Scrutatio

Lunedi, 29 aprile 2024 - Santa Caterina da Siena ( Letture di oggi)

Neemia 13


font
BIBBIA CEI 2008GREEK BIBLE
1 In quel giorno si lesse in presenza del popolo il libro di Mosè e vi si trovò scritto che l’Ammonita e il Moabita non dovevano mai entrare nella comunità di Dio,1 Εν τη ημερα εκεινη ανεγνωσθη εν τω βιβλιω του Μωυσεως εις τα ωτα του λαου? και ευρεθη γεγραμμενον εν αυτω, οτι οι Αμμωνιται και οι Μωαβιται δεν επρεπε να εισελθωσιν εις την συναγωγην του Θεου εως αιωνος?
2 perché non erano venuti incontro agli Israeliti con il pane e l’acqua e perché, contro di loro, avevano pagato Balaam per maledirli, sebbene il nostro Dio avesse mutato la maledizione in benedizione.2 διοτι δεν προυπηντησαν τους υιους Ισραηλ μετα αρτου και μετα υδατος, αλλ' εμισθωσαν τον Βαλααμ εναντιον αυτων, δια να καταρασθη αυτους? πλην ο Θεος ημων ετρεψε την καταραν εις ευλογιαν.
3 Quando ebbero udito la legge, separarono da Israele tutti gli stranieri.
3 Και ως ηκουσαν τον νομον, εχωρισαν απο του Ισραηλ παντα αλλογενη.
4 Prima di questo il sacerdote Eliasìb, assegnato alle stanze del tempio del nostro Dio, parente di Tobia,4 Προ τουτου δε Ελιασειβ ο ιερευς, οστις ειχε την επιστασιαν των οικηματων του οικου του Θεου ημων, ειχε συγγενευσει μετα του Τωβια?
5 aveva preparato per lui una camera grande dove, prima di allora, si riponevano le offerte, l’incenso, gli utensili, la decima del grano, del vino e dell’olio, spettanza di legge dei leviti, dei cantori, dei portieri, e il tributo per i sacerdoti.5 και ειχεν ετοιμασει δι' αυτον μεγα οικημα, οπου προτερον εθετον τας εξ αλφιτων προσφορας, το λιβανιον και τα σκευη και τα δεκατα του σιτου, του οινου και του ελαιου, το διατεταγμενον των Λευιτων και των ψαλτωδων και των πυλωρων και τας προσφορας των ιερεων.
6 Quando si faceva tutto questo, io non ero a Gerusalemme, perché nell’anno trentaduesimo di Artaserse, re di Babilonia, ero andato dal re; ma dopo qualche tempo, chiesi di congedarmi dal re,6 Πλην εν πασι τουτοις εγω δεν ημην εν Ιερουσαλημ? διοτι εν τω τριακοστω δευτερω ετει Αρταξερξου του βασιλεως της Βαβυλωνος ηλθον προς τον βασιλεα και μεθ' ημερας τινας εζητησα παρα του βασιλεως,
7 venni a Gerusalemme e mi accorsi del male che Eliasìb aveva fatto in favore di Tobia, preparando per lui una stanza nei cortili del tempio di Dio.7 και ηλθον εις Ιερουσαλημ και εμαθον το κακον, το οποιον ο Ελιασειβ εκαμε χαριν του Τωβια, ετοιμασας εις αυτον οικημα εν ταις αυλαις του οικου του Θεου.
8 La cosa mi dispiacque molto e feci gettare fuori dalla stanza tutti gli oggetti della casa di Tobia;8 Και δυσηρεστηθην πολυ? και ερριψα εξω του οικηματος παντα τα σκευη του οικου του Τωβια.
9 poi ordinai che si purificassero quelle camere e vi feci tornare gli utensili del tempio di Dio, le offerte e l’incenso.
9 Και προσεταξα, και εκαθαρισαν τα οικηματα? και επανεφερα εκει τα σκευη του οικου του Θεου, τας εξ αλφιτων προσφορας και το λιβανιον.
10 Seppi anche che le porzioni fissate per i leviti non erano state consegnate e che i leviti e i cantori, che prestavano il servizio, erano fuggiti ognuno al suo paese.10 Και εμαθον οτι τα μεριδια των Λευιτων δεν εδοθησαν εις αυτους? διοτι οι Λευιται και οι ψαλτωδοι, οι ποιουντες το εργον, εφυγον εκαστος εις τον αγρον αυτου.
11 Allora rimproverai i magistrati e dissi loro: «Perché il tempio di Dio è stato abbandonato?». Poi li radunai e li ristabilii nei loro uffici.11 Και επεπληξα τους προεστωτας και ειπα, Δια τι εγκατελειφθη ο οικος του Θεου; Και εσυναξα αυτους και αποκατεστησα αυτους εις την θεσιν αυτων.
