Scrutatio

Domenica, 28 aprile 2024 - San Luigi Maria Grignion da Montfort ( Letture di oggi)

Jó 9


font
VULGATAGREEK BIBLE
1 Et respondens Job, ait :1 Και απεκριθη ο Ιωβ και ειπεν?
2 Vere scio quod ita sit,
et quod non justificetur homo compositus Deo.
2 Αληθως εξευρω οτι ουτως εχει? αλλα πως ο ανθρωπος θελει δικαιωθη ενωπιον του Θεου;
3 Si voluerit contendere cum eo,
non poterit ei respondere unum pro mille.
3 Εαν θεληση να διαδικασθη μετ' αυτου δεν δυναται να αποκριθη προς αυτον εν εκ χιλιων.
4 Sapiens corde est, et fortis robore :
quis restitit ei, et pacem habuit ?
4 Ειναι σοφος την καρδιαν και κραταιος την δυναμιν? τις εσκληρυνθη εναντιον αυτου και ευτυχησεν;
5 Qui transtulit montes, et nescierunt
hi quos subvertit in furore suo.
5 Αυτος μετακινει τα ορη, και δεν γνωριζουσι τις εστρεψεν αυτα εν τη οργη αυτου.
6 Qui commovet terram de loco suo,
et columnæ ejus concutiuntur.
6 Αυτος σειει την γην απο του τοπου αυτης, και οι στυλοι αυτης σαλευονται.
7 Qui præcipit soli, et non oritur,
et stellas claudit quasi sub signaculo.
7 Αυτος προσταζει τον ηλιον, και δεν ανατελλει? και κρυπτει υπο σφραγιδα τα αστρα.
8 Qui extendit cælos solus,
et graditur super fluctus maris.
8 Αυτος μονος εκτεινει τους ουρανους και πατει επι τα υψη της θαλασσης.
9 Qui facit Arcturum et Oriona,
et Hyadas et interiora austri.
9 Αυτος καμνει τον Αρκτουρον, τον Ωριωνα και την Πλειαδα και τα ταμεια του νοτου.
10 Qui facit magna, et incomprehensibilia,
et mirabilia, quorum non est numerus.
10 Αυτος καμνει μεγαλεια ανεξιχνιαστα και θαυμασια αναριθμητα.
11 Si venerit ad me, non videbo eum ;
si abierit, non intelligam.
11 Ιδου, διαβαινει πλησιον μου, και δεν βλεπω αυτον? διερχεται, και δεν εννοω αυτον.
12 Si repente interroget, quis respondebit ei ?
vel quis dicere potest : Cur ita facis ?
12 Ιδου, αφαιρει? τις θελει εμποδισει αυτον; τις θελει ειπει προς αυτον, Τι καμνεις;
13 Deus, cujus iræ nemo resistere potest,
et sub quo curvantur qui portant orbem.
13 Εαν ο Θεος δεν συρη την οργην αυτου, οι επηρμενοι βοηθοι καταβαλλονται υποκατω αυτου.
14 Quantus ergo sum ego, ut respondeam ei,
et loquar verbis meis cum eo ?
14 Ποσον ολιγωτερον εγω ηθελον αποκριθη προς αυτον, εκλεγων τους προς αυτον λογους μου;
15 qui etiam si habuero quippiam justum, non respondebo :
sed meum judicem deprecabor.
15 προς τον οποιον, και αν ημην δικαιος, δεν ηθελον αποκριθη, αλλ' ηθελον ζητησει ελεος παρα του Κριτου μου.
16 Et cum invocantem exaudierit me,
non credo quod audierit vocem meam.
16 Εαν κραξω, και μοι αποκριθη, δεν ηθελον πιστευσει οτι εισηκουσε της φωνης μου.
17 In turbine enim conteret me,
et multiplicabit vulnera mea, etiam sine causa.
17 Διοτι με κατασυντριβει με ανεμοστροβιλον και πληθυνει τας πληγας μου αναιτιως.
18 Non concedit requiescere spiritum meum,
et implet me amaritudinibus.
18 Δεν με αφινει να αναπνευσω, αλλα με χορταζει απο πικριας.
