1 Pas plus que la neige à l'été ou la pluie à la moisson, les honneurs ne conviennent au sot.
| 1 Καθως η χιων εν τω θερει και καθως η βροχη εν τω θερισμω, ουτως εις τον αφρονα η τιμη δεν αρμοζει. |
2 Le passereau s'échappe, l'hirondelle s'envole, ainsi la malédiction gratuite n'atteint pas son but.
| 2 Ως περιφερεται το στρουθιον, ως περιπετα η χελιδων, ουτως η αδικος καταρα δεν θελει επιφθασει. |
3 Le fouet pour le cheval, la bride pour l'âne, pour l'échine des sots, le bâton.
| 3 Μαστιξ δια τον ιππον, κημος δια τον ονον, και ραβδος δια την ραχιν των αφρονων. |
4 Ne répond pas à l'insensé selon sa folie, de peur de lui devenir semblable, toi aussi.
| 4 Μη αποκρινου εις τον αφρονα κατα την αφροσυνην αυτου, δια να μη γεινης και συ ομοιος αυτου. |
5 Réponds à l'insensé selon sa folie, de peur qu'il ne soit sage à ses propres yeux.
| 5 Αποκρινου εις τον αφρονα κατα την αφροσυνην αυτου, δια να μη ηναι σοφος εις τους οφθαλμους αυτου. |
6 Il se mutile, il s'abreuve de violence, celui qui envoie un message par l'entremise d'un sot.
| 6 Οστις αποστελλει μηνυμα δια χειρος του αφρονος, αποκοπτει τους ποδας αυτου και πινει ζημιαν. |
7 Mal assurées, les jambes du boiteux; ainsi un proverbe dans la bouche des sots.
| 7 Ως τα σκελη του χωλου κρεμονται ανωφελη, ουτως ειναι και παροιμια εν τω στοματι των αφρονων. |
8 C'est attacher la pierre à la fronde que de rendre honneur à un sot.
| 8 Ως ο δεσμευων λιθον εις σφενδονην, ουτως ειναι οστις διδει τιμην εις τον αφρονα. |
9 Une ronce pousse dans la main d'un ivrogne comme un proverbe dans la bouche d'un sot.
| 9 Ως η ακανθα ωθουμενη εις την χειρα του μεθυσου, ουτως ειναι η παροιμια εν τω στοματι των αφρονων. |
10 Un archer blessant tout le monde: tel est celui qui embauche le sot et l'ivrogne qui passent.
| 10 Ο δυναστης μιαινει τα παντα και μισθονει τους αφρονας, μισθονει και τους παραβατας. |
11 Comme le chien revient à son vomissement, le sot retourne à sa folie.
| 11 Ως ο κυων επιστρεφει εις τον εμετον αυτου, ουτως ο αφρων επαναλαμβανει την αφροσυνην αυτου. |
12 Tu vois un homme sage à ses propres yeux? Il y a plus à espérer d'un insensé.
| 12 Ειδες ανθρωπον νομιζοντα εαυτον σοφον; μαλλον ελπις ειναι εκ του αφρονος παρα εξ αυτου. |
13 Le paresseux dit: "Un fauve sur le chemin! un lion par les rues!"
| 13 Ο οκνηρος λεγει, Λεων ειναι εν τη οδω, λεων εν ταις πλατειαις. |
14 La porte tourne sur ses gonds, et sur son lit le paresseux.
| 14 Ως η θυρα περιστρεφεται επι τας στροφιγγας αυτης, ουτως ο οκνηρος επι την κλινην αυτου. |
15 Le paresseux plonge la main dans le plat: la ramener à sa bouche le fatigue!
| 15 Ο οκνηρος εμβαπτει την χειρα αυτου εις το τρυβλιον και βαρυνεται να επιστρεψη αυτην εις το στομα αυτου. |
16 Le paresseux est plus sage à ses propres yeux que sept personnes répondant avec tact.
| 16 Ο οκνηρος νομιζει εαυτον σοφωτερον παρα επτα σοφους γνωμοδοτας. |
17 Il prend par les oreilles un chien qui passe, celui qui s'immisce dans une querelle étrangère.
| 17 Οστις διαβαινων ανακατονεται εις εριδα μη ανηκουσαν εις αυτον, ομοιαζει τον πιανοντα κυνα απο των ωτιων. |
18 Un homme pris de folie qui lance des traits enflammés, des flèches et la mort:
| 18 Ως ο μανιακος οστις ριπτει φλογας, βελη και θανατον, |
19 tel est l'homme qui ment à son compagnon, puis dit: "N'était-ce pas pour plaisanter?"
| 19 ουτως ειναι ο ανθρωπος, οστις απατα τον πλησιον αυτου και λεγει, δεν εκαμον εγω παιζων; |
20 Faute de bois, le feu s'éteint, faute de calomniateur, la querelle s'apaise.
| 20 Οπου δεν ειναι ξυλα, το πυρ σβυνεται? και οπου δεν ειναι ψιθυριστης, η ερις ησυχαζει. |
21 Du charbon sur les braises, du bois sur le feu, tel est l'homme querelleur pour attiser lesdisputes.
| 21 Οι ανθρακες δια την ανθρακιαν και τα ξυλα δια το πυρ, και ο φιλερις ανθρωπος δια να εξαπτη εριδας. |
22 Les dires du calomniateur sont de friands morceaux qui descendent jusqu'au fond des entrailles.
| 22 Οι λογοι του ψιθυριστου καταπινονται ηδεως, και καταβαινουσιν εις τα ενδομυχα της κοιλιας. |
23 De l'argent non purifié appliqué sur de l'argile: tels sont lèvres brûlantes et coeur mauvais.
| 23 Τα ενθερμα χειλη μετα πονηρας καρδιας ειναι ως σκωρια αργυρου επικεχρισμενη επι πηλινον αγγειον. |
24 Celui qui hait donne le change par ses propos, mais en son sein gît la tromperie;
| 24 Οστις μισει, υποκρινεται με τα χειλη αυτου, και μηχανευεται δολον εν τη καρδια αυτου. |
25 s'il prend un ton cauteleux, ne t'y fie pas, car en son coeur il y a sept abominations.
| 25 Οταν ομιλη χαριεντως, μη πιστευε αυτον? διοτι εχει επτα βδελυγματα εν τη καρδια αυτου. |
26 La haine peut s'envelopper de ruse, elle révélera sa méchanceté dans l'assemblée.
| 26 Οστις σκεπαζει το μισος δια δολου, η πονηρια αυτου θελει φανερωθη εν μεσω της συναξεως. |
27 Qui creuse une fosse y tombe, qui roule une roche, elle revient sur lui.
| 27 Οστις σκαπτει λακκον, θελει πεσει εις αυτον? και ο λιθος θελει επιστρεψει επι τον κυλιοντα αυτον. |
28 La langue menteuse hait ses victimes, la bouche enjôleuse provoque la chute.
| 28 Η ψευδης γλωσσα μισει τους υπ' αυτης καταθλιβομενους? και το απατηλον στομα εργαζεται καταστροφην. |