12 Allora tutto Giuda portò ai magazzini la decima del frumento, del vino e dell’olio;12 Τοτε εφερε πας ο Ιουδας εις τας αποθηκας το δεκατον του σιτου και του οινου και του ελαιου.
13 incaricai dei magazzini il sacerdote Selemia, lo scriba Sadoc, Pedaià, uno dei leviti, e al loro fianco Canan, figlio di Zaccur, figlio di Mattania, perché erano reputati uomini fedeli. Così stava a loro fare le parti per i loro fratelli.
13 Και κατεστησα φυλακας επι των αποθηκων, Σελεμιαν τον ιερεα και Σαδωκ τον γραμματεα και εκ των Λευιτων? τον Φεδαιαν? και πλησιον αυτων, Αναν τον υιον του Ζακχουρ, υιου του Ματθανια? διοτι ελογιζοντο πιστοι? το εργον δε αυτων ητο να διανεμωσιν εις τους αδελφους αυτων.
14 Ricòrdati per questo di me, o mio Dio, e non cancellare la fedeltà con cui ho agito per il tempio del mio Dio e per il suo servizio!
14 Μνησθητι μου, Θεε μου, περι τουτου, και μη εξαλειψης τα ελεη μου, τα οποια εκαμα εις τον οικον του Θεου μου και εις τας τελετας αυτου.
15 In quei giorni osservai in Giuda alcuni che pigiavano nei tini durante il sabato, altri che trasportavano i covoni e li caricavano sugli asini, e anche vino, uva, fichi e ogni sorta di carichi, e li portavano a Gerusalemme in giorno di sabato; io protestai a motivo del giorno in cui vendevano le derrate.15 Εν εκειναις ταις ημεραις ειδον τινας εν Ιουδα ληνοπατουντας εν σαββατω και εισφεροντας δραγματα και επιφορτιζοντας επι ονους, και οινον, σταφυλια και συκα και παν ειδος φορτιων, τα οποια εφερον εις Ιερουσαλημ την ημεραν του σαββατου? και διεμαρτυρηθην εν τη ημερα, καθ' ην επωλουν τροφιμα.
16 C’erano anche alcuni di Tiro stabiliti in città che portavano pesce e ogni sorta di merci e le vendevano durante il sabato ai figli di Giuda e a Gerusalemme.16 Και οι Τυριοι, οι κατοικουντες εν αυτη, εφερον ιχθυας και παν ειδος ωνιων και επωλουν εν σαββατω εις τους υιους Ιουδα και εν Ιερουσαλημ.
17 Allora io rimproverai i notabili di Giuda e dissi loro: «Che cosa è mai questo male che fate, profanando il giorno del sabato?17 Και επεπληξα τους προκριτους του Ιουδα και ειπα προς αυτους, Τι ειναι το πραγμα τουτο το κακον, το οποιον σεις καμνετε, βεβηλουντες την ημεραν του σαββατου;
18 I nostri padri non hanno fatto così? Il nostro Dio per questo ha fatto cadere su noi e su questa città tutti questi mali. Voi accrescete l’ira contro Israele, profanando il sabato!».18 δεν εκαμνον ουτως οι πατερες σας, και εφερεν ο Θεος ημων παντα ταυτα τα κακα εφ' ημας και επι την πολιν ταυτην; αλλα σεις επαναφερετε οργην επι τον Ισραηλ, βεβηλουντες το σαββατον.
19 Non appena le porte di Gerusalemme comiciavano a essere nell’ombra, prima del sabato, io ordinai che le porte fossero chiuse e che non si riaprissero fin dopo il sabato; collocai alcuni miei uomini alle porte: non doveva entrare nessun carico durante il sabato.19 Δια τουτο, οτε ηρχιζε να συσκοταζη εις τας πυλας της Ιερουσαλημ προ του σαββατου, ειπα, και εκλεισαν τας πυλας, και προσεταξα να μη ανοιχθωσιν εως μετα το σαββατον? και κατεστησα επι τας πυλας τινας εκ των υπηρετων μου, δια να μη εισελθη φορτιον την ημεραν του σαββατου.
20 Così i mercanti e i venditori di ogni merce una o due volte passarono la notte fuori di Gerusalemme.20 Και διενυκτερευσαν οι εμποροι και οι πωληται παντος ειδους ωνιων εξω της Ιερουσαλημ απαξ και δις.
