Scrutatio

Sabato, 27 aprile 2024 - Santa Zita ( Letture di oggi)

Giuditta 7


font
BIBBIA CEI 2008LXX
1 Il giorno dopo, Oloferne diede ordine a tutto il suo esercito e a tutta la moltitudine di coloro che erano venuti come suoi alleati di mettersi in marcia contro Betùlia, di occupare le vie d’accesso alla montagna e di attaccare battaglia contro gli Israeliti.1 τη δε επαυριον παρηγγειλεν ολοφερνης παση τη στρατια αυτου και παντι τω λαω αυτου οι παρεγενοντο επι την συμμαχιαν αυτου αναζευγνυειν επι βαιτυλουα και τας αναβασεις της ορεινης προκαταλαμβανεσθαι και ποιειν πολεμον προς τους υιους ισραηλ
2 In quel giorno ogni uomo valido fra loro si mise in marcia. Il loro esercito si componeva di centosettantamila fanti e dodicimila cavalieri, senza contare gli addetti ai servizi e gli altri che erano a piedi con loro, una moltitudine immensa.2 και ανεζευξεν εν τη ημερα εκεινη πας ανηρ δυνατος αυτων και η δυναμις αυτων ανδρων πολεμιστων χιλιαδες πεζων εκατον εβδομηκοντα και ιππεων χιλιαδες δεκα δυο χωρις της αποσκευης και των ανδρων οι ησαν πεζοι εν αυτοις πληθος πολυ σφοδρα
3 Essi si accamparono nella valle vicino a Betùlia, oltre la sorgente, allargandosi dalla zona sopra Dotàim fino a Belbàim ed estendendosi da Betùlia fino a Kiamòn, che è di fronte a Èsdrelon.3 και παρενεβαλον εν τω αυλωνι πλησιον βαιτυλουα επι της πηγης και παρετειναν εις ευρος επι δωθαιμ εως βελβαιμ και εις μηκος απο βαιτυλουα εως κυαμωνος η εστιν απεναντι του εσδρηλων
4 Gli Israeliti, quando videro la loro moltitudine, rimasero molto costernati e si dicevano l’un l’altro: «Ora costoro inghiottiranno la faccia di tutta la terra e neppure i monti più alti né le valli né i colli potranno resistere al loro urto».4 οι δε υιοι ισραηλ ως ειδον αυτων το πληθος εταραχθησαν σφοδρα και ειπαν εκαστος προς τον πλησιον αυτου νυν εκλειξουσιν ουτοι το προσωπον της γης πασης και ουτε τα ορη τα υψηλα ουτε αι φαραγγες ουτε οι βουνοι υποστησονται το βαρος αυτων
5 Ognuno prese la sua armatura e, dopo aver acceso fuochi sulle torri, stettero in guardia tutta quella notte.
5 και αναλαβοντες εκαστος τα σκευη τα πολεμικα αυτων και ανακαυσαντες πυρας επι τους πυργους αυτων εμενον φυλασσοντες ολην την νυκτα εκεινην
6 Il giorno seguente Oloferne fece uscire tutta la cavalleria contro il fronte degli Israeliti che erano a Betùlia,6 τη δε ημερα τη δευτερα εξηγαγεν ολοφερνης πασαν την ιππον αυτου κατα προσωπον των υιων ισραηλ οι ησαν εν βαιτυλουα
7 controllò le vie di accesso alla loro città, ispezionò le sorgenti d’acqua e le occupò e, dopo avervi posto attorno guarnigioni di uomini armati, fece ritorno tra i suoi.
7 και επεσκεψατο τας αναβασεις της πολεως αυτων και τας πηγας των υδατων εφωδευσεν και προκατελαβετο αυτας και επεστησεν αυταις παρεμβολας ανδρων πολεμιστων και αυτος ανεζευξεν εις τον λαον αυτου
8 Allora gli si avvicinarono tutti i capi dei figli di Esaù e tutti i capi del popolo di Moab e gli strateghi della costa e gli dissero:8 και προσελθοντες αυτω παντες αρχοντες υιων ησαυ και παντες οι ηγουμενοι του λαου μωαβ και οι στρατηγοι της παραλιας ειπαν
9 «Il nostro signore voglia ascoltare una parola, per evitare che il tuo esercito vada in rotta.9 ακουσατω δη λογον ο δεσποτης ημων ινα μη γενηται θραυσμα εν τη δυναμει σου
10 Questo popolo degli Israeliti non si affida alle sue lance, ma all’altezza dei monti sui quali essi vivono, e certo non è facile arrivare alle cime dei loro monti.10 ο γαρ λαος ουτος των υιων ισραηλ ου πεποιθαν επι τοις δορασιν αυτων αλλ' επι τοις υψεσι των ορεων εν οις αυτοι ενοικουσιν εν αυτοις ου γαρ εστιν ευχερες προσβηναι ταις κορυφαις των ορεων αυτων
11 Quindi, signore, non attaccare costoro come si usa nella battaglia campale e così non cadrà un solo uomo del tuo esercito.11 και νυν δεσποτα μη πολεμει προς αυτους καθως γινεται πολεμος παραταξεως και ου πεσειται εκ του λαου σου ανηρ εις