19 Si fortitudo quæritur, robustissimus est ;
si æquitas judicii, nemo audet pro me testimonium dicere.
19 Εαν προκηται περι δυναμεως, ιδου, ειναι δυνατος? και εαν περι κρισεως, τις θελει μαρτυρησει υπερ εμου;
20 Si justificare me voluero, os meum condemnabit me ;
si innocentem ostendero, pravum me comprobabit.
20 Εαν ηθελον να δικαιωσω εμαυτον, το στομα μου ηθελε με καταδικασει? εαν ηθελον ειπει, ειμαι αμεμπτος, ηθελε με αποδειξει διεφθαρμενον.
21 Etiam si simplex fuero, hoc ipsum ignorabit anima mea,
et tædebit me vitæ meæ.
21 Και αν ημην αμεμπτος, δεν ηθελον φροντισει περι εμαυτου? ηθελον καταφρονησει την ζωην μου.
22 Unum est quod locutus sum :
et innocentem et impium ipse consumit.
22 Εν τουτο ειναι, δια τουτο ειπα, αυτος αφανιζει τον αμεμπτον και τον ασεβη.
23 Si flagellat, occidat semel,
et non de pœnis innocentum rideat.
23 Και αν η μαστιξ αυτου θανατονη ευθυς, γελα ομως εις την δοκιμασιαν των αθωων.
24 Terra data est in manus impii ;
vultum judicum ejus operit.
Quod si non ille est, quis ergo est ?
24 Η γη παρεδοθη εις τας χειρας του ασεβους? αυτος σκεπαζει τα προσωπα των κριτων αυτης? αν ουχι αυτος, που και τις ειναι;
25 Dies mei velociores fuerunt cursore ;
fugerunt, et non viderunt bonum.
25 Αι δε ημεραι μου ειναι ταχυδρομου ταχυτεραι? φευγουσι και δεν βλεπουσι καλον.
26 Pertransierunt quasi naves poma portantes ;
sicut aquila volans ad escam.
26 Παρηλθον ως πλοια σπευδοντα? ως αετος πετωμενος επι το θηραμα.
27 Cum dixero : Nequaquam ita loquar :
commuto faciem meam, et dolore torqueor.
27 Εαν ειπω, Θελω λησμονησει το παραπονον μου, θελω παραιτησει το πενθος μου και παρηγορηθη?
28 Verebar omnia opera mea,
sciens quod non parceres delinquenti.
28 τρομαζω δια πασας τας θλιψεις μου, γνωριζων οτι δεν θελεις με αθωωσει.
29 Si autem et sic impius sum,
quare frustra laboravi ?
29 Ειμαι ασεβης? δια τι λοιπον να κοπιαζω εις ματην;
30 Si lotus fuero quasi aquis nivis,
et fulserint velut mundissimæ manus meæ,
30 Εαν λουσθω εν υδατι χιονος και επιμελως αποκαθαρισω τας χειρας μου?
31 tamen sordibus intinges me,
et abominabuntur me vestimenta mea.
31 συ ομως θελεις με βυθισει εις τον βορβορον, ωστε και αυτα μου τα ιματια θελουσι με βδελυττεσθαι.
32 Neque enim viro qui similis mei est, respondebo ;
nec qui mecum in judicio ex æquo possit audiri.
32 Διοτι δεν ειναι ανθρωπος ως εγω, δια να αποκριθω προς αυτον, και να ελθωμεν εις κρισιν ομου.
33 Non est qui utrumque valeat arguere,
et ponere manum suam in ambobus.
33 Δεν υπαρχει μεσιτης μεταξυ ημων, δια να βαλη την χειρα αυτου επ' αμφοτερους ημας.
34 Auferat a me virgam suam,
et pavor ejus non me terreat.
34 Ας απομακρυνη απ' εμου την ραβδον αυτου, και ο φοβος αυτου ας μη με εκπληττη?
35 Loquar, et non timebo eum ;
neque enim possum metuens respondere.
35 τοτε θελω λαλησει και δεν θελω φοβηθη αυτον? διοτι ουτω δεν ειμαι εν εμαυτω.