Scrutatio

Mercoledi, 1 maggio 2024 - San Giuseppe Lavoratore ( Letture di oggi)

Livre de Job 30


font
JERUSALEMGREEK BIBLE
1 Et" maintenant, je suis la risée de gens qui sont plus jeunes que moi, et dont les pères étaient trop vils àmes yeux pour les mêler aux chiens de mon troupeau.1 Αλλα τωρα οι νεωτεροι μου την ηλικιαν με περιγελωσι, των οποιων τους πατερας δεν ηθελον καταδεχθη να βαλω μετα των κυνων του ποιμνιου μου.
2 Aussi bien, la force de leurs mains m'eût été inutile: ils avaient perdu toute vigueur,2 Και εις τι τωοντι ηδυνατο να με ωφεληση η δυναμις των χειρων αυτων, εις τους οποιους η ισχυς εξελιπε;
3 épuisée par la disette et la famine, car ils rongeaient les racines de la steppe, ce sombre lieu de ruine etde désolation;3 Δι' ενδειαν και πειναν ησαν απομεμονωμενοι? εφευγον εις γην ανυδρον, σκοτεινην, ηφανισμενην και ερημον?
4 ils cueillaient l'arroche sur le buisson faisaient leur pain des racines de genêt.4 εκοπτον μολοχην πλησιον των θαμνων και την ριζαν των αρκευθων δια τροφην αυτων.
5 Bannis de la société des hommes, qui les hue comme des voleurs,5 Ησαν εκ μεσου δεδιωγμενοι? εφωναζον επ' αυτους ως κλεπτας.
6 ils logent au flanc des ravins, dans les grottes ou les crevasses du rocher.6 Κατωκουν εν τοις κρημνοις των χειμαρρων, ταις τρυπαις της γης και τοις βροχοις.
7 Des buissons, on les entend braire, ils s'entassent sous les chardons.7 Μεταξυ των θαμνων ωγκωντο? υποκατω των ακανθων συνηγοντο?
8 Fils de vauriens, bien plus, d'hommes sans nom, ils sont rejetés par le pays.8 αφρονες και δυσφημοι, εκδεδιωγμενοι εκ της γης.
9 Et maintenant, voilà qu'ils me chansonnent. Qu'ils font de moi leur fable!9 Και τωρα εγω ειμαι το τραγωδιον αυτων, ειμαι και η παροιμια αυτων.
10 Saisis d'horreur, ils se tiennent à distance, devant moi, ils crachent sans retenue.10 Με βδελυττονται, απομακρυνονται απ' εμου, και δεν συστελλονται να πτυωσιν εις το προσωπον μου.
11 Et parce qu'il a détendu mon arc et m'a terrassé, ils rejettent la bride en ma présence.11 Επειδη ο Θεος διελυσε την υπεροχην μου και με εθλιψεν, απερριψαν και αυτοι τον χαλινον εμπροσθεν μου.
12 Leur engeance surgit à ma droite, épie si je suis tranquille et fraie vers moi ses chemins sinistres.12 Εκ δεξιων ανιστανται οι νεοι? απωθουσι τους ποδας μου, και ετοιμαζουσι κατ' εμου τας ολεθριους οδους αυτων.
13 Ils me ferment toute issue, en profitent pour me perdre et nul ne les arrête,13 Ανατρεπουσι την οδον μου, επαυξανουσι την συμφοραν μου, χωρις να εχωσι βοηθον.
14 ils pénètrent comme par une large brèche et je suis roulé sous les décombres.14 Εφορμωσιν ως σφοδρα πλημμυρα, επι της ερημωσεως μου περικυλιονται.
15 Les terreurs se tournent contre moi, mon assurance est chassée comme par le vent, mon espoir desalut disparaît comme un nuage.15 Τρομοι εστραφησαν επ' εμε? καταδιωκουσι την ψυχην μου ως ανεμος? και η σωτηρια μου παρερχεται ως νεφος.
16 Et maintenant, la vie en moi s'écoule, les jours de peine m'ont saisi.16 Και τωρα η ψυχη μου εξεχυθη εντος μου? ημεραι θλιψεως με κατελαβον.
17 La nuit, le mal perce mes os et mes rongeurs ne dorment pas.17 Την νυκτα τα οστα μου διεπερασθησαν εν εμοι, και τα νευρα μου δεν αναπαυονται.
18 Avec violence il m'a pris par le vêtement, serré au col de ma tunique.18 Υπο της σφοδρας δυναμεως ηλλοιωθη το ενδυμα μου? με περισφιγγει ως το περιλαιμιον του χιτωνος μου.
19 Il m'a jeté dans la boue, je suis comme poussière et cendre.19 Με ερριψεν εις τον πηλον, και ωμοιωθην με χωμα και κονιν.
20 Je crie vers Toi et tu ne réponds pas; je me présente sans que tu me remarques.20 Κραζω προς σε, και δεν μοι αποκρινεσαι? ισταμαι, και με παραβλεπεις.
21 Tu es devenu cruel à mon égard, ta main vigoureuse sur moi s'acharne.21 Εγεινες ανελεημων προς εμε? δια της κραταιας χειρος σου με μαστιγονεις.
22 Tu m'emportes à cheval sur le vent et tu me dissous dans une tempête.22 Με εσηκωσας επι τον ανεμον? με επεβιβασας και διελυσας την ουσιαν μου.
23 Oui, je sais que tu me fais retourner vers la mort, vers le rendez-vous de tout vivant.23 Εξευρω μεν οτι θελεις με φερει εις θανατον και τον οικον τον προσδιωρισμενον εις παντα ζωντα.
24 Pourtant, ai-je porté la main sur le pauvre, quand, dans sa détresse, il réclamait justice?24 Αλλα δεν θελει εκτεινει χειρα εις τον ταφον, εαν κραζωσι προς αυτον οταν αφανιζη.
25 N'ai-je pas pleuré sur celui dont la vie est pénible, éprouvé de la pitié pour l'indigent?25 Δεν εκλαυσα εγω δια τον οντα εν ημεραις σκληραις, και ελυπηθη η ψυχη μου δια τον πτωχον;
26 J'espérais le bonheur, et le malheur est venu; j'attendais la lumière: voici l'obscurité.26 Ενω περιεμενον το καλον, τοτε ηλθε το κακον? και ενω ανεμενον το φως, τοτε ηλθε το σκοτος.
27 Mes entrailles bouillonnent sans relâche, les jours de souffrance m'ont atteint.27 Τα εντοσθια μου ανεβρασαν και δεν ανεπαυθησαν? ημεραι θλιψεως με προεφθασαν.
28 Si je m'avance l'air sombre, nul ne me console, si je me dresse dans l'assemblée, c'est pour crier.28 Περιεπατησα μελαγχροινος ουχι υπο ηλιου? εσηκωθην, εβοησα εν συναξει.
29 Je suis devenu le frère des chacals et le compagnon des autruches.29 Εγεινα αδελφος των δρακοντων και συντροφος των στρουθοκαμηλων.
30 Ma peau sur moi s'est noircie, mes os sont brûlés par la fièvre.30 Το δερμα μου εμαυρισεν επ' εμε, και τα οστα μου κατεκαυθησαν υπο της φλογωσεως.
31 Ma harpe est accordée aux chants de deuil, ma flûte à la voix des pleureurs.31 Η δε κιθαρα μου μετεβληθη εις πενθος και το οργανον μου εις φωνην κλαιοντων.