21 Allora io protestai contro di loro e dissi: «Perché passate la notte davanti alle mura? Se lo farete un’altra volta, stenderò la mano contro di voi». Da quel momento non vennero più durante il sabato.21 Τοτε διεμαρτυρηθην εναντιον αυτων και ειπα προς αυτους, Δια τι διανυκτερευετε εμπροσθεν του τειχους; εαν δευτερωσητε, θελω βαλει χειρα επανω σας. Εκτοτε δεν ηλθον εν σαββατω.
22 Ordinai ai leviti di purificarsi e di venire a custodire le porte per santificare il giorno del sabato.
Anche per questo ricòrdati di me, mio Dio, e abbi pietà di me secondo il tuo grande amore!
22 Και ειπα προς τους Λευιτας να καθαριζωνται και να ερχωνται να φυλαττωσι τας πυλας, δια να αγιαζωσι την ημεραν του σαββατου. Μνησθητι μου, Θεε μου, και περι τουτου, και ελεησον με κατα το πληθος του ελεους σου.
23 In quei giorni vidi anche che alcuni Giudei si erano ammogliati con donne di Asdod, di Ammon e di Moab;23 Προσετι εν ταις ημεραις εκειναις ειδον τους Ιουδαιους τους λαβοντας γυναικας Αζωτιας, Αμμωνιτιδας και Μωαβιτιδας?
24 la metà dei loro figli parlava l’asdodeo, nessuno di loro sapeva parlare giudaico, ma solo la lingua di un popolo o dell’altro.24 και τα τεκνα αυτων λαλουντα ημισυ Αζωτιστι, και μη εξευροντα να λαλησωσιν Ιουδαιστι αλλα κατα την γλωσσαν διαφορων λαων.
25 Io li rimproverai, li maledissi, ne picchiai alcuni, strappai loro i capelli e li feci giurare su Dio: «Non darete le vostre figlie ai loro figli e non prenderete le loro figlie per i vostri figli o per voi stessi.25 Και επεπληξα αυτους και κατηρασθην αυτους, και ερραβδισα τινας εξ αυτων και ετριχομαδησα αυτους, και ωρκισα αυτους εις τον Θεον, λεγων, Δεν θελετε δωσει τας θυγατερας σας εις τους υιους αυτων, και δεν θελετε λαβει εκ των θυγατερων αυτων εις τους υιους σας η εις εαυτους?
26 Salomone, re d’Israele, non ha forse peccato appunto in questo? Certo, fra le molte nazioni non ci fu un re simile a lui: era amato dal suo Dio e Dio l’aveva fatto re di tutto Israele; eppure le donne straniere fecero peccare anche lui.26 δεν ημαρτησεν ουτω Σολομων ο βασιλευς του Ισραηλ; καιτοι μεταξυ πολλων εθνων δεν υπηρξε βασιλευς ομοιος αυτου, οστις ητο αγαπωμενος υπο του Θεου αυτου, και εκαμεν αυτον ο Θεος βασιλεα επι παντα τον Ισραηλ? αλλ' ομως και αυτον αι ξεναι γυναικες εκαμον να αμαρτηση?
27 Dovremmo dunque ascoltare voi e fare tutto questo grande male e prevaricare contro il nostro Dio sposando donne straniere?».27 θελομεν λοιπον συγκατανευσει εις εσας να καμνητε απαν τουτο το μεγα κακον, να γινησθε παραβαται εναντιον εις τον Θεον ημων λαμβανοντες ξενας γυναικας;
28 Uno dei figli di Ioiadà, figlio di Eliasìb, il sommo sacerdote, era genero di Sanballàt, il Coronita; io lo cacciai via da me.28 Και εις εκ των υιων του Ιωαδα, υιου του Ελιασειβ του ιερεως του μεγαλου, ητο γαμβρος Σαναβαλλατ του Ορωνιτου? οθεν απεδιωξα αυτον απ' εμπροσθεν μου.
29 Ricòrdati di loro, mio Dio, poiché hanno profanato il sacerdozio e l’alleanza dei sacerdoti e dei leviti.29 Μνησθητι αυτων, Θεε μου, διοτι εβεβηλωσαν την ιερατειαν και την διαθηκην της ιερατειας και των Λευιτων.
30 Così li purificai da ogni elemento straniero e ristabilii gli incarichi dei sacerdoti e dei leviti, ognuno al suo compito,30 Και εκαθαρισα αυτους απο παντων των ξενων, και διωρισα φυλακας εκ των ιερεων και των Λευιτων, εκαστον εις τα εργα αυτου?
31 quelli dell’offerta della legna ai tempi stabiliti, e delle primizie.
Ricòrdati di me in bene, mio Dio!
31 και δια την προσφοραν των ξυλων εν καιροις ωρισμενοις, και δια τας απαρχας. Μνησθητι μου, Θεε μου, επ' αγαθω.