοσιοι εικοσι τρεις | 17 Most azonban így szóltam hozzájuk: »Ti jól ismeritek a nyomorúságot, amelyben vagyunk. Jeruzsálem elpusztult, kapuit tűz emésztette meg. Gyertek tehát, építsük fel Jeruzsálem falait, hogy ne legyünk tovább gyalázat tárgya!« |
18 υιοι ιωρα εκατον δεκα δυο | 18 Egyúttal elmondtam nekik, milyen jóságos volt hozzám az Isten keze, és milyen szavakat intézett hozzám a király, majd hozzátettem: »Rajta hát, építsünk!« És erős kézzel hozzáfogtak a nemes munkához. |
19 υιοι ασεμ διακοσιοι εικοσι τρεις | 19 Amikor ezt megtudta a hóroni Szanballát, az ammonita szolga, Tóbiás és az arab Gesem, kigúnyoltak minket és lenézően azt mondták: »Mi az? Mit műveltek? Tán lázadást szítotok a király ellen?« |
20 υιοι γαβερ ενενηκοντα πεντε | 20 Én azonban megfeleltem nekik, és ezt mondtam: »Maga a menny Istene van segítségünkre, és mi, az ő szolgái, nekilátunk és építünk. Nektek pedig sem részetek, sem jogotok, sem emléketek Jeruzsálemben nincsen.« |
21 υιοι βαιθλεεμ εκατον εικοσι τρεις | |
22 υιοι νετωφα πεντηκοντα εξ | |
23 υιοι αναθωθ εκατον εικοσι οκτω | |
24 υιοι ασμωθ τεσσαρακοντα δυο | |
25 υιοι καριαθιαριμ καφιρα και βηρωθ επτακοσιοι τεσσαρακοντα τρεις | |
26 υιοι αραμα και γαβαα εξακοσιοι εικοσι εις | |
27 ανδρες μαχμας εκατον εικοσι δυο | |
28 ανδρες βαιθηλ και αια τετρακοσιοι εικοσι τρεις | |
29 υιοι ναβου πεντηκοντα δυο | |
30 υιοι μαγεβως εκατον πεντηκοντα εξ | |
31 υιοι ηλαμ-αρ χιλιοι διακοσιοι πεντηκοντα τεσσαρες | |
32 υιοι ηραμ τριακοσιοι εικοσι | |
33 υιοι λοδ αρωθ και ωνω επτακοσιοι εικοσι πεντε | |
34 υιοι ιεριχω τριακοσιοι τεσσαρακοντα πεντε | |
35 υιοι σαναα τρισχιλιοι εξακοσιοι τριακοντα | |
36 και οι ιερεις υιοι ιεδουα τω οικω ιησου εννακοσιοι εβδομηκοντα τρεις | |
37 υιοι εμμηρ χιλιοι πεντηκοντα δυο | |
38 υιοι φασσουρ χιλιοι διακοσιοι τεσσαρακοντα επτα | |
39 υιοι ηρεμ χιλιοι επτα | |
40 και οι λευιται υιοι ιησου και καδμιηλ τοις υιοις ωδουια εβδομηκοντα τεσσαρες | |
41 οι αδοντες υιοι ασαφ εκατον εικοσι οκτω | |
42 υιοι των πυλωρων υιοι σαλουμ υιοι ατηρ υιοι τελμων υιοι ακουβ υιοι ατιτα υιοι σαβαου οι παντες εκατον τριακοντα εννεα | |
43 οι ναθιναιοι υιοι σουια υιοι ασουφε υιοι ταβαωθ | |
44 υιοι κηραος υιοι σωηα υιοι φαδων | |
45 υιοι λαβανω υιοι αγαβα υιοι ακαβωθ | |
46 υιοι αγαβ υιοι σαμαλαι υιοι αναν | |
47 υιοι κεδελ υιοι γαερ υιοι ρεηα | |
48 υιοι ρασων υιοι νεκωδα υιοι γαζεμ | |
49 υιοι ουσα υιοι φαση υιοι βασι | |
50 υιοι ασενα υιοι μαωνιμ υιοι ναφισων | |
51 υιοι βακβουκ υιοι ακιφα υιοι αρουρ | |
52 υιοι βασαλωθ υιοι μαουδα υιοι αρησα | |
53 υιοι βαρκους υιοι σισαρα υιοι θεμα | |
54 υιοι νασουε υιοι ατουφα | |
55 υιοι αβδησελμα υιοι σατι υιοι ασεφηραθ υιοι φαδουρα | |
56 υιοι ιεηλα υιοι δαρκων υιοι γεδηλ | |
57 υιοι σαφατια υιοι ατιλ υιοι φαχεραθ-ασεβωιν υιοι ημι | |
58 παντες οι ναθινιν και υιοι αβδησελμα τριακοσιοι ενενηκοντα δυο | |
59 και ουτοι οι αναβαντες απο θελμελεθ θελαρησα χαρουβ ηδαν εμμηρ και ουκ ηδυνασθησαν του αναγγειλαι οικον πατριας αυτων και σπερμα αυτων ει εξ ισραηλ εισιν | |
60 υιοι δαλαια υιοι βουα υιοι τωβια υιοι νεκωδα εξακοσιοι πεντηκοντα δυο | |
61 και απο των υιων των ιερεων υιοι χαβια υιοι ακους υιοι βερζελλαι ος ελαβεν απο θυγατερων βερζελλαι του γαλααδιτου γυναικα και εκληθη επι τω ονοματι αυτων | |
62 ουτοι εζητησαν γραφην αυτων οι μεθωεσιμ και ουχ ευρεθησαν και ηγχιστευθησαν απο της ιερατειας | |
63 και ειπεν αθερσαθα αυτοις του μη φαγειν απο του αγιου των αγιων εως αναστη ιερευς τοις φωτιζουσιν και τοις τελειοις | |
64 πασα δε η εκκλησια ως εις τεσσαρες μυριαδες δισχιλιοι τριακοσιοι εξηκοντα | |
65 χωρις δουλων αυτων και παιδισκων αυτων ουτοι επτακισχιλιοι τριακοσιοι τριακοντα επτα και ουτοι αδοντες και αδουσαι διακοσιοι | |
66 ιπποι αυτων επτακοσιοι τριακοντα εξ ημιονοι αυτων διακοσιοι τεσσαρακοντα πεντε | |
67 καμηλοι αυτων τετρακοσιοι τριακοντα πεντε ονοι αυτων εξακισχιλιοι επτακοσιοι εικοσι | |
68 και απο αρχοντων πατριων εν τω ελθειν αυτους εις οικον κυριου τον εν ιερουσαλημ ηκουσιασαντο εις οικον του θεου του στησαι αυτον επι την ετοιμασιαν αυτου | |
69 ως η δυναμις αυτων εδωκαν εις θησαυρον του εργου χρυσιον καθαρον μναι εξ μυριαδες και χιλιαι και αργυριον μναι πεντακισχιλιαι και κοθωνοι των ιερεων εκατον | |
70 και εκαθισαν οι ιερεις και οι λευιται και οι απο του λαου και οι αδοντες και οι πυλωροι και οι ναθινιμ εν πολεσιν αυτων και πας ισραηλ εν πολεσιν αυτων | |