12 Rimani fermo nel tuo accampamento, avendo buona cura di ogni uomo del tuo esercito; invece i tuoi gregari vadano a occupare la sorgente dell’acqua che sgorga alla radice del monte,12 αναμεινον επι της παρεμβολης σου διαφυλασσων παντα ανδρα εκ της δυναμεως σου και επικρατησατωσαν οι παιδες σου της πηγης του υδατος η εκπορευεται εκ της ριζης του ορους
13 perché di là attingono tutti gli abitanti di Betùlia. La sete li farà morire e consegneranno la loro città. Noi e la nostra gente saliremo sulle vicine alture dei monti e ci apposteremo su di esse per sorvegliare che nessuno possa uscire dalla città.13 διοτι εκειθεν υδρευονται παντες οι κατοικουντες βαιτυλουα και ανελει αυτους η διψα και εκδωσουσι την πολιν αυτων και ημεις και ο λαος ημων αναβησομεθα επι τας πλησιον κορυφας των ορεων και παρεμβαλουμεν επ' αυταις εις προφυλακην του μη εξελθειν εκ της πολεως ανδρα ενα
14 Così cadranno sfiniti dalla fame essi, le loro donne, i loro figli e, prima che la spada arrivi su di loro, saranno stesi sulle piazze fra le loro case.14 και τακησονται εν τω λιμω αυτοι και αι γυναικες αυτων και τα τεκνα αυτων και πριν ελθειν την ρομφαιαν επ' αυτους καταστρωθησονται εν ταις πλατειαις της οικησεως αυτων
15 Avrai così reso loro un terribile contraccambio, perché si sono ribellati e non hanno voluto venire incontro a te con intenzioni pacifiche».
15 και ανταποδωσεις αυτοις ανταποδομα πονηρον ανθ' ων εστασιασαν και ουκ απηντησαν τω προσωπω σου εν ειρηνη
16 Piacque questo discorso a Oloferne e a tutti i suoi ministri e diede ordine che si facesse come avevano proposto.16 και ηρεσαν οι λογοι αυτων ενωπιον ολοφερνου και ενωπιον παντων των θεραποντων αυτου και συνεταξε ποιειν καθα ελαλησαν
17 Si mosse quindi un distaccamento di Ammoniti e con essi cinquemila Assiri si accamparono nella vallata e occuparono gli acquedotti e le sorgenti d’acqua degli Israeliti.17 και απηρεν παρεμβολη υιων αμμων και μετ' αυτων χιλιαδες πεντε υιων ασσουρ και παρενεβαλον εν τω αυλωνι και προκατελαβοντο τα υδατα και τας πηγας των υδατων των υιων ισραηλ
18 A loro volta i figli di Esaù e gli Ammoniti salirono e si appostarono sulla montagna di fronte a Dotàim. Spinsero altri loro uomini a meridione e a oriente di fronte a Egrebèl, che si trova vicino a Cus, nei pressi del torrente Mocmur. Il resto dell’esercito degli Assiri si accampò nella pianura, ricoprendo tutta l’estensione del terreno. Le tende e gli equipaggiamenti costituivano una massa imponente, perché in realtà essi erano una turba immensa.
18 και ανεβησαν οι υιοι ησαυ και οι υιοι αμμων και παρενεβαλον εν τη ορεινη απεναντι δωθαιμ και απεστειλαν εξ αυτων προς νοτον και απηλιωτην απεναντι εγρεβηλ η εστιν πλησιον χους η εστιν επι του χειμαρρου μοχμουρ και η λοιπη στρατια των ασσυριων παρενεβαλον εν τω πεδιω και εκαλυψαν παν το προσωπον της γης και αι σκηναι και αι απαρτιαι αυτων κατεστρατοπεδευσαν εν οχλω πολλω και ησαν εις πληθος πολυ σφοδρα
19 Allora gli Israeliti alzarono suppliche al Signore, loro Dio, con l’animo in preda all’abbattimento, perché da ogni parte i nemici li avevano circondati e non c’era via di scampo.19 και οι υιοι ισραηλ ανεβοησαν προς κυριον θεον αυτων οτι ωλιγοψυχησεν το πνευμα αυτων οτι εκυκλωσαν παντες οι εχθροι αυτων και ουκ ην διαφυγειν εκ μεσου αυτων
20 Il campo degli Assiri al completo, fanti, carri e cavalieri, rimase fermo tutt’intorno per trentaquattro giorni e venne a mancare a tutti gli abitanti di Betùlia ogni riserva d’acqua.20 και εμεινεν κυκλω αυτων πασα παρεμβολη ασσουρ οι πεζοι και αρματα και οι ιππεις αυτων ημερας τριακοντα τεσσαρας και εξελιπεν παντας τους κατοικουντας βαιτυλουα παντα τα αγγεια αυτων των υδατων
21 Anche le cisterne erano vuote e non potevano più bere a sazietà neppure per un giorno, perché davano da bere in quantità razionata.21 και οι λακκοι εξεκενουντο και ουκ ειχον πιειν εις πλησμονην υδωρ ημεραν μιαν οτι εν μετρω εδιδοσαν αυτοις πιειν
22 Incominciarono a cadere sfiniti i loro bambini; le donne e i giovani venivano meno per la sete e cadevano nelle piazze della città e nei passaggi delle porte, e ormai non rimaneva più in loro alcuna energia.
22 και ηθυμησεν τα νηπια αυτων και αι γυναικες και οι νεανισκοι εξελιπον απο της διψης και επιπτον εν ταις πλατειαις της πολεως και εν ταις διοδοις των πυλων και ουκ ην κραταιωσις ετι εν αυτοις
23 Allora tutto il popolo si radunò intorno a Ozia e ai capi della città, con giovani, donne e fanciulli, e alzando grida dissero davanti a tutti gli anziani:23 και επισυνηχθησαν πας ο λαος επι οζιαν και τους αρχοντας της πολεως οι νεανισκοι και αι γυναικες και τα παιδια και ανεβοησαν φωνη μεγαλη και ειπαν εναντιον παντων των πρεσβυτερων
24 «Sia giudice il Signore tra voi e noi, perché voi ci avete recato un grave danno rifiutando di proporre la pace agli Assiri.24 κριναι ο θεος ανα μεσον υμων και ημων οτι εποιησατε εν ημιν αδικιαν μεγαλην ου λαλησαντες ειρηνικα μετα υιων ασσουρ
25 Ora non c’è più nessuno che ci possa aiutare, perché Dio ci ha venduti nelle loro mani per essere abbattuti davanti a loro dalla sete e da terribili mali.25 και νυν ουκ εστιν ο βοηθος ημων αλλα πεπρακεν ημας ο θεος εις τας χειρας αυτων του καταστρωθηναι εναντιον αυτων εν διψη και απωλεια μεγαλη
26 Ormai chiamateli e consegnate l’intera città al popolo di Oloferne e a tutto il suo esercito perché la saccheggino.26 και νυν επικαλεσασθε αυτους και εκδοσθε την πολιν πασαν εις προνομην τω λαω ολοφερνου και παση τη δυναμει αυτου
27 È meglio per noi essere loro preda; diventeremo certo loro schiavi, ma almeno avremo salva la vita e non vedremo con i nostri occhi la morte dei nostri bambini, né le donne e i nostri figli esalare l’ultimo respiro.27 κρεισσον γαρ ημιν γενηθηναι αυτοις εις διαρπαγην εσομεθα γαρ εις δουλους και ζησεται η ψυχη ημων και ουκ οψομεθα τον θανατον των νηπιων ημων εν οφθαλμοις ημων και τας γυναικας και τα τεκνα ημων εκλειπουσας τας ψυχας αυτων
28 Chiamiamo a testimone contro di voi il cielo e la terra e il nostro Dio, il Signore dei nostri padri, che ci punisce per la nostra iniquità e per le colpe dei nostri padri, perché non ci lasci più in una situazione come quella in cui siamo oggi».
28 μαρτυρομεθα υμιν τον ουρανον και την γην και τον θεον ημων και κυριον των πατερων ημων ος εκδικει ημας κατα τας αμαρτιας ημων και κατα τα αμαρτηματα των πατερων ημων ινα μη ποιηση κατα τα ρηματα ταυτα εν τη ημερα τη σημερον
29 Vi fu allora un pianto generale in mezzo all’assemblea e a gran voce gridarono suppliche al Signore Dio.29 και εγενετο κλαυθμος μεγας εν μεσω της εκκλησιας παντων ομοθυμαδον και εβοησαν προς κυριον τον θεον φωνη μεγαλη
30 Ozia rispose loro: «Coraggio, fratelli, resistiamo ancora cinque giorni e in questo tempo il Signore, nostro Dio, rivolgerà di nuovo la sua misericordia su di noi; non è possibile che egli ci abbandoni fino all’ultimo.30 και ειπεν προς αυτους οζιας θαρσειτε αδελφοι διακαρτερησωμεν ετι πεντε ημερας εν αις επιστρεψει κυριος ο θεος ημων το ελεος αυτου εφ' ημας ου γαρ εγκαταλειψει ημας εις τελος
31 Ma se proprio passeranno questi giorni e non ci arriverà alcun aiuto, farò come avete detto voi».31 εαν δε διελθωσιν αυται και μη ελθη εφ' ημας βοηθεια ποιησω κατα τα ρηματα υμων
32 Così rimandò il popolo, ciascuno al proprio posto di difesa, ed essi tornarono sulle mura e sulle torri della città e rimandarono le donne e i figli alle loro case; ma tutti nella città erano in grande costernazione.32 και εσκορπισεν τον λαον εις την εαυτου παρεμβολην και επι τα τειχη και τους πυργους της πολεως αυτων απηλθον και τας γυναικας και τα τεκνα εις τους οικους αυτων απεστειλαν και ησαν εν ταπεινωσει πολλη εν τη πολει